Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2013

Σουβενίρ

     Είναι κάτι μέρες σαν κι αυτή εδώ που απλώς κάθομαι και κοζάρω την τουρίστρια απέναντι. Κουρνιάζω αναπαυτικά στην πολυθρόνα, με το ένα πόδι περασμένο πάνω στο άλλο, πίνω ούζο χωρίς πάγο και κοιτάζω αδιάφορα τον κόσμο που περνάει από δίπλα, επιλέγοντας να την κοιτάξω στα μάτια όταν εκείνη γυρίζει προς εμένα. Ο Λάζαρος που με ξέρει, κουνάει το κεφάλι από μακριά. Τις περισσότερες φορές βέβαια δεν προλαβαίνει να κουνήσει τίποτα, τρέχει με τους καφέδες και τ' αναψυκτικά και τα παγωτά και τα παγωμένα γιαούρτια με το γλυκό του κουταλιού. Είναι μιλούνια οι τουρίστες κι ο Λάζαρος τσιγκούνης μέγας.      Είναι μέρες που το παιχνίδι συνεχίζεται για κάποια ώρα - η διάρκειά του παίζεται  - αλλά έχω καταλήξει πως οι μικρές είναι οι τολμηρές, οι μεγάλες σου βγάζουν το άχτι, οι περισσότερες δεν πιστεύουν πως τούτος ο μελαμψός τριαντάρης με τα ωραία μάτια τις φλερτάρει. Ψηλές, κοντές, χοντρές, λιγνές, ξερακιανές, κάτασπρες σαν τα σύννεφα του Βορρά τους, με ξεπλυμένα μάτια που κάποτε ήτανε

Μέρες του Σεπτέμβρη

Εικόνα
Αυτός ο μήνας μ' έχει κάνει να λατρέψω ξανά τα σύννεφα. Είναι τα χρώματα, τα σχήματα, οι ανταύγειές τους. Είναι το πως τα βάφει ο ήλιος σαν δύει. Αυτό που αξίζει πάνω απ' όλα στην εξοχή είναι η βόλτα στο φεγγάρι της. Έβρεξε. Και μύρισα νοτισμένο χώμα και πεύκο. Και σαν τελείωσε η βροχή, είχε βραδιάσει. Και βγήκα και πάλι βόλτα στο φεγγάρι. Χθες συμπλήρωσα 3 μήνες από τότε που αποφάσισα να γυρίσω σελίδα και να φύγω απ' την πόλη. Όσοι διαβάζετε και το σκέφτεστε ακόμα, αξίζει τον κόπο να δώσετε μια ευκαιρία στην αλλαγή. Κρίση στην πόλη, κρίση κι εδώ. Μα τουλάχιστον έχεις ένα κομμάτι ουρανό να δεις. Μεγάλο. Έχεις μια βροχή να μυρίσεις. Και δεν βρωμάζει βενζίνη. Κι έχεις ανθρώπους καλόβολους, που με την καλημέρα θα σε τρατάρουν. Λίγο γλυκό κουταλιού, μια τσάντα λαχανικά, πέντε αβγά απ' τις κότες τους. Και χαμογελάνε. Έρχεται Σκοτάδι.  Να μείνουμε στο Φως και ν' αγωνιστούμε γι' αυτό. Ο καθένας όπως μπορεί απ' το δικό του μετερίζι

Η Ντίνα στο μπλε φόρεμα

     Ήταν όμορφη σε αυτό το μπλε φόρεμα. Ήταν ένα μπλε ελεκτρίκ, ίσως λίγο υπερβολικό για την περίσταση καθώς αντανακλούσε τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου και με τύφλωνε. Οι υπόλοιποι - οι περισσότεροι τουλάχιστον - φορούσαν μαύρα γυαλιά και δεν τους ένοιαζε. Έλεγα πως ήταν όμορφη καθώς την παρατηρούσα να είναι ξαπλωμένη, ακίνητη, σε μια γαλήνια και αιώνια στάση που σύντομα θα διαλυόταν σε μόρια σκόνης εκπληρώνοντας το θαύμα του κύκλου της ζωής. Ειλικρινά εκεί την στιγμή δεν έβλεπα κάποιο θαύμα να συντελείται εμπρός μου, απλώς μια συγκεκριμένη τελετή η οποία θα τελείωνε σύντομα, μια διαδικαστική πράξη που επισφραγίζει ένα τετελεσμένο γεγονός. Για τα τετελεσμένα δεν μπορείς να κάνεις πολλά. Μόνο να τα φιλοσοφήσεις μπορείς, κατά προτίμηση ολομόναχος ώστε ν' αποφύγεις τα τετριμμένα λόγια που απορρέουν απ' το φόβο των άλλων που συμπαρίστανται στη στιγμή.      Δεν ξέρω γιατί είχα περάσει από το νεκροταφείο εκείνο το απόγευμα. Ίσως ήταν μια βαθιά υποσυνείδητη πράξη ίσως πάλι να μη

Νεόνυμφοι

Εικόνα
       Συνήθιζα να πηγαίνω για ψάρεμα στην άκρη του μόλου, στο σημείο που η προκυμαία έφτανε στο τέρμα της. Αν ήθελες να συνεχίσεις θα έπρεπε να περπατήσεις πάνω στη θάλασσα. Ή να κολυμπήσεις έστω. Το να περπατήσεις πάνω στο νερό το λες και θαύμα, κι εγώ ένα θαύμα αναζητούσα, γιατί τα ψάρια δεν τσιμπούσαν μέρες τώρα. Δεν έπιανα ούτε λέπι που λένε.      Πιο πέρα καθόταν συνήθως ο Σταμάτης με τα δύο μεγάλα καλάμια ψαρέματος και τα τρία ή τέσσερα καρούλια που τα απίθωνε σε παράταξη και είχε το νου του μπας και τσιμπήσει κάτι. Ο Σταμάτης, συνταξιούχος των αριθμών είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις πιθανότητες. Εγώ πάλι που είχα μόνο ένα καλάμι το οποίο σπάνια κρατούσα αλλά το κάρφωνα στη βάση του και περίμενα το καμπανάκι στην κορυφή του να χτυπήσει, πίστευα πως όλα αυτά είναι μαλακίες. Δεν του το είπα ποτέ όμως γιατί ήταν ο μόνος με τον οποίο έλεγα ένα γεια. Κάποιες φορές με κέρασε και μπύρα, παγωμένα κουτάκια από ένα ψυγειάκι που είχε πάντα στο αυτοκίνητο μόνο και μόνο για να πάει την ψαρι

Οι Κυνηγοί

     Με το τελευταίο σκοτάδι ανέβηκαν οι κυνηγοί στο δάσος, πίσω απ' το λόφο κι ετοιμάστηκαν να πιάσουνε τα πόστα. Άφησαν το τρίλιτρο θηρίο σ' ένα ξέφωτο, φορτώθηκαν τον εξοπλισμό - οι καραμπίνες πάντα στον ώμο, τα σακίδια στην πλάτη - άφησαν ελεύθερα τα σκυλιά να μυρίσουν το γρασίδι, να πάνε εδώ και παραπέρα, να κατουρήσουν, να μασήσουν χορτάρι, να ξεμουδιάσουν ελεύθερα. Μ' ένα σφύριγμα μετά θα τα' φερναν κοντά τους.      Ο αέρας μύριζε χορτάρι και πεύκο. Η υγρασία μούσκευε τις αρβύλες τους και την ένοιωθαν ως τα γόνατά τους. Ο Σωκράτης βόγγηξε. Τον δάγκωνε στη μέση του και σ' όλα "τα κόμπια του" όπως έλεγε ασθμαίνοντας. Χάθηκαν ανάμεσα στις σκοτεινές σκιές των δένδρων.       Οι ήχοι της νύχτας οπισθοχωρούσαν μπροστά στη μέρα που' ρχοταν σιωπηλά. Το πάτημα στις πευκοβελόνες ακουγόταν μόνο, οι ατμοί απ' τις ανάσες τους διακρίνονταν στο λειψό σκοτάδι και ο ήχος που βγάζουν τα σκυλιά σαν τους κρέμεται η γλώσσα απ' την αγωνία και τη χαρά της αν