Γλυκάνισος
Ξύπνησα σ' ένα μέρος που μοίραζαν το Χρόνο σε μερίδες. Ένα κομμάτι Χρόνου τυλιγμένο σε σελοφάν. Μια μπουκιά απ' αυτό σε κρατούσε ζωντανό για μέρες, ίσως και για ολόκληρο μήνα. "Θυμάσαι το ψωμί των ξωτικών; Το λέμπας;", με ρώτησες χαρούμενη σαν μάσησες την πρώτη μπουκιά. "Αυτά ανήκουν στη φαντασία ενός συγγραφέα. Μόνο εκεί μια μπουκιά σε κρατούσε για μέρες και δεν πεινούσες". Αυτά ήθελα να σου πω αλλά δεν πρόλαβα, ένα χέρι έχωσε στην αγκαλιά μου τη δική μου μερίδα του Χρόνου. Έμεινα να την κοιτάζω σαν χαζός καθώς η λογική πάντα αρνείται την υλοποίηση του άυλου και τη μεταμόρφωσή του σ΄ ένα κομμάτι από... κάτι που το βάφτισαν Χρόνο. "Προχωρήστε, πιο κάτω μοιράζουν τη Θλίψη". Ήταν το βιβλικό πρόσωπο ενός γέροντα αυτό που μου απηύθυνε το λόγο και που το προτεταμένο χέρι του έδειχνε το δρόμο που ακολουθούσαν όλοι πιστά, νωχελικά, προγραμματισμένα. Ακολούθησα κι εγώ το ποτάμι της σάρκας βλέποντάς σε να τρως άλλη μια...