Σαν η Γιαννούλα του Κοσμά έμαθε πως θα πεθάνει δεν το πήρε κατάκαρδα. Στριφογύρισε λίγο στο κρεβάτι του μεγάλου νοσοκομείου και ζήτησε απ' τη μοναχοκόρη της να της κάνει αέρα με το περιοδικό γιατί έσκαγε απ' τη ζέστη. Κι όταν η κόρη πνίγηκε στ' αναφιλητά το μόνο που της είπε ήταν: "Κλάψε αλλά κούνα και τα χέρια σου, έγκωσα απ' την κάψα!" Γυρίσανε στο σπίτι με όχημα τη σιωπή, η Γιαννούλα με σφραγισμένα χείλη για εκείνα που έπρεπε να γίνουν στα τελειώματά της, η κόρη ανήμπορη ν' αντισταθεί στο νέο που την παρέσυρε σαν το ρέμα που έσκαγε πλάι στο σπίτι τους πέφτοντας απ' τη βουνοκορφή. Το πρώτο πράγμα που έκανε σαν έφτασε ήταν να βάλει τη μπροστέλα και να καθαρίσει κολοκυθοπάτατα για μπριάμ. Μετά βγήκε στην αυλή και πότισε τις γλάστρες. Στο τέλος έριξε και μια κλεφτή ματιά στο διπλανό το σπίτι, εκεί που έμενε η αδελφή της η Σοφία, που τη φωνή της είχε να την ακούσει χρόνια. Η κόρη της καθότανε άλαλη σε μια γωνιά μπλέκοντας τα δά...