Ο Σίσυφος το απομεσήμερο
Είναι ένα από εκείνα τα κολασμένα μεσημέρια του καλοκαιριού. Η άσφαλτος κοχλάζει και ξαμολάει την πίσσα της σε υγρά ρυάκια, ρευστοποιεί την ύλη της και ζωγραφίζει παράξενα σχέδια σε δρόμους που χιλιοπατιώνται σε άλλες ώρες μα που τώρα είναι έρημοι ακόμα και για τα μυρμήγκια του κόσμου. Ο αέρας βαρύς και ασήκωτος, σαν μεθυσμένος άντρας που παλεύει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του, μα που πέφτει ξανά πίσω, ζαλισμένος και απηυδισμένος από την ανημποριά του. Που και που, ένα αυτοκίνητο που περνά γοργά με κατεβασμένα τζάμια, σπάει τη μονοτονία της κάψας και αφήνει το λίβα να το κυνηγάει για να το λιώσει, να αφήσει το αποτύπωμα της μάρκας του στο δρόμο. Ο άνδρας κάθεται γυμνός στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Ο ιδρώτας είναι ρούχο πάνω του και πάλλεται, ένα ρούχο ολοζώντανο που ανανεώνει τη μορφή του κάθε λεπτό που περνάει. Ανασαίνει βαριά, παλεύοντας να βρει λίγο καθαρό οξυγόνο απ΄ αυτό που ο λίβας κρατάει όμηρο στην αγκαλιά του. Η πόλη απ' τον τέταρτο όροφο, είναι το ίδιο σκατά από οπο...