Ο κόσμος εκεί κάτω...
Ξύπνησε απ' το τράνταγμα. Ξύπνημα πρέπει να ήταν, επικοινωνία με μια θολή συνείδηση, άκουγε την ανάσα του γι' αυτό ήταν σίγουρος. Μια φωνή ερχόταν στ' αυτιά του μπερδεμένη. Μέτα ένα επίμονο κορνάρισμα. "Βάλε τη σειρήνα καλύτερα ν' ανοίξουμε δρόμο". Αυτή τη φράση το μυαλό του την ξεχώρισε και την αποκωδικοποίησε. Κάπου έπαιζε κι ένα ραδιόφωνο. Του ήταν γνωστή η μελωδία, οικεία, μια μελωδία που είχε ακούσει πολύ πρόσφατα, στον ύπνο του άραγε; Μα, κοιμόταν. Όχι δεν κοιμόταν, δε μπορούσε να κοιμάται. Γούρλωσε τα μάτια του, σφίχτηκε και τα γούρλωσε όσο μπορούσε πιο πολύ λες κι έτσι θα κατάφερνε να διαλύσει την ασχημάτιστη θολούρα που τα παίδευε. Τ' ακαθόριστα σχήματα με τα αδιάφορα χρώματα, "να! αυτό που βλέπω έχει κόκκινο μέσα του. Είναι κόκκινο!" Κουνιόταν. Ήταν ξαπλωμένος. Σε φορείο. Κάτι είχε συμβεί. Κόκκινο. Σαν αίμα. Το αίμα του. Δύο ώρες πριν έβαζε στο στερεοφωνικό το ίδιο τραγούδι που άκουγε τώρα - να η οικεία...