Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2012

Made Of China

Εικόνα
Καθάριζε τις πορσελάνες. Με πανί βουτηγμένο ελαφρά στο νερό άγγιζε τις κούπες του τσαγιού στα χείλη, περνούσε μετά τα πιατάκια περιμετρικά με ιδιαίτερη σπουδή πάνω στις ιστορίες που απεικόνιζε η μπροσούρα τους. Κούπες και πιατάκια στο χρώμα του χιονιού και μπροσούρες σ΄εκείνο του συννεφιασμένου ουρανού λίγο πριν χιονίσει. Καθάριζε και παράλληλα σιγομουρμούριζε ένα σκοπό που μόλις είχε συνθέσει. Ο σκοπός τήν οδηγούσε, άλλαζε νότες μόνος του, ένα μουρμουρητό μελένιο και μελωδικό, αδιάφορο ίσως σε ξένα αυτιά μα τόσο καθησυχαστικό στα δικά της. Παρατήρησε το πιατάκι στο χέρι της. Το γύρισε, το έπαιξε στα δάχτυλά της και παρατήρησε τη μικροσκοπική γραφή στο κέντρο του, made in China. Χαμογέλασε. Στις μέρες της αυτή η επιγραφή υποδήλωνε την προέλευση ενός όχι και τόσο ποιοτικού προϊόντος. Στις μέρες που γράφτηκαν αυτές οι λέξεις αποτελούσαν πολύτιμη σφραγίδα σ' ένα σπάνιο προϊόν. - Ειρήνη... Που είσαι; Νερό! Αγνόησε τη φωνή. - Ειρήνη... Νερό σου λέω! Άρχισε να μουρμουρίζει πιο δυν

Νεύμα

Εικόνα
Τον έρωτα τον βρήκε στις αρχές του Απρίλη. Μετά στα μέσα του Ιούνη. Τον ξαναπέτυχε στις διακοπές του Αυγούστου. Ο Σεπτέμβρης πέρασε άπραγος. Έφταιγε η βροχή που τον ξέπλυνε σαν τη σκόνη απ' τα πεζοδρόμια. Αρχές Οκτώβρη κάτι πήγε να γίνει μα αποδείχτηκε πως έρωτας δίχως καλό κρεβάτι μόνο έρωτας δεν είναι. Σε τούτον εδώ παραχώρησε και δεύτερη ευκαιρία και μια τρίτη, εκεί στα τέλη του μήνα τον άφησε ευνουχισμένο να μαζεύει τη σάρκα από τις λαγόνες του πού είχαν πέσει στο πάτωμα. Και μόλις είχε σφουγγαρίσει. Ερχόταν κι έφευγε ο έρωτας σαν αποδημητικό πουλί που αλλάζει τόπο κάθε λίγο και λιγάκι. Ακανόνιστη αποδήμηση, ακανόνιστος ο έρωτας. Και κάθε βέλος που δεν έβρισκε στόχο ή την έπαιρνε λοξά, φούντωνε τη φλόγα μέσα της αντί να την ηρεμεί. Ποτέ δεν είπε φτάνει, ποτέ δεν έπιασε το βέλος να το βγάλει απ' το κορμί της. Περπατούσε στο δρόμο με τα βέλη να εξέχουν απ' τη σάρκα στάζοντας αίμα και πύον, άλλα μισοσπασμένα απ' τις στάσεις που έπαιρνε στο κρεβάτι κάθε ώρα και στιγμ

Όταν έρχονται τα σύννεφα

Εικόνα
Ήρθε και με βρήκε την ώρα που χάζευα τις πεταλούδες. Μα ήταν τόσο όμορφες οι άτιμες. Πετούσαν η μία απέναντι στην άλλη σε παράταξη και όχι παράλληλα, λες και ακολουθούσαν κάποια φανταστική χορογραφία της Φύσης. Έναν αριστοκρατικό χορό κυρίων και κυριών σε κάποια βασιλική αυλή. Πετάριζαν τα φτερά τους και τα χρώματα άλλαζαν αποχρώσεις που σε ζάλιζαν. Τις χάζευα για ώρα, σαν κάθισε πλάι μου. - Τι κάνεις; - Κάθομαι. - Όχι, εννοώ, τι κάνεις, τι κάνεις; - Κάθομαι και χαζεύω. Κοίτα! Μα δεν είναι υπέροχες; Τις κοίταξε για λίγο αλλά μάλλον δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. Ξέσφιξε λίγο τη γραβάτα του και τον άκουσα να διαμαρτύρεται για τη ζέστη. - Θα δροσίσει, σχολίασα. Βλέπεις τα σύννεφα εκεί πέρα; Έρχονται προς τα δω. Θα δροσίσει σαν έρθουν. - Και τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε βγάζοντας εντελώς τη γραβάτα. Κούνησα τους ώμους αδιάφορα. - Τίποτα δεν κάνουμε. ΄Ο,τι κάνουμε πάντα. Ουσιαστικά τίποτα. - Γιατί το λες αυτό; - Γιατί να μην το πω; Τι έκανες προχθές ή χθες και είναι άξιο

Μπιγκ Μπαμπλ

Εικόνα
Την περίμενα όπως πάντα στο ίδιο σημείο. Απέναντι απ' το περίπτερο, κάτω από τους ψηλούς ευκαλύπτους που η μυρωδιά τους μου έφερνε βήχα. Καθισμένος στο αυτοκίνητο με τη Μέλοντι Γκαρντό στα ηχεία και με τον περιπτερά να με παρατηρεί μέσα απ' το παραθυράκι του, ακούνητος, ασάλευτος, με τα σάλια του να τρέχουν στο παντελόνι του. Έβαζα στοίχημα κάθε φορά πως μόλις εμφανιζόταν από την πύλη, η ματιά του θα καρφωνόταν πάνω της και το χέρι του θα πήγαινε κατευθείαν στο πουλί του. Ήταν όμορφη, ήταν προκλητική και ήταν δικιά μου. Φάνηκε στις σκιές, με τ' αλαβάστρινα γυμνά της πόδια να ξεχωρίζουν στο σκοτάδι. Περπάτησε περήφανα ως το περίπτερο, έχοντας την τσάντα στον ώμο, τινάζοντας τα μακριά μαλλιά της, τόσο σίγουρη για τον αέρα που έσερνε μαζί της. Ένα αυτοκίνητο που περνούσε έκοψε ταχύτητα, σχεδόν σταμάτησε μπροστά της, αυτή δεν γύρισε καν να δει, το αυτοκίνητο κόρναρε, ακούστηκε ένα "μουνάρα μου", βραχνό και συνάμα αδύναμο ώστε να προκαλέσει κάποιο ενδια

Και ο κόσμος γυρίζει...

Εικόνα
Έβρεχε. Απροειδοποίητα, ξεπήδησε από την άλλη πλευρά του βουνού ένας μπόγος από βιολετιά σύννεφα. Κύλησαν σαν την πέτρα πάνω από την πόλη και άρχισαν να ξεθυμαίνουν τον καημό τους. Έβρεχε πολύ. Ο κόσμος αιφνιδιάστηκε, οι φιγούρες του πήραν σχήματα καμπουριαστά, ταχέως κινούμενα προς κάποιο προσωρινό καταφύγιο. Τα αυτοκίνητα άναψαν τα φώτα τους και ακινητοποιήθηκαν στο δρόμο.  Βρήκα το ταξί και αισθάνθηκα τυχερός. Μπήκα γρήγορα μέσα χωρίς καν να κοιτάξω, είπα καλημέρα και αμέσως μετά τον προορισμό μου. Είχα ήδη μείνει αρκετά στη βροχή και τη γευόμουν αναμεμειγμένη με το άρωμα του σαμπουάν μου. Στο ραδιόφωνο ένας δημοσιογράφος που προφανώς πληρωνόταν καλά για τις υπηρεσίες του, ρητόρευε για την αναγκαιότητα της υποταγής στα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Δεν είχε αντίλογο στο στούντιο. Αναρωτήθηκα αν εκλάμβανε νοητικά τα μπινελίκια που έτρωγε εκείνη την ώρα από τους ακροατές του. Φαντάστηκα εκατομμύρια φωτεινά βέλη να ταξιδεύουν στο συννεφιασμένο ουρανό, να φτάνουν στο κτίριο, να

Μετέωρος χρόνος

Εικόνα
Έδεσε τη ζώνη της και κάθισε πιο αναπαυτικά στο κάθισμα. Ο διπλανός της είχε εξαφανιστεί πίσω από τις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας. Το άρωμά που φορούσε μύριζε απαίσια και την ενόχλησε. Γύρισε στην άλλη μεριά, στο διάδρομο, εκεί που ένα ζευγάρι χαριεντιζόταν με την άνεση που του έδινε η άγνοια του χρόνου. Ξεροκατάπιε. "Cabin crew ready to take off..." Η καρδιά της σφίχτηκε για λίγο. Μόλις είχε χτυπήσει ο προσωπικός της συναγερμός. Ήταν η ατάκα που πάντα σιχαινόταν να ακούει σαν έμπαινε στο αεροπλάνο. Ήταν λες και εκείνη την ώρα η αγωνία της αιώρησης έπαιρνε θέση δίπλα της, στον ώμο της και της ψιθύριζε στο αυτί, "και τώρα είσαι δικιά μου γλυκιά μου". Η τροχοδρόμηση σταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια. Θα κρατούσε μόνο λίγο, τόσο λίγο, το ήξερε. Ενα φσσσσ, ένα πέταγμα ήταν, σε λίγο θα έπινε μεταλλικό νερό στα 25.000 πόδια και θα μετρούσε ξανά τις ανάσες της. Δεν κατάλαβε πότε κόλλησε η πλάτη της στο κάθισμα. Πότε οι κινητήρες άρχισαν να βρυχώνται σαν άγρια θηρία

Une Lettre D' Ete

Εικόνα
Αγαπημένο μου παιδί, Είναι Τετάρτη και είναι η πρώτη Τετάρτη εδώ και πολύ καιρό που ο χρόνος και ο χώρος μοιάζουν να είναι τόσο ξεκάθαρα μέσα μου. Σε πιάνω από τα μούτρα, ξέρω πως γελάς τώρα και σκέφτεσαι "η μητέρα μου άρχισε πάλι να εξηγεί τον κόσμο με τις δικές της μοναδικές εκφράσεις", κι έχεις δίκιο. Το κάνω επίτηδες για να γελάσεις. Αναρωτιέμαι αν γελάς συχνά εκεί που είσαι. Έλεγα λοιπόν ότι είναι Τετάρτη, η πρώτη Τετάρτη του Φθινοπώρου και κάθομαι στο τραπεζάκι του κήπου, δίπλα στις πικροδάφνες, με μια κούπα ζεστού καφέ στο τραπέζι και ατενίζω το πέλαγος. Η παραλία άδειασε ξέρεις. Τα κύματα έρχονται πιο φουσκωμένα πια και σκάνε στην ακτή, προλογίζουν το Χειμώνα που έρχεται. Ω ναι, θα με πεις υπερβολική σίγουρα, το ξέρω πως θα υπάρξουν κι άλλες ζεστές μέρες, θα υπάρξουν κι άλλα ήρεμα κύματα, μια απάνεμη, φιλόξενη θάλασσα για να χαθείς στο κορμί της με τις ώρες. Θαρρώ πως τέτοιες μέρες σαν την σημερινή είναι επίτηδες σταλμένες απ' το Χειμώνα, ο δικός του τρόπος ν

Το χέρι στο νερό

Εικόνα
- Πως μπορείς και λυπάσαι; - Μπορώ... - Εγώ δεν μπορώ. - Δεν είμαστε ίδιοι. - Εννοώ, δεν καταλαβαίνω πως το κάνεις. - Δεν το κάνω. Γίνεται. Υπάρχει. Βγαίνει. - Πως μπορείς να λυπηθείς κάποιον που σου κάνει κακό; - Δεν λυπάμαι τον οποιονδήποτε μου κάνει κακό. Λυπάμαι όσους αγαπώ κι ας μου έχουν κάνει κακό. - Να αυτό δεν καταλαβαίνω. Πως μπορείς και το κάνεις; - Δεν το καταλαβαίνεις γιατί εστιάζεις την προσοχή σου στη λύπη και όχι στην αγάπη. - Μα από τη στιγμή που σου έχει κάνει κάποιος κακό δεν έχεις αυτόματα πάψει να τον αγαπάς; - Ποιος το λέει αυτό; - Η λογική. Το κακό φέρνει κακό. - Ο εγωισμός το λέει κι όχι η λογική. Κυρίως ο πληγωμένος εγωισμός. Αυτός που θρέφει τις άμυνες και ποτίζει αρνητικά τα συναισθήματα. - Δεν το καταλαβαίνω. Δεν μπορώ. - Δεν είναι απαραίτητο. Στο είπα και πριν. Δεν είμαστε ίδιοι. Ξεφυσάει. Πίνει δυο γουλιές από ένα νερωμένο φρέντο. Κοιτάζει στα διπλανά τραπέζια. Μια τούφα απ' τα μαλλιά της χορεύει ανεξέλεγκτα στο φύσημα του ανεμιστήρα.