Αποβροχάρης
Ένα σύννεφο τους έφερε. Μια σκόνη απ' την ευθεία του ορίζοντα καθώς κατηφόριζε προς την αμμουδιά με τ' αλμυρίκια. Στην αρχή η μηχανή τους δεν ακουγόταν καν, η ζέστη ήταν μπόλικη, απόδειξη τα κατακίτρινα καλαμποκοχώραφα που έγερναν στον ήλιο. Εκείνος περπατούσε στο πλάι του δρόμου στο γυρισμό για το σπίτι. Κάποια στιγμή άκουσε τις φωνές και τον ήχο που έκαναν τα λάστιχα στα χαλίκια. Ένας γουργουριστός ήχος ηρεμίας που έμοιαζε με φαί που κοχλάζει στην κατσαρόλα. Σήκωσε το χέρι να κάνει αντηλιά, απ’ τη μια μεριά τα νερά της θάλασσας και απ’ την άλλη εκείνα του δρόμου. Τότε τους αντίκρισε για πρώτη φορά. Το αυτοκίνητο ήταν ένα ξεβαμμένο Φολκσβάγκεν, παλιό, σαν το ασθενοφόρο του Κέντρου Υγείας του χωριού. Όταν υπήρχε ακόμα δηλαδή γιατί πάλιωσε, χάλασε ή κάτι τέλος πάντων και δεν είχε αντικατασταθεί. Το γνώριζε από πρώτο χέρι σαν πέρσι τουμπάνιασε ο ίδιος από τσίμπημα σφήκας – αλλεργία διαπίστωσαν οι γιατροί – και ευτυχώς που βρέθηκε ο Βαρδάκας με τ’ αγρ...