Οι Επισκέπτες
Το σπίτι ήταν χτισμένο στη μέση της πλαγιάς, σαν σκούρος λεκές σε γκρίζο χαλί το χειμώνα που χρυσοπρασίνιζε το καλοκαίρι. Σαν στεκόσουν στην απέναντι πλαγιά έβλεπες τα ζωντανά ν' απλώνονται ως κάτω στην πεδιάδα, σταχτόμαυρα και άσπρα σημάδια σε μια θάλασσα από πυκνά χορτάρια που τα χτένιζε ο αέρας. Εκεί συνήθιζα να κάθομαι με τις ώρες παλεύοντας ν' αντικρίσω έστω για λίγο τη θάλασσα στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, αν όχι όλες, επέστρεφα σπίτι μονάχα με το μπλε τ΄ ουρανού στα μάτια, αυτό της άλλης θάλασσας, της ουράνιας που ήταν το ίδιο απρόσιτη σε μένα όπως και η πραγματική. Απ' την απέναντι πλαγιά έβλεπα κάθε τόσο και τους μουσαφίρηδες που ανέβαζε ο πατέρας μου στο σπίτι μας απ' το φιδογυριστό μονοπάτι. "Μουσαφίρηδες" φώναζε από μακριά, μια φωνή που ακουγόταν μόνο μια φορά κι έφτανε να ειδοποιήσει τη μάνα μου στο πλυσταριό ή στο φούρνο, όπου και αν στεκόταν εκείνη την ...