Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2012

Δεκαεννιά

Εικόνα
Η ομίχλη είχε σαβανώσει την πεδιάδα. Την είχε τυλίξει από παντού σφιχτά αυτές τις τελευταίες ώρες πριν βγει ο ήλιος και την κάψει. Κρατούσε την ανάσα και τις μυρωδιές της καλά κρυμμένες, αγκομαχητά της νύχτας που έβλεπαν τη μέρα να' ρχεται, μαζί και τα κίτρινα φώτα ενός αυτοκινήτου που πήρε τη στροφή στην ερημιά. Ο ήχος της μηχανής που ξόρκιζε τη νύχτα και καλωσόριζε τη ζωή και το ξημέρωμα που διαγραφόταν αρμονικό στον ορίζοντα. Οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη. Μυρωδιά από βρεγμένη γη και ξύλο που δροσίζεται μετά το σφυροκόπημα της θερινής κάψας. Εκεί πέρα στο Ανάχωμα, πλάι στο κανάλι, το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και ακολούθησε έναν άλλο, μικρότερο, ένα χωματόδρομο που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί να πάνε να ποτίσουν τα χωράφια τους. Κάποιες νερόκοτες πέταξαν στον αέρα. Τα φώτα και ο ήχος τις είχαν ξυπνήσει, μαζί κι ένα λαϊκό άσμα που ακουγόταν στα μεγάφωνα. Δυνατά. "Καρφί, καρφί στο φέρετρό σου, ξέρω τα πάντα για το άτομό σου..." Μαζί με τις νερόκοτες, πέρασε

Ώχρα

Εικόνα
"Είναι κάποιες μέρες που κρατάνε ξυράφι και μαστίγιο. Ραπίζουν το δέρμα και χαρακώνουν την ψυχή. Είναι οι μέρες που ο άνεμος φυσάει βοριάς, που ο καφές είναι νερόπλυμα, που η γροθιά σου δεν είναι το χέρι σου αλλά το στομάχι σου. Και σκάβει. Τραβάει τα σωθικά σου έξω μα αυτά είναι καλά δεμένα και διαμαρτύρονται με πόνο. Η γροθιά συνεχίζει να γυρίζει σαν μυλόπετρα που πάνω της έχεις απιθώσει τις μέρες του καημού και τις αλέθει. Αφήνει ίχνη ώχρας. Το χρώμα της ζωής σου ξεπλυμένο πάνω στην πέτρα." Η Φρόσω σταμάτησε να γράφει. Ήπιε μια τελευταία γουλιά καφέ και στάθηκε ακίνητη να κοιτάζει το γκρίζο της απέναντι πολυκατοικίας. Η ματιά της πλανήθηκε ακόμα λίγο, έφτασε στον τρίτο όροφο, ακριβώς απέναντί της. Διέκρινε το νεαρό που έμενε εκεί, καθισμένο στο γραφείο του με τον υπολογιστή μπροστά του αναμμένο. Τον έβλεπε καιρό τώρα σε αυτή τη θέση, τις περισσότερες ώρες της μέρας να κάθεται και να γράφει - η Φρόσω υπέθετε πως έγραφε - αλλιώς τι να έκανε στημένος εκεί από το πρωί ως το

Με λένε...

Εικόνα
Μετακόμισε στο διαμέρισμα Αύγουστο μήνα. Ήταν ένας μικρός χώρος, ένας κανονικός χώρος, όπως επαναλάμβανε στον εαυτό της, όσο έπρεπε, όσο της άρμοζε, ούτε μεγάλος ούτε μικρός. Απλά κανονικός. Προτίμησε τον Αύγουστο για τη μετακόμιση προκειμένου ν' αποφύγει τ' αδιάκριτα βλέμματα και την έμφυτη περιέργεια των ανθρώπων. Ήθελε ο Σεπτέμβρης να την βρει τακτοποιημένη στο χώρο σαν από καιρό, σα να ήταν εκεί και να μην την είχε προσέξει κανείς. Βρήκε εύκολα μεταφορική εταιρεία και τα λιγοστά υπάρχοντά της χρειάστηκαν ένα δίωρο να ταχτοποιηθούν και να βρουν θέση στους άδειους, κιτρινωπούς τοίχους, να καλύψουν την υγρασία σε κάποια σημεία και τα μερεμέτια που χρειάζονταν να γίνουν σε κάποια άλλα. Ο ιδιοκτήτης την είχε ειδοποιήσει πως δεν επρόκειτο να βάψει το διαμέρισμα, αν ήθελε να το κάνει ο ίδια είχε καλώς, δεν θα το έβαφε ο ίδιος όμως, το είχε ξεκαθαρίσει αυτό με τον πιο έντονο τρόπο από το νησί που παραθέριζε. Ούτε κι έκανε σκόντο στο ενοίκιο. Εκείνη δέχτηκε τον όρο του αδιαμαρτύρη

Ένα χέρι νοσταλγία

Εικόνα
Η γιαγιά μου, μου' λεγε τα όνειρα του μεσημεριού να μην τα υπολογίζω. Το΄ λεγε πάντα σοβαρά, καθισμένη στην πλαστική καρέκλα της στην άκρη της αυλής της, πλάι στην πορτοκαλιά. Το' λεγε ανακουφισμένα που με' βλεπε να έχω ξυπνήσει στριφνός από κάποιο παλιόνειρο και έσπευδε αμέσως να με καθησυχάσει. Ακολουθούσε μετά κι ένα πιατάκι με γλυκό βύσσινο και το όνειρο δεν ήταν παρά ανάμνηση πια. Η γιαγιά μου πρόσθετε πάντα πως μόνο τα μεσημέρια του καλοκαιριού βλέπουμε εφιάλτες. Κατά την άποψή της έφταιγε η ζέστη. - Εδώ σκάει ο τζίτζικας παιδάκι μου, έλεγε. Υποφέρει! Και συ θες να κοιμηθείς και να μην δεις όνειρο; Περίεργος είσαι. Η αλήθεια είναι πως τότε δεν είχαμε αιρ κοντίσιον για να την αντικρούσω.  Χρόνια μετά διαπίσωσα πως δεν έφταιγε η ζέστη γιατί και με το αιρ κοντίσιον στο φουλ, κάποια καλοκαιρινές μου σιέστες μετατράπηκαν σε εφιάλτες. Χούι όμως και τούτο. Να μην ταράζεσαι τη νύχτα που όσο να πεις, κοιμάσαι έξι - επτά ώρες και να πετάγεσαι το καταμεσήμερο, που βία να΄ κλε

Η βεντάλια της κοντέσας Μορέλιας (1)

Εικόνα
Κέρκυρα, Μάιος 1864 Η κοντεσίνα Αμαλία Μορέλια άνοιξε το αψιδωτό παράθυρο και προσκάλεσε την Άνοιξη στην κάμαρά της. Μυρωδιές από τον κήπο που οργίαζε, τραγουδιστοί ψίθυροι πουλιών στα δέντρα, το κελάρισμα του συντριβανιού κάτω απ' το παράθυρό της. Το βλέμμα της άφησε το Γαστούρι και πλανήθηκε στην πεδιάδα, στα κυπαρίσσια, τις ελιές και τα πεύκα που έζωναν την Κέρκυρα από παντού, έχοντας χρυσαφένιο φόντο τη θάλασσα που λαμπύριζε καθώς ο ήλιος γέμιζε στον ουρανό. Από τη δημοσιά, κάτω στα ριζά του λόφου ακούγονταν φωνές και γέλια, απλός κόσμος που ανέβαινε το δρόμο με προορισμό τη Χώρα. Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα για το νησί. Ήταν η μέρα που υπογραφόταν η Ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Σχέδιο μεγαλεπήβολο και λαμπρό που γινότανε πράξη! Ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου η Αγγλική Αρμοστεία θα παρέδιδε τη διοίκηση του νησιού στη μητέρα Ελλάδα, από κοντά και όλων των νησιών του Ιονίου. Η κοντεσίνα με μια κίνηση έβγαλε τη βεντάλια της και την κούνησε ρυθμικά μπροστά στο πρόσωπ