Ρομπέρτο Μπάτζιο
Βρέθηκαν νωρίς το απόγευμα όπως κάθε φορά, την ώρα που οι μεγάλοι κοιμόντουσαν. Ανέβηκαν την ανηφόρα της πλατείας όρθιοι στις σέλες τους, πατώντας τα πετάλια με δύναμη. Ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα βγαίνοντας ξαφνικά απ' τη γωνία. Του σφύριξαν και γιούχαραν ταυτόχρονα, ο οδηγός δεν απάντησε, έβαλε πρώτη κι έφυγε σαν πέρασαν από μπρος του. Έκαναν το γύρο της Εκκλησίας για να διαπιστώσουν πως πάνω, κάτω ήταν μόνοι τους· κανείς δεν ερχόταν τέτοια ώρα εδώ, ήταν πολύ αργά για ψώνια πέριξ των καταστημάτων και πολύ νωρίς για περατζάδα. Άρχισαν τις σούζες και τα σπινταρίσματα, τις ισορροπίες πάνω στα πεζούλια των παρτεριών, πήδους απ' το ένα πεζούλι στο άλλο με φόρα, όλα σιωπηλά, οι ανάσες τους μόνο ακούγονταν, ξεθυμασμένες κι αυτές απ' τη δίψα της προσπάθειας και την αγωνία της επιτυχίας. Γρήγορα βαρέθηκαν και σταμάτησαν, εξάλλου αυτή η ιεροτελεστία γινόταν κάθε φορά που ανέβαιναν με τα ποδήλατα στην πλατεία, το μικρό πάρκο της εκκλησίας τ...