Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2012

Γλυκάνισος

Εικόνα
     Ξύπνησα σ' ένα μέρος που μοίραζαν το Χρόνο σε μερίδες. Ένα κομμάτι Χρόνου τυλιγμένο σε σελοφάν. Μια μπουκιά απ' αυτό σε κρατούσε ζωντανό για μέρες, ίσως και για ολόκληρο μήνα. "Θυμάσαι το ψωμί των ξωτικών; Το λέμπας;", με ρώτησες χαρούμενη σαν μάσησες την πρώτη μπουκιά. "Αυτά ανήκουν στη φαντασία ενός συγγραφέα. Μόνο εκεί μια μπουκιά σε κρατούσε για μέρες και δεν πεινούσες". Αυτά ήθελα να σου πω αλλά δεν πρόλαβα, ένα χέρι έχωσε στην αγκαλιά μου τη δική μου μερίδα του Χρόνου. Έμεινα να την κοιτάζω σαν χαζός καθώς η λογική πάντα αρνείται την υλοποίηση του άυλου και τη μεταμόρφωσή του σ΄ ένα κομμάτι από... κάτι που το βάφτισαν Χρόνο.      "Προχωρήστε, πιο κάτω μοιράζουν τη Θλίψη".      Ήταν το βιβλικό πρόσωπο ενός γέροντα αυτό που μου απηύθυνε το λόγο και που το προτεταμένο χέρι του έδειχνε το δρόμο που ακολουθούσαν όλοι πιστά, νωχελικά, προγραμματισμένα. Ακολούθησα κι εγώ το ποτάμι της σάρκας βλέποντάς σε να τρως άλλη μια μπουκιά και να λάμπε

Mind Over Matter

Εικόνα
     ...Κι είμαι εδώ, στέκομαι εδώ, με την πλάτη στο τζάκι να ζεσταίνεται, την οσμή της σάρκας του ξύλου να εισέρχεται βίαια στα ρουθούνια μου και μια ταγκή γεύση στο στόμα. Η γεύση της γιορτής που ξέφτισε σαν σβήνουν τα χριστουγεννιάτικα φώτα και τα στολίδια δε λαμποκοπάνε πια. Γιατί κάθε κόσμος, άψυχος ή έμψυχος θέλει φως για να αναδείξει την ομορφιά του.      Στέκομαι εδώ, με την κουνιστή καρέκλα να λικνίζεται ακόμα πλάι στο τζάκι, εκεί που άφησα τη σκιά μου να διαβάζει τον "Εικονογραφημένο Άνθρωπο" του Ρέι Μπράντμπερι · ήταν ένας άνθρωπος που όλο το κορμί του ήταν ζωγραφισμένο με εικόνες και αυτές ζωντάνευαν κι έλεγαν μια ιστορία ·  δική του ή άλλων και δική του και άλλων, δεν ξέρω, ήταν απλώς πολλές ιστορίες που κατέληγαν σε μία ιστορία, σε μια κοινή αλήθεια για τον άνθρωπο που περπατά πάνω στη γη.      Εγώ δεν έχω ιστορίες να πω, πόσο μάλλον εικονογραφημένες. Αν μου επιτρεπόταν να καταθέσω κάτι αυτό θα ήταν η αποδόμηση του κορμιού μου. Το νοιώθω όλο και πιο συχνά τε

Στόμα

Εικόνα
     Οι μέρες είχαν γεύση από πορτοκάλι. Άλλοτε ξινές και κάποιες φορές γλυκές. Γλυκόξινες ποτέ. Η ισορροπία δεν αποτελούσε γνώρισμά τους. Η ζουμερή σάρκα αφήνει τους χυμούς να τρέξουν στο στόμα, αυτό που φίλησε και δάγκωσε, που γεύτηκε και μάτωσε. Οι χυμοί κυλάνε έξω απ' το στόμα, μικρά ποτάμια στα μάγουλα, στο πηγούνι, αντιδρούν χημικά με τ΄ οξυγόνο και κολλάνε. Μια παγίδα για μύγες που πετάνε τριγύρω, Δεκέμβρη μήνα. Το έντομο προσελκύεται απ' τη μυρωδιά, κάθεται και πεθαίνει. Πεθαίνει περιμένοντας.      Η αναμονή σκοτώνει. Αλλά αυτό δε στο γράφουν σε κανένα πακέτο τσιγάρων. Αυτές οι μέρες καταπίνουν την υπομονή μας. Έχει γεύση αλμυρή απ' τον ιδρώτα που χύνεται σαν τον καταρράκτη ορμητικά, στη λίμνη του εφιάλτη μας. Στη λίμνη καθρεφτίζεται το πρόσωπό μας. Δε το γνωρίζουμε πια, μάς φαίνεται ξένο. Χαρακιές και σημάδια, στιγμές μιας άλλης ζωής αποτυπωμένες σε κάθε πόρο, σε κάθε μικρή τριχούλα που το λέιζερ απέτυχε να κάψει. Μα δεν υπάρχει λέιζερ πια.      Ελπίζω να φέρου

Άμλετ Reloaded

Εικόνα
Δ. Πως ζείτε εδώ; Μιλήστε μου. Η αλήθεια πρέπει ν' ακουστεί! Α. Μείνε μαζί μας ένα βράδυ και θα καταλάβεις. Β. Δεν τον κόβω ν' αντέχει. Χα! Α. Ιώσηπε, πρέπει να δίνουμε μια ευκαιρία στους ανθρώπους. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου αποκαλυφθεί από εκεί που δεν το περιμένεις και κυρίως από εκείνους που κατά βάση τους έχεις χεσμένους. Β. Μα τι λες Δανιήλ; Δεν τον βλέπεις πως είναι; Παιδαρέλι είναι. Τι έκπληξη μπορεί να κρύβει αυτός; Δ. Είμαι δημοσιογράφος! Α. Χα! Καλό αυτό. Ε λοιπόν χεστήκαμε νεαρέ μου! Β. Δανιήλ, το στόμα σου! Δε χρειάζονται αυτά. Αποχαιρέτησε το νεαρό δημοσιογράφο ευγενικά και πιάσε μου το κονιάκ. Α. Μην μου κάνεις κήρυγμα εμένα Ιώσηπε! Εγώ είπα πρώτος ότι πρέπει να δώσουμε μια ευκαιρία στο νεαρό. Εγώ πιστεύω σ' αυτόν. Είναι δημοσιογράφος βέβαια αλλά δε βαριέσαι. Έχω δει πολλά άσχημα σε τούτο τον πανάθλιο κόσμο. Πάρε τη μποτίλια και κοίτα να το πιεις όλο πάλι! Θα σου σπάσω το κεφάλι μετά! Β. Αχ ωραίο κονιάκ. Ό,τι πρέπει για τούτο το διαβολεμένο κρ

Πέτσα

Εικόνα
     Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα στο χωριό έσφαζαν τα γουρούνια. Το βράδυ της αλλαγής του χρόνου κάθε κονάκι θα' χε ψητό χοιρινό στο τραπέζι. Άλλα κομμάτια του ζώου θα παστώνονταν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια και θα έμεναν εκεί να "ψηθούν" μέσα στο λίπος τους. Ήταν οι τσιγαρίδες. Έτσι έλεγαν οι άντρες στις γυναίκες σαν ήθελαν εκλεκτό μεζέ. "Βγάλε τσιγαρίδα και κάν' την στο τηγάνι με αβγά".      Από νωρίς φύσηξε ένας βοριάς από εκείνους που έκαναν ακόμα και τα κόκαλα των νέων να τρίζουν. Ο ουρανός πήρε ένα θυμωμένο γκρίζο χρώμα, σχεδόν μπλαβί απ' το κρύο που ανεμόδερνε τη γη. Δειλά άναψαν τα πρώτα φώτα στο χωριό. Οι καμινάδες του πάλι, κάπνιζαν απ' ώρα.      Στο καφενείο της μικρής πλατείας ο Σκουντέρης ο καφετζής - που είναι και ταβερνιάρης ενίοτε - βράζει τσίπουρο στο καμινέτο. Η γυναίκα του ανασκαλεύει σιωπηλά τη φωτιά μετά από παράκληση του δασκάλου που τον λένε Ευγένιο. Γεβγκένι Τριφόνοβιτς τον φωνάζει ο Σκουντέρης που είναι παλαιός κομμουνισ

Down!

Εικόνα
     Ήταν ένα πρωϊνό σαν όλα τ' άλλα, ένα πρωϊνό Δεκέμβρη λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Τ' αυτοκίνητα στριμώχνονταν απελπιστικά αργά στις οδικές αρτηρίες κινούμενα θαρρείς μόνο και μόνο απ' τα αγουροξυπνημένα χασμουρητά των οδηγών τους. Το Last Christmas ακουγόταν στατιστικά στους οκτώ από τους δέκα ραδιοφωνικούς σταθμούς ξυπνώντας εγκληματικές διαθέσεις, πασπαλισμένες με μπόλικη χρυσόσκονη. Οι άλλοι δύο ανακοίνωναν τις προθέσεις της κυβέρνησης όπως αυτά να είναι τα τελευταία δύσκολα Χριστούγεννα της χώρας.      Στο κόκκινο φανάρι, ο Άρης κατέβασε το τζάμι του αυτοκινήτου του κι έκανε νόημα στην κοπέλα που ήταν σταματημένη δίπλα του και η οποία μιλούσε στο κινητό της. Τον αντίκρισε με απορία, παρ' όλα αυτά κατέβασε και η ίδια το τζάμι της ελάχιστα, ίσα για ν' ακούσει τι ήθελε να της πει.      - Γεια. Δεδομένου ότι σήμερα έρχεται το τέλος του κόσμου, θες να πάμε κάπου να γίνουμε τύφλα και μετά να πηδηχτούμε και να μην καταλάβουμε τίποτε;      Η Άννα δεν απάν

Το φιτίλι στο χέρι μου

Εικόνα
Ώρες, ώρες σκέφτομαι να είχα ένα μεγάλο φυτίλι που τη μία άκρη του να τη σφήνωνα βαθιά στη Γη και την άλλη άκρη να την κρατούσα και να ταξίδευα ως το πιο απομακρυσμένο σημείο του Γαλαξία. Γίνεται άμα θες να ξέρεις. Λένε πως κάπου στον Ειρηνικό υπάρχει το πιο βαθύ σημείο του πυθμένα της. Κάπου έντεκα χιλιόμετρα βάθος. Θα βουτούσα λοιπόν εκεί, μη με ρωτήσεις πως, δεν έχει σημασία τώρα, το θέλω μου σου λέω, αυτό που έχω ανάγκη ν' ακούσω · θ' απέφευγα κάθε μυθικό τέρας που μπορεί να φωλιάζει στα βάθη της - γιατί σίγουρα φωλιάζει - και θα έσκαβα με τα ίδια μου τα χέρια την άμμο ή ό,τι άλλο υπάρχει εκεί κάτω. Καθώς θα ξέσκιζα τη σάρκα της σε σημείο που να χωρέσει την εκδίκησή μου, θα έβγαζα απ' το σακίδιό μου εκείνη την ποσότητα εκρηκτικού που χρειάζεται για να δημιουργήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση. Μια έκρηξη σ' αυτό το σημείο που θα προκαλούσε τις δυνάμεις εκείνες που είναι ικανές να εισχωρήσουν ως δηλητήριο στον πυρήνα της και να τον μολύνουν. Παλιά πίστευα πως οι άνθρωπ

Ρεβεγιόν

Εικόνα
Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Έτσι στα ξαφνικά έμεινε γυμνή απ' τα λαμπρά φώτα της και κανείς δε μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Τα πιτσιρίκια που χάζευαν το δέντρο άρχισαν να διαμαρτύρονται, κάποια είχαν βουρκώσει ήδη, άλλα τραβούσαν τη μαμά απ' το χέρι και ρωτούσαν "γιατί", οι νεότεροι το πήραν πιο ψύχραιμα κι έκαναν πλάκα, οι σοβαροί κύριοι και κυρίες ενοχλήθηκαν απ' αυτή την απρογραμμάτιστη διακοπή του ρεβεγιόν που θα είχε ως αποτέλεσμα η πάπια, το γεμιστό χοιρινό και όλα τα καλά του εορταστικού τραπεζιού να φαγωθούν κρύα, οι γεροντότεροι - πάντα μέσα στην υπερβολή - έκαναν το σταυρό τους και φοβήθηκαν πως κάτι κακό θα συνέβαινε αυτή τη νύχτα. Τα τηλέφωνα της εταιρείας ηλεκτρισμού κουδούνιζαν συνέχεια μεταφέροντας τον εκνευρισμό χιλιάδων πολιτών που ήθελαν να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού συντροφιά με καλούς φίλους δίπλα στο αναμμένο τζάκι, συντροφιά εκλεκτών εδεσμάτων και ποτών. Μα και αυτοί οι έρμοι οι υπάλληλοι δ

Ασανσέρ

Εικόνα
     Δεν είχε σκεφτεί ποτέ - ως εκείνη τη στιγμή - πως οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν με ασανσέρ. Το συνειδητοποίησε την ώρα που αποκλείστηκε στο μικρό κουβούκλιο, έπειτα από ένα τράνταγμα που τον ανάγκασε να ρίξει τις μισές σακούλες του σούπερ μάρκετ κάτω. Έσκυψε με δυσκολία στο στενό χώρο που του έκλεβε ανάσες, καταπολεμώντας ταυτόχρονα μια μικρή αίσθηση πανικού, τον αχό της οποίας άκουγε να καλπάζει από κάπου μακριά. Μάζεψε το αλάτι και μια κονσέρβα τόνου που ξεχύθηκαν απ' τη μια σακούλα, τα έχωσε ξανά μέσα και σηκώθηκε αργά.      "Αίμα και χιόνι", σκέφτηκε. "Αίμα και χιόνι και λάσπη. Μπόλικη λάσπη με χιόνι μαζί που κολλάει στις αρβύλες και δημιουργεί μια κρούστα ίση με το βάρος τους. Μια κρούστα που δε βγαίνει. Μόνο με περπάτημα στο οποίο φροντίζεις να χτυπάς με δύναμη τα πόδια σου στο έδαφος. Μα ό,τι βγει, ξανακολλάει μετά στο επόμενο βήμα".      Άλλες σκέψεις αυτές. Αδέσποτες. Βοηθάνε να φύγει το μυαλό σου όταν είναι σταματημένο σαν αυτό το γαμημένο κουτ

Κόκαλα στην καταιγίδα

Εικόνα
     Τα κόκαλα τ' αντίκρισε πρώτη η παπαδιά στον πηγαιμό για την εκκλησία. Είχε μόλις χαράξει - η πρώτη μέρα δίχως βροχή έπειτα από αιώνες νεροποντής - κι άσπριζαν ανάμεσα στις λάσπες και τα χώματα, που τα νερά είχαν κατεβάσει απ' το λόφο. Της κόπηκε η ανάσα κι έκανε το σταυρό της. Έφτυσε στον κόρφο της και επικαλέστηκε τον άγιο που την προστάτευε από μικρούλα. Πισωπάτησε κι έκανε να γυρίσει πίσω τρέχοντας, στάθηκε όμως πιο πέρα και τα κοίταξε καλύτερα. Το βλέμμα της έπεφτε πάνω τους με φόβο, ανάμεικτο με απορία. Κοίταξε ένα γύρω, ησυχία. Ένας παγωμένος άνεμος ξύριζε αυτιά και μύτες, η θάλασσα στο βάθος βούιζε ακόμα, τα σύννεφα μαζεύονταν ξανά στο πέρα του ορίζοντα. Στάθηκε ακόμα λίγο και τελικά έτρεξε πίσω στο χωριό.      Σε μια ώρα βρέθηκαν στο μονοπάτι των μακάβριων ευρημάτων ο παπάς, ο λιμενοφύλακας, ο νεκροθάφτης - κανονικός νεκροθάφτης δεν ήταν, απλώς φρόντιζε να σκάβει τάφους και να φροντίζει το κοιμητήριο -, ο συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας, δυο - τρεις ξέμπαρ

Νυχτερινό επεισόδιο

Εικόνα
- Λοιπόν; - Τί; - Ε, πες κάτι. - ...Πες εσύ κάτι. - Δεν ξέρω τι να πω. - ..... - Τί; - Τίποτα. Μάλλον κι εγώ δεν ξέρω τι να πω. - ...... - Γιατί χαμογελάς; - Τίποτα. Θυμήθηκα τη σκηνή μιας ταινίας που το ζευγάρι των ηρώων δεν έχει κάτι να πει και μοιράζεται τη σιωπή. - Και; Για πόσο μπορείς να μοιράζεσαι μ' έναν άγνωστο κάτι τόσο προσωπικό; - Ξέρεις τι έκαναν μετά; Χόρεψαν! Και δεν ήταν εντελώς άγνωστοι. Ήταν περισσότερο σαν ένα επαγγελματικό ραντεβού. - Τα βαριέμαι τα επαγγελματικά ραντεβού. Τόση τυπικότητα. - Μμμμ αυτοί δεν ήταν το τυπικό ζευγάρι που έχεις στο μυαλό σου, σε διαβεβαιώ. - Και τι ήταν; - Αυτός ήταν έμπορος ναρκωτικών. Για την ακρίβεια, το πρωτοπαλίκαρο ενός εμπόρου ναρκωτικών. - Μάλιστα... - Εκείνη ήταν η γκόμενα του αφεντικού του. Και επειδή το αφεντικό έλειπε για δουλειές, ζήτησε απ' το πρωτοπαλίκαρο να την βγάλει έξω να τη διασκεδάσει. - Και τι έγινε; - Τίποτα. Ή μάλλον στην αρχή δεν έγινε τίποτα. Άβολη σιωπή που την τροφοδοτούσε από τη μ