Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2012

Ασανσέρ

Εικόνα
     Δεν είχε σκεφτεί ποτέ - ως εκείνη τη στιγμή - πως οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν με ασανσέρ. Το συνειδητοποίησε την ώρα που αποκλείστηκε στο μικρό κουβούκλιο, έπειτα από ένα τράνταγμα που τον ανάγκασε να ρίξει τις μισές σακούλες του σούπερ μάρκετ κάτω. Έσκυψε με δυσκολία στο στενό χώρο που του έκλεβε ανάσες, καταπολεμώντας ταυτόχρονα μια μικρή αίσθηση πανικού, τον αχό της οποίας άκουγε να καλπάζει από κάπου μακριά. Μάζεψε το αλάτι και μια κονσέρβα τόνου που ξεχύθηκαν απ' τη μια σακούλα, τα έχωσε ξανά μέσα και σηκώθηκε αργά.      "Αίμα και χιόνι", σκέφτηκε. "Αίμα και χιόνι και λάσπη. Μπόλικη λάσπη με χιόνι μαζί που κολλάει στις αρβύλες και δημιουργεί μια κρούστα ίση με το βάρος τους. Μια κρούστα που δε βγαίνει. Μόνο με περπάτημα στο οποίο φροντίζεις να χτυπάς με δύναμη τα πόδια σου στο έδαφος. Μα ό,τι βγει, ξανακολλάει μετά στο επόμενο βήμα".      Άλλες σκέψεις αυτές. Αδέσποτες. Βοηθάνε να φύγει το μυαλό σου όταν είναι σταματημένο σαν αυτό το γαμημένο κουτ

Κόκαλα στην καταιγίδα

Εικόνα
     Τα κόκαλα τ' αντίκρισε πρώτη η παπαδιά στον πηγαιμό για την εκκλησία. Είχε μόλις χαράξει - η πρώτη μέρα δίχως βροχή έπειτα από αιώνες νεροποντής - κι άσπριζαν ανάμεσα στις λάσπες και τα χώματα, που τα νερά είχαν κατεβάσει απ' το λόφο. Της κόπηκε η ανάσα κι έκανε το σταυρό της. Έφτυσε στον κόρφο της και επικαλέστηκε τον άγιο που την προστάτευε από μικρούλα. Πισωπάτησε κι έκανε να γυρίσει πίσω τρέχοντας, στάθηκε όμως πιο πέρα και τα κοίταξε καλύτερα. Το βλέμμα της έπεφτε πάνω τους με φόβο, ανάμεικτο με απορία. Κοίταξε ένα γύρω, ησυχία. Ένας παγωμένος άνεμος ξύριζε αυτιά και μύτες, η θάλασσα στο βάθος βούιζε ακόμα, τα σύννεφα μαζεύονταν ξανά στο πέρα του ορίζοντα. Στάθηκε ακόμα λίγο και τελικά έτρεξε πίσω στο χωριό.      Σε μια ώρα βρέθηκαν στο μονοπάτι των μακάβριων ευρημάτων ο παπάς, ο λιμενοφύλακας, ο νεκροθάφτης - κανονικός νεκροθάφτης δεν ήταν, απλώς φρόντιζε να σκάβει τάφους και να φροντίζει το κοιμητήριο -, ο συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας, δυο - τρεις ξέμπαρ

Νυχτερινό επεισόδιο

Εικόνα
- Λοιπόν; - Τί; - Ε, πες κάτι. - ...Πες εσύ κάτι. - Δεν ξέρω τι να πω. - ..... - Τί; - Τίποτα. Μάλλον κι εγώ δεν ξέρω τι να πω. - ...... - Γιατί χαμογελάς; - Τίποτα. Θυμήθηκα τη σκηνή μιας ταινίας που το ζευγάρι των ηρώων δεν έχει κάτι να πει και μοιράζεται τη σιωπή. - Και; Για πόσο μπορείς να μοιράζεσαι μ' έναν άγνωστο κάτι τόσο προσωπικό; - Ξέρεις τι έκαναν μετά; Χόρεψαν! Και δεν ήταν εντελώς άγνωστοι. Ήταν περισσότερο σαν ένα επαγγελματικό ραντεβού. - Τα βαριέμαι τα επαγγελματικά ραντεβού. Τόση τυπικότητα. - Μμμμ αυτοί δεν ήταν το τυπικό ζευγάρι που έχεις στο μυαλό σου, σε διαβεβαιώ. - Και τι ήταν; - Αυτός ήταν έμπορος ναρκωτικών. Για την ακρίβεια, το πρωτοπαλίκαρο ενός εμπόρου ναρκωτικών. - Μάλιστα... - Εκείνη ήταν η γκόμενα του αφεντικού του. Και επειδή το αφεντικό έλειπε για δουλειές, ζήτησε απ' το πρωτοπαλίκαρο να την βγάλει έξω να τη διασκεδάσει. - Και τι έγινε; - Τίποτα. Ή μάλλον στην αρχή δεν έγινε τίποτα. Άβολη σιωπή που την τροφοδοτούσε από τη μ

Κουτιά

Εικόνα
Α. Σ΄ ένα διαμέρισμα του κέντρου      Καθόταν στην άκρη του καναπέ και είχε κλείσει τα μάτια. Το μυαλό της δε βρισκόταν στο δωμάτιο αλλά σε μια ταινία που είχε δει παλιά. Σ' αυτή την ταινία, οι ήρωες είχαν ξυπνήσει μέσα σ΄ ένα τετράγωνο κουτί. Οι τοίχοι του ήταν πλασμένοι επίσης από τετράγωνα κάποια από τα οποία άνοιγαν και μέσω αυτών, οι ήρωες μετακινούνταν σε ένα άλλο, παρόμοιο κουτί. Ωστόσο δεν κατάφερναν όλοι να περάσουν στο επόμενο. Ορισμένα από τα τετράγωνα ήταν παγίδες, απλές πλην φονικές κι έκοβαν το νήμα της ζωής των ηρώων. Μέχρι τον τελευταίο πάλευαν σ' έναν κόσμο πλασμένο από ολόιδια κουτιά.      Συνήθιζε να τακτοποιεί τη ζωή της σε κουτιά. Μικρά, μεγάλα, τετράγωνα, παραληλλόγραμα· κουτιά να ήταν και το μέγεθος το συνταίριαζε στην πορεία ανάλογα με ό,τι ήθελε να τακτοποιήσει. Συναίσθημα ήταν; Σκέψη; Επιθυμία; Για κάθε περίσταση διέθετε και το ανάλογο φέρετρο που της πήγαινε γάντι.      "Γιατί τρομάζεις"; συνήθιζε να αναρωτιέται."Το φέρετρο, ένα κ

Το πηγάδι

Εικόνα
Το πηγάδι βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Εκεί, στη μέση μιας πλατείας χωρίς δέντρα, μιας πλατείας έρημης από ανθρώπους, έχασκε μια μεγάλη μαύρη τρύπα που χανόταν στο ίδιο το σκοτάδι της. Στην πλατεία σάλευε μόνο η σιωπή. Κάποιες φορές σηκωνόταν απ' το λήθαργό της και ακολουθούσε τη φιγούρα εκείνου που κουβαλούσε ένα μικρό μπόγο στα χέρι του, σα μαξιλάρι ή κάτι τέτοιο, ακολουθούσε τα βήματά του που την ενοχλούσαν αλλά δεν έλεγε τίποτα, τον ακολουθούσε ώσπου έφτανε στο στόμιο της τρύπας και με μια κίνηση ελευθέρωνε τα χέρια του από το μπόγο. Γύριζε μετά το ίδιο ήρεμα κι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Δίπλα στην τρύπα, βαθιά χωμένη στο έδαφος στεκόταν μια επιγραφή. "ΓΙΑΤΙ Σ' ΕΜΕΝΑ;" Ήταν το ερώτημα των ερωτημάτων που κανείς κάτοικος αυτής της πόλης ή οποιασδήποτε άλλης πόλης στον κόσμο είχε καταφέρει να απαντήσει ποτέ. Αν ο χρόνος κινείται σε κάποιους σταθερούς άξονες, το συγκεκριμένο ερώτημα ανήκε σε αυτούς. Δεν απαντήθηκε ποτέ. Η αλήθεια είναι πως αρκετοί πάλεψαν