Ζάχαρη
Η Ιωάννα περίμενε κάτι καλό να συμβεί στη ζωή της. Κάτι πραγματικά καλό. Δεν είχε νόημα τι θα ήταν αυτό, ένα γράμμα (κι ας μην είχε κανέναν να της στείλει γράμμα), ένα χτύπο στην πόρτα (κι ας μην περίμενε κανέναν να την επισκεφτεί), ένα τηλεφώνημα (κι ας μην είχε τηλεφωνική συσκευή). Ωστόσο περίμενε. Γνώριζε πως αυτό έτσι είναι και πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αν δεν είχε κάτι να περιμένει, δεν είχε λόγο και να υπάρχει. Ήταν ένα απλό, λογικό συμπέρασμα, περιχαρακωμένο από μπόλικη ζάχαρη. Η Ιωάννα έπινε πέντε, μπορεί και έξι καφέδες την ημέρα ρίχνοντας μέσα στο σκουρόχρωμο υγρό πέντε και έξι κουταλιές ζάχαρης κάθε φορά. Στη συνέχεια ανακάτευε με δυσκολία το περιεχόμενο, καθώς η ζάχαρη πείσμωνε κι έψαχνε χώρο να διαλυθεί και να σκορπίσει τη γλύκα της. Αλλά η σχετικά μικρή κούπα δεν προσφερόταν για πολλές αναδεύσεις. Η ζάχαρη συνήθως κατέληγε να είναι μια μαύρη λάσπη στον πάτο και η Ιωάννα με τη σειρά της δεν έπινε τον καφέ. Ουσιαστικά τον μασούσε. Κι αισθανόταν όμορφα. Η ζάχαρη...