Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2012

Ο Σίσυφος το απομεσήμερο

Εικόνα
Είναι ένα από εκείνα τα κολασμένα μεσημέρια του καλοκαιριού. Η άσφαλτος κοχλάζει και ξαμολάει την πίσσα της σε υγρά ρυάκια, ρευστοποιεί την ύλη της και ζωγραφίζει παράξενα σχέδια σε δρόμους που χιλιοπατιώνται σε άλλες ώρες μα που τώρα είναι έρημοι ακόμα και για τα μυρμήγκια του κόσμου. Ο αέρας βαρύς και ασήκωτος, σαν μεθυσμένος άντρας που παλεύει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του, μα που πέφτει ξανά πίσω, ζαλισμένος και απηυδισμένος από την ανημποριά του. Που και που, ένα αυτοκίνητο που περνά γοργά με κατεβασμένα τζάμια, σπάει τη μονοτονία της κάψας και αφήνει το λίβα να το κυνηγάει για να το λιώσει, να αφήσει το αποτύπωμα της μάρκας του στο δρόμο. Ο άνδρας κάθεται γυμνός στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Ο ιδρώτας είναι ρούχο πάνω του και πάλλεται, ένα ρούχο ολοζώντανο που ανανεώνει τη μορφή του κάθε λεπτό που περνάει. Ανασαίνει βαριά, παλεύοντας να βρει λίγο καθαρό οξυγόνο απ΄ αυτό που ο λίβας κρατάει όμηρο στην αγκαλιά του. Η πόλη απ' τον τέταρτο όροφο, είναι το ίδιο σκατά από οπο

Κενό (Άννα)

Εικόνα
"Έζησα κοντά στον ήλιο", γράφει στο ημερολόγιό της. "Άγγιξα τις αχτίδες του μα δεν κάηκα, με βλέπεις;" Απευθύνεται σε κάποιο φανταστικό αναγνώστη, σ' εκείνον που ίσως διαβάσει αυτές τις γραμμές τυχαία, μια ώρα που η ίδια θα έχει πάψει να υπάρχει. Γράφει για τον εαυτό της, να διαβάσει μετά τις γραμμές υποδυόμενη την άγνωστη, αυτή που θα αντικρίσει τις γραμμές τυχαία, που θα μείνει έκπληκτη απ' το κατόρθωμα, την ώρα που θα πέφτει από τα σύννεφα. "Πολύ ψηλά, έφτασα πολύ ψηλά". Λέξεις με κόκκινο στιλό, υπογραμμισμένες, ΜΕΓΑΛΑ τα  γράμματα, ατάκτως εριμμένα ανάμεσα στις σελίδες, λέξεις που την πέφτουν σαν άγαρμποι εραστές στις μικρότερες, σε όσες γράφτηκαν στρωμένα, ακολουθώντας ένα πυκνό λόγο έκφρασης και αποτύπωσης των γεγονότων. "Ναι μωρέ, έζησα!!!", τονίζει αλλού και συμπληρώνει σε παρένθεση, "για να φύγω την κατάλληλη στιγμή απ' όλα. Να τ' αφήσω πίσω, τα βαρίδια της καρδιάς μου, να αναδυθώ κι άλλο, πιο πολύ, όλο και πιο πολ

Οι στάχτες (Στάθαινα)

Εικόνα
Τη φωνάζουν Στάθαινα. Το κανονικό της όνομα είναι Ευφροσύνη και το λέει με μια συγκινητική ευλάβεια. Αισθάνεται περήφανη που το θυμάται ακόμα, στο τέλος της ζωής της και ας ήταν ελάχιστες οι φορές που κάποιος τη φώναξε με αυτό. Άπαξ και παντρεύτηκε, τότε, λίγο πριν το μεγάλο πόλεμο, το όνομά της έπαψε να της ανήκει μαζί με μια σειρά από άλλα υπάρχοντα τα οποία έγιναν κτήμα του άντρα της. Τον έλεγαν Στάθη. Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν να πάρει το όνομά του μιας και ήταν περιουσία του; Κάθεται σε ένα μικρό σκαμνάκι και σγαρλίζει τη φωτιά στο τζάκι. Μια ιδέα φωτιάς είναι μόνο, ένα μικρό κούτσουρο που έχει καρβουνιάσει και που και που πετάει καμιά σπίθα σαν έρχεται σε επαφή με τη μαντεμένια βέργα που κρατάει στο χέρι της η γυναίκα. Τα υπόλοιπα υπάρχοντα του τζακιού, δεν είναι άλλα από τη ζεστή στάχτη από τη φωτιά της νύχτας που κράτησε έξω το κρύο του Δεκέμβρη. Σηκώνεται αργά, μια μικροσκοπική φιγούρα ντυμένη στα μαύρα, με μάτια που διατηρούν μια σπίθα που ξεχωρίζει στη μουντά

Γκουπ (Αλεξάνδρα)

Εικόνα
Η πρόσοψη του ξενοδοχείου πλενόταν κάθε μέρα που ξημέρωνε με την όψη της θάλασσας. Ερχόταν μετά ο ήλιος και τη στέγνωνε. Ήταν η ώρα που η Αλεξάνδρα έβγαινε στο μικρό μπαλκόνι, συνήθως παρέα μ' ένα βιβλίο, καθόταν εκεί για ώρα και το βλέμμα της αρμένιζε πότε στις σελίδες, πότε πάνω σε κάποιο κύμα που έσκαγε πιο κάτω, στο απέραντο γαλάζιο και τραβούσε την προσοχή της. Ο ήλιος τής γύριζε την πλάτη αργά το μεσημέρι σαν καβαλούσε το ξενοδοχείο και άφηνε το μπαλκόνι και την Αλεξάνδρα μόνο με τη ζέστη της μέρας, εκείνη που κολλούσε το ρούχο στο δέρμα και το έκανε πέτσα πάνω στην πέτσα της. Η Αλεξάνδρα έκανε μπάνιο τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα. Έμπαινε στην ντουσιέρα και άφηνε το νερό να τρέχει πάνω της, δροσίζοντάς την έστω πρόσκαιρα από το καυτό άγγιγμα του μοναδικού αρσενικού που την άγγιζε καθημερινά. Η Αλεξάνδρα έκανε μόνη διακοπές. Η Αλεξάνδρα σπάνια έβγαινε από το δωμάτιο. Η Αλεξάνδρα δεν πήγαινε στην παραλία και δεν έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Η Αλεξάνδρα κάθε χρόνο ερχόταν σε α