Δεκαεννιά
Η ομίχλη είχε σαβανώσει την πεδιάδα. Την είχε τυλίξει από παντού σφιχτά αυτές τις τελευταίες ώρες πριν βγει ο ήλιος και την κάψει. Κρατούσε την ανάσα και τις μυρωδιές της καλά κρυμμένες, αγκομαχητά της νύχτας που έβλεπαν τη μέρα να' ρχεται, μαζί και τα κίτρινα φώτα ενός αυτοκινήτου που πήρε τη στροφή στην ερημιά. Ο ήχος της μηχανής που ξόρκιζε τη νύχτα και καλωσόριζε τη ζωή και το ξημέρωμα που διαγραφόταν αρμονικό στον ορίζοντα. Οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη. Μυρωδιά από βρεγμένη γη και ξύλο που δροσίζεται μετά το σφυροκόπημα της θερινής κάψας. Εκεί πέρα στο Ανάχωμα, πλάι στο κανάλι, το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και ακολούθησε έναν άλλο, μικρότερο, ένα χωματόδρομο που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί να πάνε να ποτίσουν τα χωράφια τους. Κάποιες νερόκοτες πέταξαν στον αέρα. Τα φώτα και ο ήχος τις είχαν ξυπνήσει, μαζί κι ένα λαϊκό άσμα που ακουγόταν στα μεγάφωνα. Δυνατά. "Καρφί, καρφί στο φέρετρό σου, ξέρω τα πάντα για το άτομό σου..." Μαζί με τις νερόκοτες, πέρασε ...