Η Πόλη των Ξένων
Κρατά ένα άνθος νεραντζιάς στο χέρι. Στάθηκε να το κόψει από ένα δέντρο στο δρόμο της και τα πόδια της έτρεμαν σαν το χέρι της άγγιξε τα δροσερά από το ξημέρωμα φυλλαράκια, ανίκανα να κρατήσουν το κορμί που έμοιαζε να υποκύπτει και να προσκυνάει την ευωδιά. Το έφερε απαλά στη μύτη της και ρούφηξε με μανία τις αναμνήσεις της. Η κάθε εισπνοή συνοδευόταν και από μιαν ανάμνηση των ημερών που δεν είναι τίποτε άλλο πια παρά σκιές στα παράθυρα του χρόνου. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως το άνθος θα έχανε τη δύναμή του, την μοναδική ικανότητα που είχε να την πλημμυρίζει με λησμονημένα συναισθήματα κάθε φορά που το μύριζε. Μα εκείνο, σε πείσμα της πόλης των ξένων που ξυπνούσε με μυρωδιά πετρελαίου και βενζίνης από τις εξατμίσεις, με οσμή ούρων στις γωνιές των δρόμων και μια σαπίλα που τη γευόσουν στο στόμα από έναν κόσμο που παρήκμαζε, συνέχισε να ευωδιάζει και να της ποτίζει με δάκρυα τα μάτια. Κάθε βήμα της ήταν ένα ίχνος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ίχνη από αίμα, σταγόνες στο δρόμο, ένα άλ...