Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2013

Η μεγάλη μέρα του Αντίνοου Χρυσολωρά (2)

2.        Το πλάσμα κοιμόταν. Ξανά. Ο Αντίνοος Χρυσολωράς διέθεσε γι' αυτό το σκοπό το κρεβάτι του και τώρα στεκόταν πάνω απ' το πλάσμα παρατηρώντας τον ήρεμο ύπνο του και συλλογιζόμενος τα όσα προηγήθηκαν και τα οποία του είχαν χαλάσει αμετάκλητα την ημέρα. Ο Βύρων Ασπιώτης έπλενε τα χέρια του στο μπάνιο και το νερό έτρεχε για αρκετή ώρα, ήταν από εκείνες τις στιγμές που καθυστερείς επίτηδες μια απλή δουλειά για ν' αποφύγεις κάποια άλλη. Ο Βύρων Ασπιώτης περίμενε ερωτήσεις. Γι' αυτό το λόγο έπλενε και ξανάπλενε τα χέρια του ως άλλος Πόντιος Πιλάτος. Αλλά και ο ίδιος ο Πιλάτος κάποια στιγμή σταμάτησε το πλύσιμο και μίλησε. Ο Βύρων Ασπιώτης δεν ήταν έτοιμος να το κάνει. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Ο Βύρων Ασπιώτης ήταν άνθρωπος των έργων και όχι των λόγων. Είχε ολοκληρώσει - προς στιγμήν τουλάχιστον - τη συμμετοχή του στο μικρό τους δρώμενο με το να προσφέρει στο πλάσμα την ανακούφιση που εξασφαλίζει μια ηρεμιστική ένεση.      Ο Χρυσολωράς έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματί

Η μεγάλη μέρα του Αντίνοου Χρυσολωρά

Εικόνα
     Στις 9 και 17 ακριβώς ο Αντίνοος Χρυσολωράς ήταν έτοιμος να βγει απ' το διαμέρισμά του, να κατηφορίσει το μικρό δρομάκι μέχρι τη στάση του λεωφορείου που θα τον κατέβαζε στο κέντρο. Στις 8 και 34 που είχε βγει στο μπαλκόνι αντίκρισε μια μέρα συννεφιασμένη, σκέφτηκε πως ίσως ήταν αναγκαίο να πάρει και την ομπρέλα του στην περίπτωση που τα σύννεφα γίνονταν πιο πυκνά και κατέληγαν σε βροχή. Επέστρεψε στο εσωτερικό του διαμερίσματος, αποτελείωσε τον καφέ του - μαύρος δίχως μόριο ζάχαρης - και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για τον καλλωπισμό του. Ξυρίστηκε, βούρτσισε τα δόντια του, χτενίστηκε πετυχαίνοντας ακριβώς τη γραμμή της χωρίστρας στα μαλλιά του, σάλιωσε και διόρθωσε τη φορά των φρυδιών του ενώ όλη αυτή την ώρα μουρμούριζε μια θριαμβευτική μελωδία.        Το εμβατήριο Ραντέτσκυ.      Διάλεξε ένα σκούρο μπλε κοστούμι - μάλλινο παντελόνι και σακκάκι - ξεκρέμασε την καπαρντίνα του απ' την ντουλάπα, έριξε μια διερευνητική ματιά προς αναζήτηση κάποιας τρίχας ή χνουδιού κι

Ο Κόουλ Πόρτερ τραγουδάει ακόμα...

Εικόνα
     Ο Πουλαντζάς έστριψε στο δρόμο και κατηφόρισε προς το κονάκι του. Το βεβαίωσε αυτό έπειτα η Ευγενία γιατί εκείνη την ώρα ανέβαινε στη σκάλα της Μάρθας μ' ένα πιάτο σουπιές καθαρισμένες ·η φιλενάδα της είχε κόψει άσχημα το δάχτυλό της προχτές σφάζοντας ένα κόκορα κι από εκείνη την ώρα υπέφερε στις δουλειές του σπιτιού. Οι σουπιές θέλουνε προσεχτικό καθάρισμα και η Ευγενία προσφέρθηκε να της κάμει το καλό. Τόσα χρόνια δίπλα, δίπλα τα σπίτια τους, ε δε λέει τίποτα να καθαρίσεις ένα πιάτο σουπιές. Άντε δύο. Η Ευγενία είπε πως τον χαιρέτησε κιόλας, εκείνος όμως δε γύρισε, σήκωσε αργά το χέρι του, εκείνο που κρατούσε τη μαγκούρα, στο άλλο κουβαλούσε μια τσάντα απ' το μπακάλικο, μάλλον γάλα είχε αγοράσει πρόσθεσε η Ευγενία που το μπαλκόνι της είχε εξελιχθεί σε πρώτης τάξης βίγλα με τα χρόνια και τα μάτια της είχαν αποκτήσει πια την ικανότητα τομογράφου.       Ήταν λίγο μετά τις έντεκα που κατέβηκε απ' τα Παπαδέϊκα, βεβαίωσε κι ο Νάκος απ' το καφενείο με το κανονικό του

Ένας θάνατος που καθυστέρησε πολύ

Εικόνα
     "Ήταν ένας θάνατος που καθυστέρησε πολύ". Το είπε και περίμενε ίσως κάτι παραπάνω απ' την ανάσα του που ακουγόταν ρυθμικά, μια τέλεια συγχρονισμένη ανάσα, στην άλλη άκρη της γραμμής. Πέρασε ο απαραίτητος χρόνος της σιωπής και σαν διαπίστωσε πως δεν θα σχολίαζε το θάνατο που καθυστέρησε πολύ - κατά την άποψη όλων των οικείων πάντα και τελευταία δική της - είπε ένα γεια κι έκλεισε το τηλέφωνο.      Πριν καν απιθώσει το ακουστικό στη συσκευή τον είχε ξαναπάρει και με μια φωνή που φανέρωνε αγωνία τον ρώτησε, "δεν πιστεύεις πως έπρεπε να έχει πεθάνει καιρό τώρα; Πως καθυστέρησε αδικαιολόγητα; Ε; Ε; Πες μου τι πιστεύεις γαμώτο, δε θέλω να είμαι μόνη σ' αυτό". Η ανάσα του παρέμενε τέλεια συγχρονισμένη, η δική της πάλη ήταν ακανόνιστη, άλλοτε βαριά και αμέσως μετά σφυριχτή, ίσως έφταιγε που ήταν ελαφρώς κρυωμένη τις τελευταίες μέρες. Ένοιωθε πως περίμενε την απάντησή του, την έγκρισή του καλύτερα πως είχε δίκιο σε αυτά που έλεγε, σε όσα ευχόταν εδώ και καιρό

Εγχειρίδιο

Εικόνα
     Δε μπορώ να σε μάθω να γελάς. Δε μπορώ να σε μάθω να καλλιεργείς του δακρυικούς σου πόρους σε σημείο που να είναι έτοιμοι ν' ανοίξουν σε κάθε ευκαιρία. Το χαμόγελό σου είναι καθαρά προσωπική σου υπόθεση. Η αλμύρα της θάλασσας στα μάτια σου, επίσης. Μπορώ να σε κάνω να κλάψεις ή να γελάσεις, ούτε κι αυτό όμως το έχω σίγουρο. Μπορεί και να μην σου πω τίποτε, να μη σ' επηρρεάσω καθόλου, ούτε θετικά, ούτε αρνητικά, και γιατί πρέπει να το κάνω δηλαδή; Δε μπορούμε απλώς να είμαστε έτσι; Απλώς έτσι; Χωρίς να περιμένει κάτι ο ένας απ' τον άλλον; Δεν το καταλαβαίνω, εξήγησέ το μου.      Δε μπορείς. Ξέρεις γιατί; Είμαστε όμηροι, να γιατί. Δεν στο παίζω έξυπνος, μη νομίζεις κάτι τέτοιο, εμένα που με βλέπεις μεγάλωσα συντροφιά με χιλιάδες εγχειρίδια, από τα πολύ απλά έως τα δυσνόητα και δύσκολα.      Εγχειρίδιο για την αναπνοή, εγχειρίδιο για την καλοσύνη, για τους σωστούς τρόπους, για την επίσκεψη στην εκκλησία κάθε Κυριακή, για την προσευχή, για την υπακοή, για την μετάνοια,

Εκείνο που καίγεται

Εικόνα
     Έξυνε με ήρεμες κινήσεις την τοστιέρα, αφαιρώντας το καμένο τυρί απ' τους παράλληλους μεταλλικούς αγωγούς της. Τσίριζε ακόμα σαν το έπιανε με το μαχαίρι, φουσκάλιαζε, άλλαζε ακόμα και το χρώμα του σε σκούρο καφέ σε μια απέλπιδα προσπάθεια μεταμφίεσης, απλωνόταν σα να' θελε να ξεφύγει, να πάει ακόμα παραπέρα. Σαν όμως το μαχαίρι έπαιρνε τη σωστή θέση, το τυρί τυλιγόταν γύρω του σαν ένα μαλακό και εύθραυστο σκοινί που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να σπάσει. Να πέσει ξανά στη φωτιά και να καεί. Να καρβουνιάσει.      "Εκείνο που καίγεται είναι πάντα πιο νόστιμο". Τα λόγια του πατέρα της ακούστηκαν καθαρά στο άδειο διαμέρισμα. Το έλεγε πάντα σαν καψάλιζε φέτες ψωμιού δίπλα στο τζάκι, άφηνε τη φέτα να κάψει καλά και ύστερα την έξυνε με το μαχαίρι μέχρι να μείνει μια κεχριμπαρένια κρούστα και το ψωμί είχε ψηθεί έως και το τελευταίο ψίχουλο. Μετά έπαιρνε λίγο τριμμένο σκόρδο - πολτός σκόρδου είναι ο γκουρμέ όρος τώρα - και το άπλωνε πάνω στη φέτα που άχνιζε. Έσταζε και δυο

Οράνζ

Εικόνα
     Με λένε Οράνζ. Πασκάλ Οράνζ. Ο Πασκάλ το Πορτοκάλι ή ο Πασκάλ Πορτοκαλί αν προτιμάτε. Μπορείτε να με φωνάζετε και Πασχάλη αν σας κάνει κέφι.      Ζω στην Ελλάδα πέντε χρόνια τώρα, από τότε που ακολούθησα μια γυναίκα στην Αθήνα. Δεν έχει νόημα να πω τ' ονομά της · σε μια συγκεκριμένη καμπή του χρόνου θα μας βρει ένας έρωτας για τον οποίο νομίζουμε πως είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε τα πάντα · η ειρωνεία είναι πως τα κάνουμε ή έτσι νομίζουμε αλλά το "πάντα" σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι αρκετό, θέλει κι άλλο ή έτσι εμείς νομίζουμε και γεμίζουμε ενοχές και μας κυνηγούν τύψεις και πολλά αν. Το προφανές δραπετεύει εύκολα εκείνες τις ώρες απ' το μυαλό μας. Το προφανές τού "δεν ήταν γραφτό να συμβεί".      Μεγάλωσα λίγο έξω απ' τη Ναντ, στις παρυφές του Ατλαντικού, στη γραφική Βρετάνη. Βρέθηκα στο Παρίσι με έξοδα του πατέρα μου Ζοζέφ ο οποίος ήθελε να σπουδάσω βοτανολογία. Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα εκείνη κι άλλες. Εκείνη όμως κυριάρχησε ολοκληρωτικ