The Honeymooners
Το τραπέζι ήταν γωνιακό, χωμένο σε κάτι γυαλιστερές πρασινάδες που μας έκρυβαν απ' το υπόλοιπο μαγαζί. Ήταν λες και είχαν περάσει όλα τα φύλλα με άζαξ κι αυτά αντανακλούσαν το φωτισμό, στέκονταν ακίνητα σαν γυναικείο πρόσωπο που φοράει μάσκα ομορφιάς από κάτι πράσινο και φοβάται μη σπάσει. Καθίσαμε αντικρυστά σαν μονομάχοι σ' ένα ιδιότυπο μπραντ ντε φερ. Έκανα στην άκρη το τοποθετημένο σερβίτσιο κι έφερα μπροστά μου το σταχτοδοχείο ανάβοντας τσιγάρο αμέσως. Δεν ήθελα να μιλήσω πρώτος, περίμενα από εκείνη μια κίνηση, κάτι, ένα δείγμα αντίδρασης και η σιωπή της δείγμα ήταν, τα μάτια της που εξέταζαν το χώρο τάχα αδιάφορα ήταν κι άλλο δείγμα, συγκέντρωνα δείγματα για τη βραδιά που θ' ακολουθούσε και που ήλπιζα - ανόητα ίσως - να μην είναι τόσο χάλια όσο μου φαινόταν εξαρχής. Ο σερβιτόρος άνοιξε ένα μπουκάλι νερό και γέμισε τα ποτήρια μας. Λες και ήμασταν συννενοημένοι ήπιαμε ταυτόχρονα. Ο σερβιτόρος τα ξαναγέμισε χωρίς να πει κάτι....