Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2012

Ζάχαρη

Εικόνα
Η Ιωάννα περίμενε κάτι καλό να συμβεί στη ζωή της. Κάτι πραγματικά καλό. Δεν είχε νόημα τι θα ήταν αυτό, ένα γράμμα (κι ας μην είχε κανέναν να της στείλει γράμμα), ένα χτύπο στην πόρτα (κι ας μην περίμενε κανέναν να την επισκεφτεί), ένα τηλεφώνημα (κι ας μην είχε τηλεφωνική συσκευή).  Ωστόσο περίμενε. Γνώριζε πως αυτό έτσι είναι και πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αν δεν είχε κάτι να περιμένει, δεν είχε λόγο και να υπάρχει. Ήταν ένα απλό, λογικό συμπέρασμα, περιχαρακωμένο από μπόλικη ζάχαρη. Η Ιωάννα έπινε πέντε, μπορεί και έξι καφέδες την ημέρα ρίχνοντας μέσα στο σκουρόχρωμο υγρό πέντε και έξι κουταλιές ζάχαρης κάθε φορά. Στη συνέχεια ανακάτευε με δυσκολία το περιεχόμενο, καθώς η ζάχαρη πείσμωνε κι έψαχνε χώρο να διαλυθεί και να σκορπίσει τη γλύκα της. Αλλά η σχετικά μικρή κούπα δεν προσφερόταν για πολλές αναδεύσεις. Η ζάχαρη συνήθως κατέληγε να είναι μια μαύρη λάσπη στον πάτο και η Ιωάννα με τη σειρά της δεν έπινε τον καφέ. Ουσιαστικά τον μασούσε. Κι αισθανόταν όμορφα. Η ζάχαρη με

Homage

Εικόνα
Αν μου ζητήσεις να σου πω τι θυμάμαι περισσότερο έντονα απ' την παιδική μου ηλικία, θα σου μιλήσω για ήχους. Τον αχό της θάλασσας το Χειμώνα και τον ήχο της βροχής στα κεραμίδια. Ήταν πάντα τη νύχτα που με καλούσαν αυτοί οι ήχοι. Φόβος και νανούρισμα μαζί. Χωμένος στις κουβέρτες, με τα μάτια ανοιχτά στο μυρωδάτο μαξιλάρι, αφουγκραζόμουν το σύννεφο που θρυμματιζόταν σε μικρά κομμάτια πάνω στη σκεπή μας, κυλούσε στο χώμα κι ο θάνατός του έδινε ζωή. Η πιο όμορφη θυσία απ' όλες. Μου άρεσε αυτός ο ήχος. Των εποχών που πεθαίνουν προς χάριν εκείνων που έρχονται. Στο βάθος, ακουγόταν η θάλασσα. Φουρτουνιασμένη και θυμωμένη, ανταριασμένη απ' τους ανέμους της νύχτας που αλυχτούσαν πάνω της σαν λυσσασμένα σκυλιά. Τα κύμματα έσκαγαν στην αμμουδιά και στα μπλόκια του λιμανιού, τεράστια αγκωνάρια που οι άνθρωποι είχαν τοποθετήσει έτσι προκειμένου να προστατεύουν τα πλοία που αποζητούσαν απάγκιο στο λιμάνι μας. Σαν μεγάλωσα, μου έλειψαν τούτοι οι ήχοι της νύχτας. Μου έλειψαν αυτοί

Transmission Ends

Εικόνα
Χθες ήμασταν όπως παλιά. Οι λέξεις πήραν τη σωστή τους θέση, οι σιωπές το ίδιο. Χθες ήσουν η γυναίκα που αγάπησα. Δεν θα πω τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Η αγάπη τα περικλείει όλα. Είναι και έρωτας και θυμός και πάθος και μίσος και απωθημένο. Ναι. Είναι και απωθημένο η αγάπη. Ένα μικρό παιδί που το κρατάς απ' το χέρι και που το σέρνεις μαζί σου, το γνωρίζεις σε νέους ανθρώπους, στους ανθρώπους που κατά καιρούς κυριαρχούν στη ζωή σου και το επιδεικνύεις. Και το μικρό παιδί άλλοτε ντρέπεται και κρύβεται και άλλοτε βγαίνει μπροστά πεισμωμένα και φωνάζει. Και απαιτεί. Και τα κάνει όλα κώλο. Και συ οφείλεις ν' αντιδράσεις, πρέπει ν' αντιδράσεις, πριν η ζωή σου η ίδια γίνει κώλος. Γιατί αυτό το παιδί είναι κομμάτι σου. Εσύ. Χθες μιλήσαμε για ώρα. Και άκουσα ξανά όσα ήθελα και δεν ήθελα και όλα όσα υποπτευόμουν πως υπάρχουν. Το γιατί δεν έχει σημασία. Ένστικτο; Ανάγκη; Γνώριζα πως υπήρχαν εκεί, οι λέξεις και οι σιωπές, οι κραυγές στη νύχτα σου που τη μοιράστηκες με τη δ

Κράκ

Εικόνα
Εν αρχή ήτο το χάος της. Ένα χάος καλειδοσκοπικό με τα χρώματα και τα σχήματα ν' αλλάζουν θέσεις κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια. Μ' ανοιχτά μάτια δεν ονειρεύονται οι άνθρωποι. Τα κλειστά μάτια ν' αγαπάς. Τις πύλες των χαοτικών ονείρων. Ένας κόσμος από χρωματιστό γυαλί, περίτεχνα κομμάτια από βιτρό που αφήνουν τον κόσμο έξω κι επιτρέπουν μόνο στο φως να μπει μέσα και να φωτίσει το χάος. Με ανταύγειες που εκείνη επέλεξε να γίνουν σκιές και να το καλύψουν . Άλλωστε, ένα χάος από έβενο δεν έχει νόημα. Το μαύρο δεν της ταίριαζε, φορούσε πάντα λευκά. Είχε να φάει τρεις μέρες. Δεν την απασχολούσε. Η τροφή έχει νόημα σαν τη μοιράζεσαι με κάποιον. Σαν τον βλέπεις να τρώει απέναντί σου σιωπηλά, ίσως να τον ταϊσεις και στο στόμα αν θέλει, αν δεν θέλει πάλι αρκείσαι στην εικόνα του να μασάει αργά, να καταπίνει τις μπουκιές και να τις συνοδεύει με μια γουλιά κρασί. Τότε χορταίνεις κι ας μην έχεις καν αγγίξει το δικό σου πιάτο. Το πιρούνι σου γίνεται πινέλο και το πιάτο καμβάς. Και

Φλου

Εικόνα
Τη γνώρισα ένα μεσημέρι σ' έναν από τους δρόμους πέριξ της πλατείας Εξαρχείων. Δεν θυμάμαι αν ήταν στην οδό Διδότου ή στην οδό Ναυαρίνου.  Κουβαλούσα μια τσάντα με βιβλία, είχα μόλις βγει από ένα παλαιοπωλείο που μύριζε κιτρινισμένο χαρτί και καπνό πίπας,  ένας αρωματικός αλλά και τόσο εύφλεκτος συνδυασμός. Ένοιωσα να με τραβάει απ' το παντελόνι την ώρα που ένα ταξί που κατέβαινε το δρόμο με φούρια παραλίγο να με πατήσει, με τράβηξε και με κράτησε στο πεζοδρόμιο, βρίζοντας την ίδια ώρα τον ταξιτζή για τη βιασύνη του. - Ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σου' ρθει ε; Το πρόσωπό της μόρφασε στην αντηλιά του ζεστού οκτωβριάτικου πρωϊνού, άφησε το παντελόνι μου και κάλυψε με το χέρι το βλέμμα της δίχως να το πάρει από πάνω μου. - Ευχαριστώ. Ειλικρινά σ' ευχαριστώ. Ένας τυφλοπόντικας ήταν. Λεπτή και μικρόσωμη, μπορεί να ήταν και δεκάξι, μπορεί και είκοσι, δεν την έκανα πάνω από είκοσι δύο. Ξεπετσιασμένα χείλη και μωβιές μουτζούρες στα χέρια. Χτυπήματα, τσιμπήματα, δε μπορ

Haircut

Εικόνα
- Πως θα τα πάρουμε; - Τι εννοείς, πως θα τα πάρουμε; Όπως κάθε φορά. - Μμμμ (το χέρι με τη χτένα δίπλα στο πρόσωπο και με κοιτάζει απ' τον καθρέφτη. Δεν τον βοήθησα. Προσπαθεί να θυμηθεί πώς θα τα πάρει ή πως είναι καλύτερα να τα πάρει.) - Τελείωνε, έχω δουλειά. - Μμμμ... ναι. (βρέχει τα μαλλιά, μπλέκει τα δάχτυλά του ανάμεσά τους). - Τι κάνεις; - Καλά είμαι. - Δουλειά; - Καλά. - Έχεις πυκνό μαλλί. - Κάθε φορά το ίδιο μου λες. - Φαντάζομαι ότι έχεις και χοντρό πουλί. - Κάθε φορά το ίδιο μου λες. - Είναι που δεν το έχω δει ακόμα να μου φύγει το απωθημένο... (το λέει με μαράζι, λες κι αναφέρεται σ' ένα μυθικό ταξίδι που δεν έκανε ποτέ). - Αυτή που λούζεται μέσα... είναι τακτική πελάτισα; Σταματάει τη δουλειά του και σκύβει πάνω μου συνωμοτικά. Ψιθυρίζει... - Θα το πω στη Λία... - Χέστηκα. Με τη Λία δεν έχω τίποτα. Επιστρέφει σε όρθια στάση γελώντας. - Άλλα μαθαίνω εγώ. - Πολλά μαθαίνεις εσύ. Αλλά κατά πως φαίνεται δεν ξέρεις την τύφλα σου. - Χα! Αγάπη μου,

Εγώ

Εικόνα
Είμαι κομμάτι της γυναίκας που κάθεται αυτή τη στιγμή στο τραπέζι με τα χέρια της γύρω απ' το κεφάλι σε στάση απόγνωσης και απελπισίας. Δεν έχω όνομα, δεν με φωνάζει κανείς άλλος εκτός απ' την ίδια και όταν το κάνει, αυτό γίνεται σιωπηλά. Είναι η φωνή της μυαλού της που με καλεί, εκείνο αναγνωρίζει την ύπαρξή μου όχι η ίδια. Με καλεί για να με καταραστεί και άλλοτε για να μ' αγαπήσει. Δεν κοιμάμαι ποτέ, δεν έχω αυτή την ανάγκη, για την ακρίβεια δεν έχω καμία ανάγκη αν και ξέρω πως θα πάψω να υπάρχω όταν πάψει και αυτή. Δεν έχω γνώση τι γίνομαι μετά, πιθανότατα καταλήγω στο σκουπιδότοπο του σύμπαντος, δεξιά οι άνθρωποι, αριστερά οι δαίμονές τους. Ορίστε, το είπα. Είμαι ο δαίμονάς της. Αν θέλεις να μου δώσεις ένα όνομα αυτό είναι. Έχεις και εσύ έναν μέσα σου και τον καλείς όποια στιγμή νομίζεις πως πρέπει. Για να τον καταραστείς ή για να τον αγαπήσεις. Ο δαίμονάς σου είναι η βρώμικη τουαλέτα και ταυτόχρονα το πεντακάθαρο σαλόνι της ψυχής σου. Σ΄αυτόν εναποθέτεις τις ελπίδε

Χανγκόβερ

Εικόνα
Έρχονται στιγμές, να σαν κι αυτή που σου γράφω τώρα ή που μού γράφω, δεν ξέρω, τέλος πάντων, έρχονται στιγμές που αισθάνεσαι πως δεν έχεις κάνει τίποτε πραγματικά καλό στη ζωή σου. Δεν σε προειδοποιούν, εμφανίζονται ξαφνικά σαν ανεπιθύμητοι καλεσμένοι την ώρα που δεν τους περίμενες και που σίγουρα δεν ήθελες να τους δεις. Συνήθως είναι μετά από ένα μεθύσι, όταν η γεύση του αλκοόλ γυρίζει ξανά στο λαιμό σου και σε πνίγει ή μετά από ένα πολύωρο πήδημα με μια γυναίκα ή άνδρα που δεν αγαπάς, απλώς καύλωσες μαζί του. Οι άνθρωποι που σε ξέρουν, όσοι επιτρέπεις να σε ξέρουν, θα πουν πως δεν είναι έτσι τα πράγματα και πως είσαι πολύ αυστηρός με σένα. Υπάρχουν πάντα οι εξαιρέσεις βέβαια. Αυτές συνήθως λυπούνται που αισθάνεσαι έτσι και βαθιά μέσα τους συμφωνούν μαζί σου. Μόνο που με τη λύπη ποτέ δεν πήγε μπροστά ο κόσμος. Έγραψα πιο πάνω για το πήδημα με άνδρα ή γυναίκα και σου διευκρινίζω πως είμαι στρέιτ. Δεν είμαι μπάι, δεν είμαι γκέι, δεν είμαι .... υπάρχει και μια άλλη κατηγορία που αδυ

Talkin' About A Revolution

Εικόνα
- Ωραία, να' μαστε λοιπόν, σαν τι θες να πούμε; Έξω απ' το τζάμι ο Οκτώβρης ντύθηκε Ιούλης και μας κάνει νάζια. Το κλιματιστικό λειτουργεί αθόρυβα. - Δε ξέρω αν έχω κάτι σπουδαίο να σου πω. Ειλικρινά. Δε ξέρω αν είμαι σπουδαίος, δεν αισθάνομαι έτσι. Γι' αυτό να χαρείς μη με κοιτάς με αυτό το μείγμα συμπόνοιας παπασπελισμένο με δέος. Μπορούμε να πάμε για μπύρες μετά. Να μιλήσουμε για γκόμενες. Για έρωτες ξεγραμμένους ή για το καλύτερο πήδημα της ζωής μας.  Μπορούμε να τρώμε ένα ωραίο φιλέτο με χωριάτικες τηγανητές πατάτες και να μιλάμε γι' αυτά που θες ν' ακούσεις. Εγώ δεν έχω πρόβλημα μ' αυτό. Εσύ έχεις; Έξω απ' το τζάμι η χώρα βυθίζεται στο βούρκο μιας άπληστης ενοχής. - Αν με ρωτήσεις, ποτέ δεν φοβήθηκα πραγματικά. Την ώρα που τα βίωνα εννοώ. Μπορώ να σου περιγράψω χιλιάδες άλλα συναισθήματα, διαφορετικά κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε εκείνες τις ώρες, αλλά φόβο ποτέ. Όχι. Ο μοναδικός φόβος που έχω είναι η ανημπόρια μου. Ο ξαφνικός θάνατος με γοητεύε