Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2013

Αποβροχάρης

  Ένα σύννεφο τους έφερε. Μια σκόνη απ' την ευθεία του ορίζοντα καθώς κατηφόριζε προς την αμμουδιά με τ' αλμυρίκια. Στην αρχή η μηχανή τους δεν ακουγόταν καν, η ζέστη ήταν μπόλικη, απόδειξη τα κατακίτρινα καλαμποκοχώραφα που έγερναν στον ήλιο. Εκείνος περπατούσε στο πλάι του δρόμου στο γυρισμό για το σπίτι. Κάποια στιγμή άκουσε τις φωνές και τον ήχο που έκαναν τα λάστιχα στα χαλίκια. Ένας γουργουριστός ήχος ηρεμίας που έμοιαζε με φαί που κοχλάζει στην κατσαρόλα. Σήκωσε το χέρι να κάνει αντηλιά, απ’ τη μια μεριά τα νερά της θάλασσας και απ’ την άλλη εκείνα του δρόμου. Τότε τους αντίκρισε για πρώτη φορά.      Το αυτοκίνητο ήταν ένα ξεβαμμένο Φολκσβάγκεν, παλιό, σαν το ασθενοφόρο του Κέντρου Υγείας του χωριού. Όταν υπήρχε ακόμα δηλαδή γιατί πάλιωσε, χάλασε ή κάτι τέλος πάντων και δεν είχε αντικατασταθεί. Το γνώριζε από πρώτο χέρι σαν πέρσι τουμπάνιασε ο ίδιος από τσίμπημα σφήκας – αλλεργία διαπίστωσαν οι γιατροί – και ευτυχώς που βρέθηκε ο Βαρδάκας με τ’ αγροτικό, τον βούτη

Ελπίδα.

Το βάζει ο νους σας; ΧΟΡΧΕ ΣΕΜΠΡΟΥΝ, Το Μεγάλο Ταξίδι

Μέρες του Αυγούστου

Εικόνα
Ο πιτσιρικάς ήθελε να βουτήξει. Η μητέρα του σκεφτόταν αν έπρεπε να τον αφήσει. Είχε υγρασία, βοήθησε η βροχή που έπεσε πριν. Περπάτησαν για λίγο και τελικά επικράτησε η μητρική προστασία. Ο ήλιος χάθηκε στο Ιόνιο. Πιο πέρα μια παρέα συζητούσε χαμηλόφωνα. Η θάλασσα ακουγόταν μόνο.    Λίγο μετά έπεσε η νύχτα...   Χοτ Ντογκ!   Σπάνια φωτογραφία! Συνήθιως κοιμούνται χωριστά! Το ηλιοβασίλεμα στο Ιόνιο παραμένει αξεπέραστο... Κι ένα βράδυ μετά τη βόλτα με τα σκυλιά, ο μπόμπιρας βγήκε κάτω από ένα αυτοκίνητο και με απίστευτη τόλμη μας πήρε από πίσω. Μετά τις πρώτες αναγνωριστικές μυρωδιές και το πρώτο βράδυ που είμασταν σε φάση "δεν θέλω πολλά πολλά με σένα μικρέ"... οδηγηθήκαμε στις μεγάλες αγάπες. Family grows!

Από πέρα απ' το ποτάμι

          Φυσούσε νοτιάς από νωρίς. Εκείνος που θες μικρές ανάσες για να τον αντέξεις. Που μουλιάζει τα πνευμόνια σου στην υγρασία και σε ταΐζει άμμο στο στόμα. Με ρόγχο έμοιαζαν εκείνες οι μέρες του καλοκαιριού. Μια σιωπή θανάτου στο απομεσήμερο, τζιτζίκια τραγουδιστάδες που ειρωνεύονταν τη σιέστα μας, ένα φίδι που χάθηκε στα χορτάρια σαν αντιλήφθηκε τις δονήσεις μας. Ξυπνήσαμε κάθιδροι και μοιραστήκαμε ένα τσιγάρο. Άφιλτρο ήταν, το θυμάμαι καλά μιας και δεν ξανακάπνισα τσιγάρο δίχως φίλτρο ποτέ μου, η κιτρινίλα εκείνου του τσιγάρου έβαψε τη γλώσσα μου και την αρρώστησε απαλείφοντας το ροδαλό απ' την επιφάνειά της. Τσαρούχι το στόμα, που όρεξη για φιλιά μετά τον ύπνο.      Είπες να πάμε για μπάνιο, δεν απάντησα, το ξανάπες, βαριόμουν μα δεν το' λεγα. Έψησα καφέ ελληνικό με δύο ζάχαρες μπας και κάνουν τίποτα αλλά μάταια. Άλλη γεύση αφήνει το φιλί κι άλλη η ζάχαρη. Αυτοί που τις παρομοιάζουν μάλλον δεν φίλησαν ποτέ τους. Φούσκωσε ο καφές κι έχυσε το καϊμάκι του στ' ολό