Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2012

Σταρ (Θάλεια)

Εικόνα
Η Θάλεια κατέβηκε από το τρόλεϊ φορώντας μια καμπαρντίνα σε πετρόλ χρώμα, σκούρα, καφέ γυαλιά ηλίου και καπέλο που παρέπεμπε σε ηρωίδα μυθιστορήματος του μεσοπολέμου. Οι μπούκλες της, ακόμα ακμαίες, ακόμα ξανθές, ξεχύνονταν από το γιακά που έκλεινε ασφυκτικά στο ύψος του λαιμού, εμποδίζοντας τις ακτίνες του Απριλιάτικου ήλιου να χαιδέψουν τον ψηλό λαιμό και τα στήθη που καλύπτονταν από μια εκρού, ακρυλική μπλούζα. Ανηφόρισε προς το Κολωνάκι, περπατώντας σταθερά και με μια μεγαλοπρέπεια την οποία αντιλαμβανόταν μόνο η ίδια, καθώς για χρόνια συνήθιζε να κινείται έτσι στις σκιές του κόσμου που την περιέβαλε. Οι άνθρωποι την προσπερνούσαν, δύο τη σκούντηξαν κατά λάθος (ο ένας ψέλλισε συγγνώμη, ο άλλος όχι), ωστόσο η Θάλεια συνέχισε την ανηφορική της πορεία χωρίς να ξεστρατίσει ούτε βήμα στα δεξιά ή αριστερά από την ευθεία που ακολουθούσε. Έφτασε στην είσοδο ενός προσεγμένου νεοκλασικού και εκεί σταμάτησε για λίγο, μετρώντας τις ανάσες της. Ύψωσε το βλέμμα, ψηλαφίζοντας με τα μάτια από τη

Long For May (Εριφύλη)

Εικόνα
"Οι άνθρωποι θα' πρεπε να' ναι φιλόξενα σπίτια. Οι ζωές τους δηλαδή. Με ανοιχτές πόρτες να αφήνουν άλλους ανθρώπους να μπαίνουν μέσα και να ζουν μαζί για όσο θελήσουν. Και οι πόρτες πρέπει να παραμένουν ανοιχτές σαν οι άνθρωποι αυτοί θελήσουν να φύγουν. Ούτε να τους κλειδώσεις μπορείς, ούτε να τους καταραστείς επειδή δεν θέλεις να φύγουν". Το ημερολόγιο σκέψεων της Εριφύλης έφτανε στο τέλος του. Δυο, τρεις σελίδες ακόμα και ο κύκλος του θα' κλεινε και το τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο θα έκανε παρέα με τα υπόλοιπα, στη συγκεκριμένη γωνιά της βιβλιοθήκης, στο ερμάρι των λόγων και των επιθυμιών, του κόσμου όπως θα' πρεπει να είναι αλλά... Έβαλε μια κούπα καφέ φίλτρου και σύρθηκε ως τον καναπέ. Σκεφτόταν τα λόγια του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ όπως τα διάβασε και τα ανέλυσε στο μυαλό της, όπως τα κατέγραψε με το δικό της τρόπο στις σελίδες του ημερολογίου της. Αυτό έκανε πάντα η Εριφύλη όταν διάβαζε κάτι που της άρεσε. Το σκεφτόταν για ώρα, κάποιες φορές και για μέρ

Χειροκροτήματα (Αντιγόνη)

Εικόνα
- Στο Σύνταγμα θα βρεθούμε. Έχει ωραίο ήλιο σήμερα. Θέλω να μαζέψω ήλιο. Να κάνω φωτοσύνθεση. Στη Λία, δύσκολα λέει κανείς όχι. Έχει τον τρόπο της να παίρνει το "ναι" ως απάντηση, να το προκαλεί όταν σου μιλάει. Το τρίτο ραντεβού μας είχε ήδη αναβληθεί δύο φορές για λόγους μόνο η ίδια γνώριζε, μία εκ των οποίων όταν ήμουν ήδη στο σημείο συνάντησης απολαμβάνοντας ένα καφέ. Δεν είχα κρύψει τον εκνευρισμό μου τότε, λέγοντάς της πως θα μπορούσε να με ειδοποιήσει νωρίτερα. - Να μην σκας με πράγματα που γίνονται, μου είχε απαντήσει. Και να είσαι ευγνώμων. Πίνεις το καφεδάκι σου χαλαρά χάρη σε μένα. Αντί να γκρινιάζεις κοίτα να φλερτάρεις. Θα σε απαλλάξει από κάθε είδος μίρλας που σε διακατέχει αυτή τη στιγμή. - Πας καλά; - Πάω με την όπισθεν τώρα που σου μιλάω γιατί ένας μαλάκας έχει κλείσει το δρόμο και θέλω να ξαναβγώ στη λεωφόρο. Όπως αντιλαμβάνεσαι είμαι σε χειρότερη θέση από σένα που κάθεσαι αναπαυτικά αυτή την ώρα και απολαμβάνεις τον καφέ σου. - Ορίστε; - Θινκ Πόσιτιβ

Ελευθερία (Ελευθερία)

Εικόνα
Οταν η Ελευθερία έφτασε στην ηλικία που μπορούσε να κάνει παιδιά, η μάνα της, ακούγοντας τη συμβουλή του Ανάπηρου, την πάντρεψε με τον Θοδωρή. Το προξενιό κι ο γάμος έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Εκ των υστέρων ο γάμος αυτός έμοιαζε με προμελετημένο έγκλημα ή με ένα κακόγουστο καλαμπούρι. Το ορεινό χωριό, σφηνωμένο σε μια βουνοκορφή της Πελοποννήσου δεν πρόσφερε πολλές επιλογές στην αναζήτηση συντρόφου. Τα κριτήρια ενός γάμου ήταν συγκεκριμένα και σπάνια περιελάμβαναν την αγάπη. Αυτή κι ο έρωτας ήταν για όσους είχαν εξασφαλισμένο μέλλον και γεμάτη τσέπη. Οι υπόλοιποι συνήθως υπολόγιζαν το γάμο με χαρτί και μολύβι, πολλές φορές και με τα δάχτυλα, καθώς η ανάγνωση και η αριθμητική ήταν επίσης πολυτέλεια. Η Ελευθερία ήταν αλαφροίσκιωτη. Αυτό ήταν κοινό μυστικό στο χωριό.  Κάτι είχε αλλά δεν ήξεραν τι. Της κόλλησαν λοιπόν το αλαφροίσκιωτη για να εξηγήσουν συγκεκριμένα γεγονότα. Το πως έπεσε ένα απομεσήμερο καλοκαιριού στην πλατεία, μπροστά στον καφενέ του Βλάχου και έβγαζε αφρούς από

Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας (Ηρώ)

Εικόνα
Το δάχτυλό της έμοιαζε να έχει βουτηχτεί σε ένα βάζο με λειωμένη, κόκκινη σοκολάτα. Η ανάσα της είχε κοπεί. Ένα κόψιμο βίαιο, ξαφνικό, σιωπηλό. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και ο αιφνίδιος θάνατος σκέφτηκε, βυζαίνοντας αρχικά το δάχτυλο, ρουφώντας το άρρωστο αίμα της - μα δεν είναι άρρωστο το αίμα μου, κοίτα, είναι τόσο κόκκινο, η τέλεια μπογιά για έναν αξιόλογο πίνακα που θα ζωγραφίσω τώρα. Η μεταλλική γεύση του αίματος της άρεσε στην αρχή μα μετά αηδίασε. Το αίμα ήταν πολύ, το ένοιωθε να στάζει από τα χείλη της , την αναγούλιαζε, ενώ το σφυροκόπημα της πληγής που ήρθε σταδιακά, την έκανε να μορφάσει από τον πόνο. Ένα σφυροκόπημα που έμοιαζε με τύμπανα πολέμου μιας φυλής που κατοικούσε στην άλλη άκρη του δάσους και που τα μυστικά της μάτια είχαν αντιληφθεί την παρουσία της ξένης, της παρείσακτης στο χώρο τους. Τα τύμπανα δυνάμωναν και μαζί τους και ο πόνος! Άνοιξε τη βρύση στο νεροχύτη και έβαλε το δάχτυλο στο νερό που έτρεχε με πίεση. Αυτή τη φορά πόνος και αναγούλα συμμάχησαν και τη

Stranger (Αννέτα)

Εικόνα
- Τι είναι αυτά; - Ποια; - Τι είναι αυτά ρε; Ποιος είσαι ρε μαλάκα; Ποιος είσαι; Δεν το πιστεύω! - Τι συμβαίνει; Ηρέμησε! - Μην μου λες να ηρεμήσω! Μην τολμάς να μου λες οτιδήποτε! Σκάσε! - Αννέτα τι συμβαίνει; - ΜΗΝ τολμήσεις να με αγγίξεις. ΜΗΝ! - Αννέτα! - Άντε γαμήσου ρε. Δεν θέλω να σε ξαναδώ! Η Αννέτα ήταν ερωτευμένη με το Γιώργο και αυτό ήταν ένα γεγονός που δεν σήκωνε καμία αμφιβολία. Πετυχημένοι και οι δύο στους επαγγελματικούς τομείς τους, μικροβιολόγος εκείνη, καθηγητής Γυμνασίου ο Γιώργος, γνωρίστηκαν σε ένα σπίτι κοινών τους φίλων και από την πρώτη στιγμή έγινε εκείνο το "κλικ" που επικαλούνται όλοι όσοι ερωτεύονται σε αυτό τον κόσμο. Δεν ήταν τόσο θέμα εμφάνισης και παρουσίας, όσο θέμα μυαλού. Η Αννέτα από την πρώτη στιγμή ένοιωσε πως ο Γιώργος έκανε έρωτα με το μυαλό της. Κάθε του ματιά και ατάκα ήταν μια ακόμα διείσδυση στα ενδότερά της που την έκανε να νοιώθει κάτι παραπάνω από γυναίκα σαν βρισκόταν πλάι του. Η σχέση άρχισε να χτίζεται ομ

Κι έσκαψε ένα λάκκο... (Καλλιρόη)

Εικόνα
Η 43χρονη Καλλιρόη είναι μητέρα του 10χρονου Ηλία. Ο Ηλίας πρόκειται να πεθάνει. Ο θάνατός του μπορεί να αποφευχθεί ή έστω να αναβληθεί αν η μητέρα του, επιτρέψει στους γιατρούς να του κάνουν πλασμαφαίρεση στο αίμα. Η θρησκεία της Καλλιρόης δεν επιτρέπει τη μετάγγιση πλάσματος. Ο άνθρωπος γεννιέται, ζει και πεθαίνει αγνός. Αυτό το γνωρίζει καλά η Καλλιρόη και αυτό προτίθεται να πράξει. Αν το θέλημα του Θεού είναι η θυσία του μονάκριβού της, η Καλλιρόη είναι έτοιμη να τον προσφέρει. Οι γιατροί τις τελευταίες μέρες έχουν κάνει τιτανιαίες προσπάθειες να τη μεταπείσουν, να τη λογικέψουν, να δεχθεί τη θεραπεία για το παιδί της. Η Καλλιρόη σκέκεται πάντα όρθια στο γραφείο τους κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο, ακούει και μιλάει σπάνια. Οι φράσεις που εκστομεί είναι συγκεκριμένες και επαναλαμβανόμενες. "Όχι" και "δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό". Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά, μια παιδίατρος ωστόσο συνεχίζει να επιμένει, ξεπερνώντας μέσα στην αγανάκτησή της ακόμα κ

Άρλεκιν (Αμαλία)

Εικόνα
Όταν η Αμαλία χώρισε από το Σπύρο ή μάλλον το πιο σωστό είναι, όταν ο Σπύρος χώρισε την Αμαλία, βίωσε το απόλυτο κενό. Λένε πως κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος, μόνο που στην περίπτωση της Αμαλίας ήταν ένας θάνατος διαρκείας. Ένα χρόνο μετά, που σύμφωνα με τους ψυχολόγους και ψυχιάτρους που σέβονται τον εαυτό τους είναι ένα επαρκές διάστημα θρήνου (ακόμα και για κανονικό θάνατο), η Αμαλία βρισκόταν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση με την αρχική αντίδρασή της στο χωρισμό. Ένα άτομο που απλά περιφερόταν σε οικείους χώρους, βάζοντας τα κλάματα σε ανύποπτο χρόνο, κοιτάζοντας αφηρημένα το συν πλην άπειρο, ενώ τρεις φορές πήγε να βάλει φωτιά στο σπίτι, ξεχνώντας το φαγητό στην κουζίνα. Η Αμαλία που μεγάλωσε σε σπίτι μεγαλοαστικής οικογένειας με το κλασικό τρίπτυχο γαλλικά - μπαλέτο - πιάνο,  στήριξε τη ζωή της σε μια ποιότητα η οποία διακατεχόταν από ένα συγκεκριμένο είδος κουλτούρας. Οι Τέχνες σε κάθε μορφή τους τη συνάρπαζαν, ενημερωνόταν ανελλειπώς για κάθε τι αξιόλογο συνέβαινε

Ανάσα... (Έλλη)

Εικόνα
- Λίγο κρασί ακόμα καλέ μου; Είναι ζαλισμένη και το χαμηλό φως δεν την βοηθάει να επικεντρωθεί στο πρόσωπό του. Στέκεται με προτεταμένο χέρι, κρατώντας το κρυστάλλινο ποτήρι, αναμένοντας μιαν απάντηση που ίσως να μην δοθεί στον απαιτούμενο χρόνο πριν ζαλιστεί και πέσει ξανά άτσαλα στην πολυθρόνα. Το έκανε πριν λίγο και χτύπησε ελαφρά το πόδι της. Παραπονέθηκε μέχρι τη στιγμή που την πλησίασε, το πήρε τρυφερά στα χέρια του και άρχισε να τρίβει το πονεμένο σημείο. Δευτερόλεπτα μετά η γλώσσα του άφηνε υγρά χνάρια στον αστράγαλό της. Εκείνη βόγγηξε παθιασμένα και μόλις ο πόθος της άρχισε να εκμπέμπει τη μοναδική του ενέργεια στο δωμάτιο, ο άνδρας σταμάτησε. Επέστρεψε στο μεγάλο κρεβάτι και ξάπλωσε ανάσκελα. Απάντηση δεν πήρε και μετά βίας κατάφερε να συγκεντρωθεί λίγο πριν πέσει, να μαζέψει πόδια και ζαλάδα μαζί και να καθίσει αξιοπρεπώς στην πολυθρόνα. - Θα έπρεπε να χτυπήσω ξανά, να έρθεις να με γιατρέψεις όπως πριν, του είπε ναζιάρικα. Εκείνος παραμένει ξαπλωμένος ανάσκελα, με κλεισ

Κόκκινο... (Κλαίρη)

Εικόνα
Η Κλαίρη γνώρισε τον Παύλο όταν εκείνος έκανε λάθος στον τηλεφωνικό αριθμό, ζητώντας ένα κατάστημα με είδη διακόσμησης. Τον ενημέρωσε ευγενικά πως ο αριθμός ήταν λάθος μα εκείνος έπειτα από πέντε λεπτά ξαναπήρε. "Εχετε απίστευτη φωνή", της είπε. "Θέλετε να μιλήσουμε; Το ξέρω πως δεν είναι ότι πιο συνηθισμένο αλλά ειλικρινά θέλω να σας ακούσω κι άλλο". Και η Κλαίρη, σε μια σπάνια στιγμή επαναστατικότητας αντιτάχθηκε στον αυστηρών προδιαγραφών χαρακτήρα της - ο οποίος δεν συμπεριελάμβανε συνομιλίες με αγνώστους - και του μίλησε. Ήταν η αρχή μιας όμορφης σχέσης και στους δύο μήνες που ήταν πλέον μαζί, συχνά γελούσαν σαν σχολίαζαν τον τρόπο που γνωρίστηκαν. Ο Παύλος οδηγεί το αυτοκίνητο στην πόλη έχοντας την Κλαίρη πλάι του. Βρέθηκαν με φίλους της, περνώντας ωραία και τώρα πηγαίνουν σπίτι του για άλλη μια νύχτα τρυφερότητας και έρωτα. Το αυτοκίνητο διασχίζει με ταχύτητα ένα σταυροδρόμι και εκεί ο χρόνος σταματάει. Τόσο απλά. Ένα αυτοκίνητο παραβιάζει το κόκκινο, συγκρ

Ποια είσαι Λία Καραμανδάνη; (Λία ΙΙ)

Εικόνα
Τη Λία τη γνωρίσαμε ως αφηγήτρια στην ιστορία του Άμστερνταμ. Σας είχα εξομολογηθεί τότε πως πρόκειται για μια 42χρονη γυναίκα με δύο γάμους και ανάλογα διαζύγια στο ενεργητικό της και με τρία τεκνά αυτή τη στιγμή στα πόδια της (εντός, εκτός και επί τ' αυτά). Η Λία Καραμανδάνη είναι απογόνος μιας από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Αχαίας. Είναι μοναχοκόρη και όταν ο πατέρας της, Φρίξος Καραμανδάνης, εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, κλήθηκε να διαχειριστεί μια περιουσία από ακίνητα, κτήματα, μετοχές, καθώς κι ένα αποστακτήριο τεντούρας. Η λέξη αποστακτήριο ίσως να μην είναι η κατάλληλη βέβαια αλλά αυτό ουδόλως απασχολεί τη Λία. Έχοντας μια ιδιαίτερη αγάπη στο αλκοόλ από μικρή, της αρέσει η ιδέα να έχει το δικό της αποστακτήριο. Και ας πρόκειται για λικέρ. Η Λία δεν ξέφυγε από την πλειοψηφία εκείνη των πλούσιων κοριτσιών που τα έχουν όλα έτοιμα και απιθωμένα εμπρός τους δίχως να κουνήσουν οι ίδιες το δαχτυλάκι τους. Η μητέρα της Καλλιόπη, το γένος Στεφανίδη (παλαιοί έμποροι σταφ

Τριάντα Λεπτά (Φλώρα)

Εικόνα
Τον περίμενε ως αργά, καθισμένη στον καναπέ, με τις σκιές να χορεύουν γύρω της καθώς οι μικρές ώρες της νύχτας μεγάλωναν απελπισμένα, αναζητώντας το φως της μέρας που ερχόταν. Δίπλα της, παρατεταγμένα στη σειρά βρίσκονταν ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα και στάχτες, ένα ποτήρι με το αποτύπωμα του απαλού κραγιόν της στο χείλος του κι ένα τσαλακωμένο, άδειο πακέτο τσιγάρων. Οι δαίμονες χόρεψαν για ώρα απόψε μέσα στο μυαλό της. Το σφιγμένο της στομάχι που την κυλούσε στο χαλί σαν ερεθισμένος εραστής μόλις δύο ώρες πριν είχε πάψει να την τυραννάει. Στη θέση του πόνου ένοιωθε τώρα ένα απέραντο κενό. Πίστευε πως αν δοκίμαζε να βάλει το οτιδήποτε στο στόμα της, θα πέθαινε αμέσως μόλις το κατάπινε. Μέρες τώρα το στομάχι της ήταν μια μπαρουταποθήκη  και απλά περίμενε το σπίρτο που θα τίναζε τα πάντα στον αέρα. Η Φλώρα είναι μια 33χρονη γυναίκα, παντρεμένη εδώ και πέντε χρόνια με τον επίσης 33χρονο Στέλιο. Τα δεδομένα που έχουμε γι' αυτό το ζευγάρι είναι πως το σεξ έχει πάψει να

Γκρι (Βέρα)

Εικόνα
Άφησε μια ματωμένη δαχτυλιά στον τοίχο. Νόμιζε πως το κόκκινο γράφει καλά στο γκρι, μα εκείνο επιδιώκοντας να την κάνει ακόμα χειρότερα απ' ότι ήταν έγινε ένα σκούρο ακαθόριστο κάτι - σίγουρα όχι κόκκινο - και έμεινε εκεί σαν μουτζούρα, κοροιδεύοντάς την με τη γλώσσα έξω. Το χρώμα είχε ψυχή, το αίμα είχε ψυχή, το χρώμα του αίματός της, την κορόιδευε τώρα. Και το άψυχο γκρι του τοίχου, το αγαπημένο της χρώμα συμμετείχε στη συνομωσία. Αν το κόκκινο αρνιόταν να δείξει τη πορφυρή του χάρη, έπρεπε να το κάνει το γκρι του τοίχου πάνω του. Να κυριαρχήσει, να το αναγκάσει να δείξει τι πραγματικά είναι. Το μεγάλο θέμα της Βέρας ήταν ό,τι πίστευε πως τίποτα και κανείς απ' όλα όσα πλαισίωναν τη ζωή της, ήταν πραγματικά αυτό που έδειχναν. Βαθιά της πεποίθηση, την οποία υπερασπιζόταν με έναν περίεργο φονταμελισμό, ήταν πως κάθε τι έχει διαφορετική υπόσταση, χαρακτήρα και χρησιμότητα (αν είχε χρησιμότητα) από αυτή που παρουσίαζε και πως στόχος της ήταν να τον ανακαλύψει. Για τη Βέρα, το Καλ