Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2012

Η Πόλη των Ξένων

Εικόνα
Κρατά ένα άνθος νεραντζιάς στο χέρι. Στάθηκε να το κόψει από ένα δέντρο στο δρόμο της και τα πόδια της έτρεμαν σαν το χέρι της άγγιξε τα δροσερά από το ξημέρωμα φυλλαράκια, ανίκανα να κρατήσουν το κορμί που έμοιαζε να υποκύπτει και να προσκυνάει την ευωδιά. Το έφερε απαλά στη μύτη της και ρούφηξε με μανία τις αναμνήσεις της. Η κάθε εισπνοή συνοδευόταν και από μιαν ανάμνηση των ημερών που δεν είναι τίποτε άλλο πια παρά σκιές στα παράθυρα του χρόνου. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως το άνθος θα έχανε τη δύναμή του, την μοναδική ικανότητα που είχε να την πλημμυρίζει με λησμονημένα συναισθήματα κάθε φορά που το μύριζε. Μα εκείνο, σε πείσμα της πόλης των ξένων που ξυπνούσε με μυρωδιά πετρελαίου και βενζίνης από τις εξατμίσεις, με οσμή ούρων στις γωνιές των δρόμων και μια σαπίλα που τη γευόσουν στο στόμα από έναν κόσμο που παρήκμαζε, συνέχισε να ευωδιάζει και να της ποτίζει με δάκρυα τα μάτια. Κάθε βήμα της ήταν ένα ίχνος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ίχνη από αίμα, σταγόνες στο δρόμο, ένα άλ

Χρυσός σε μαύρο σάλι (Άντζελα)

Εικόνα
Βρέθηκε πρωί, πρωί έξω από τη μεγάλη βιτρίνα με τα κίτρινα γράμματα. Φοβόταν για την ώρα, ευελπιστώντας παράλληλα στην τύχη της, πως το μαγαζί θα είχε ανοίξει και δεν θα αναγκαζόταν να περιμένει στο πεζοδρόμιο προκαλώντας έτσι τα βλέμματα των περαστικών. Κόντευε Μάης μήνας, η θερμοκρασία είχε ανέβει αρκετά και όμως εκείνη ήταν τυλιγμένη σε ένα μαύρο μάλλινο σάλι το οποίο κρατούσε σφιχτά πάνω της και με τα δύο χέρια. Τα διπλανά καταστήματα από αυτό που την ενδιέφερε ήταν κλειστά. Ένα μαγαζί με παπούτσια και μια πιτσαρία. Χαμογέλασε αχνά σαν είδε κίνηση στη βιτρίνα με τα κίτρινα γράμματα. Το μαγαζί ήταν ανοιχτό. Μπήκε μέσα και μουρμούρισε μια καλημέρα. Ένας άντρας, γύρω στα 50, με ένα αναγεννησιακό μουσάκι να του ζωγραφίζει το πηγούνι και με μια γκρίζα κοτσίδα να χαιδεύει την πλάτη του την κοίταξε από πάνω έως κάτω και της ανταπέδωσε το χαιρετισμό. - Θα ήθελα να δείτε κάποια πράγματα που έχω, κατάφερε να πει. - Ευχαρίστως, απάντησε εκείνος και την οδήγησε στο βάθος, στο γραφείο του.

Η Πρόταση (Λία ΙΙΙ)

Εικόνα
- Έχεις γκόμενα; - Ορίστε; - Τι ορίστε; Ρωτάω αν έχεις γκόμενα. - Προς τι η ερώτηση; - Τι να σου πω; Μυστήριο τρένο είσαι. Δεν μοιάζεις με τους άλλους άνδρες, για αδελφή δεν σε κόβω, τις μυρίζομαι εγώ τις αδελφές γιατί έχω καεί στο παρελθόν από δαύτες αλλά ούτε και αρσενικό εκατό τοις εκατό είσαι. - Συγγνώμη; - Ε γάμησέ με, με τα ορίστε και τα συγγνώμη συνέχεια! Η Λία τσίτωσε. Άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μια γενναία ρουφηξιά, ήπιε μια γουλιά από το φρέντο της και έγειρε πιο αναπαυτικά στον ήλιο. - Λία, τι ακριβώς θέλεις να μάθεις; - Εσένα. - Για ποιο λόγο; - Έτσι. Γνωριζόμαστε χρόνια τώρα και όμως δεν σε ξέρω. Το παθαίνω αυτό με τους ανθρώπους. Ειδικά με εκείνους που είναι πιο κοντά μου. Τους έχω δίπλα μου, στη ζωή μου και όμως στην πραγματικότητα δεν τους γνωρίζω. Σου έχει συμβεί ποτέ αυτό; - Μμμμ, δε νομίζω. - Ναι καλά, μαλακίες λες. - Σε ενοχλεί πολύ να μη συμφωνεί ο άλλος μαζί σου, έτσι δεν είναι; Δεν απάντησε. Με κοίταξε ρουφώντας το τσιγάρο της, καθισμένη σταυροπόδι

Η Γυναίκα και ο Σκύλος

Εικόνα
Στα εβδομήντα της χρόνια βίωσε για πρώτη φορά την πραγματική μοναξιά. Συνηθισμένη να υπηρετεί, να προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα, επειδή έτσι τη μάθανε, έμεινε ξαφνικά χωρίς σκοπό, σε ένα άδειο σπίτι. Δίχως φωνές, κίνηση, γέλια, παρά μόνο με το θρόϊσμα των κουρτίνων στον αέρα. Μια εκκωφαντική σιωπή που ενώ νόμιζε ότι την είχε ανάγκη, την είχε κουφάνει τώρα και δεν μπορούσε να την αντέξει. Χήρα μήνες και όπως κάθε γυναίκα στη θέση της και την ηλικία της, θεώρησε ότι και το δικό της ρολόι άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα πια, στους αντίστροφους ρυθμούς του. Και η σιωπή έκανε τους δείκτες του ρολογιού να ακούγονται σαν κεραυνοί στα άδεια δωμάτια. Στους δυο του μήνες, βίωσε για πρώτη και τελευταία φορά τον αποχωρισμό από τη μητέρα του. Τη μυρωδιά της, τη ζεστή κοιλιά της με τις κάνουλες της τροφής πάντα ανοιχτές για εκείνον και τα αδέλφια του. Ο κόσμος ξαφνικά έγινε πιο ξένος και περισσότερο παράξενος από όσο πίστευε, ανακαλύπτοντάς τον ώρα με την ώρα. Χέρια τον πιλάτευαν, φιλόξενα χέρια είνα

Μισή ζωή (Ζωή)

Εικόνα
Ήταν ένα από εκείνα τα πρωινά Δευτέρας που η καρδιά αιμορραγεί. Μια από εκείνες τις μέρες που ο ήλιος λάμπει σ' ένα πεντακάθαρο ουρανό. Ένα πρωινό από εκείνα που η ψυχή συννεφιασμένη άφηνε το μωβ και το γκρι να σκεπάζει το γαλάζιο. Να το σκεπάζει και να το κουκουλώνει σαν να θέλει να το προστατέψει ή να το πνίξει. Ήταν μια ώρα που η σιωπή ήταν το προαπαιτούμενο στοιχείο για να μην πάει η μέρα χειρότερα. Και εκείνη η αίσθηση, η απόλυτη αίσθηση της άρνησης. "Αναρωτιέμαι πότε θα κόψω τα δάχτυλά μου για να πάψω να κρύβομαι πίσω από αυτά". Πήγε στην τουαλέτα του γραφείου και με ένα χαρτοκόπτη έκοψε το δάχτυλό της. Το αίμα πετάχτηκε ζωντανό και σκούρο κόκκινο, σχεδόν μαύρο και εκείνη δεν πόνεσε. Αναθεμάτισε τον εαυτό της που απλά δεν είχε το κουράγιο να το κόψει σύριζα. Δεν μπορούσε να δει τι ακριβώς είχε κάνει αλλά όπως και σχεδόν όλα στη ζωή της, το δάχτυλο κρεμόταν μισοκομμένο, με τη σάρκα να χάσκει στο σημείο του κοψίματος, πνιγμένη στο αίμα. Ο πόνος τής ψαλλίδισε την ανα