The Honeymooners

     Το τραπέζι ήταν γωνιακό, χωμένο σε κάτι γυαλιστερές πρασινάδες που μας έκρυβαν απ' το υπόλοιπο μαγαζί. Ήταν λες και είχαν περάσει όλα τα φύλλα με άζαξ κι αυτά αντανακλούσαν το φωτισμό, στέκονταν ακίνητα σαν γυναικείο πρόσωπο που φοράει μάσκα ομορφιάς από κάτι πράσινο και φοβάται μη σπάσει. Καθίσαμε αντικρυστά σαν μονομάχοι σ' ένα ιδιότυπο μπραντ ντε φερ. Έκανα στην άκρη το τοποθετημένο σερβίτσιο κι έφερα μπροστά μου το σταχτοδοχείο ανάβοντας τσιγάρο αμέσως. Δεν ήθελα να μιλήσω πρώτος, περίμενα από εκείνη μια κίνηση, κάτι, ένα δείγμα  αντίδρασης και η σιωπή της δείγμα ήταν, τα μάτια της που εξέταζαν το χώρο τάχα αδιάφορα ήταν κι άλλο δείγμα, συγκέντρωνα δείγματα για τη βραδιά που θ' ακολουθούσε και που ήλπιζα - ανόητα ίσως - να μην είναι τόσο χάλια όσο μου φαινόταν εξαρχής.
     Ο σερβιτόρος άνοιξε ένα μπουκάλι νερό και γέμισε τα ποτήρια μας. Λες και ήμασταν συννενοημένοι ήπιαμε ταυτόχρονα. Ο σερβιτόρος τα ξαναγέμισε χωρίς να πει κάτι. Ούτε εμείς είχαμε πει κάτι. Ίσως δεν είχαμε να πούμε και τίποτε. Να τρώγαμε και να πίναμε σιωπηλοί ανταλάσσοντας κρυφές ή φανερές ματιές, σκουπίζοντας τα χείλη κάθε λίγο,  ίσα για να σπάσουμε τη μονοτονία των κινήσεών μας. Όση ώρα κοίταζε τον κατάλογο - και το έκανε γι' αρκετή ώρα, ήταν έξυπνη, περίμενε να κάνω το πρώτο βήμα - την παρατηρούσα, ελαφρώς παχουλή, - "υπερβολικά χυμώδης θα λες όταν αναφέρεσαι σε παχουλές", ατάκα ενός φίλου παλιά που με είχε κάνει να δακρύσω απ' τα γέλια όχι γιατί ήταν αστεία αλλά για τον τρόπο που το είχε πει· ελαφρώς παχουλή λοιπόν, φορούσε ένα ζακετάκι που τη στένευε, αυτό ήταν εμφανές και αντί να την μαζεύει έκανε τα στήθη της να πετάγονται σαν δυο τεράστιοι λόφοι μπροστά της. Μια θελκτική υποψία χαμόγελου, την είχα παρατηρήσει όταν συναντηθήκαμε, χέρια βουτηγμένα στο γάλα και δάχτυλα σαν μικρές, λεπτές γομολάστιχες. Είχε ωραία φωνή, με μια βραχνάδα που υπό κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσε να γίνει υπέρμετρα επικίνδυνη, ήταν και ο λόγος που δεν τίναξα τη βραδιά στον αέρα μόλις συναντηθήκαμε. Γνωρίζοντας τα ατού της, έφερε τον αριστερό της δείκτη με μια άδολη κίνηση και τον εναπόθεσε στα χείλη της, δημιουργώντας μια εικόνα αφοπλιστικής απορίας, παιδιάστικης και γοητευτικής ταυτόχρονα. "Κοίτα να δεις που λολιτίζει", σκέφτηκα.
     Ήπια κι άλλο νερό κι άναψα δεύτερο τσιγάρο. Εκείνη δεν κάπνιζε αλλά δε φάνηκε να την ενοχλεί ο καπνός. Γύριζε τις σελίδες του καταλόγου με τον τρόπο που θα διάβαζε ένα περιοδικό στην παραλία ή στη στάση του μετρό. Μ' εκνεύριζε αυτή η προμελετημένη αδιαφορία, η πρόδηλη διάθεσή της να με κάνει να λυγίσω και να μιλήσω πρώτος, να βρω θέμα συζήτησης προκειμένου να να περάσει έστω επιεικώς διεκπαιρεωτικά η βραδιά.  Ο σερβιτόρος ήρθε να πάρει παραγγελία. 
     Μουρμουρίζοντας σχεδόν παρήγγειλε νάτσος με λιωμένο τυρί και πιπεριές, μια πράσινη σαλάτα με φιλέτο κοτόπουλου και σως μπαρμπεκιου και δύο μοσχαρίσιες μπριζόλες - με το αίμα τους. Ο σερβιτόρος κούνησε το κεφάλι και αποχώρησε. Είχε παραγγείλει και για μένα δίχως να με ρωτήσει. Πριν διαμαρτυρηθώ - ήταν επείγουσα ανάγκη να διαμαρτυρηθώ εκείνη την ώρα -  γύρισε και φώναξε στο σερβιτόρο - "Φέρε και δύο παγωμένες βαρελίσιες μπύρες"!  Δεν είπα τίποτε.  
     Ο δείκτης της μετακινήθηκε και χώθηκε στις μπούκλες των μαλλιών της. Έμεινε εκεί να σκαλίζει το μετάξι τους δημιουργώντας κοχλίες που τυλίγονταν στο δάχτυλο κι έμεναν δεμένοι, την παρατηρούσα να το κάνει με ιδιαίτερη σπουδή, ένα θηλυκό σίγουρο για τον εαυτό του ή αρκετά σίγουρο έως εκείνη την ώρα.
     Έβγαλα το κινητό μου και το περιεργάστηκα. Αναζήτησα τα μηνύματα ενώ δεν είχα κανένα μήνυμα. Προσποιόμουν πως έκανα κάτι πολύ σημαντικό, είχα πάρει το ανάλογο ύφος που δε σήκωνε ενόχληση, όταν σταμάτησα και την κοίταξα, διόρθωνε το κραγιόν της κρατώντας στο άλλο χέρι ένα καθρεφτάκι. Δεν είχα να κάνω κάτι άλλο κι άναψα νέο τσιγάρο. Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της για να πάει παντού η μπογιά κι έπειτα χαμογέλασε στον καθρέφτη. Αν και μικρότερη από μένα αρκετά, ήξερε να παίζει καλά το παιχνίδι της υπόσχεσης.
     Ήρθαν τα νάτσος και οι μπύρες. Δοκίμασε αμέσως ένα αφήνοντας έναν ήχο ηδονής, πιθανότατα απ' το πικάντικο τυρί, το γεμάτο θερμίδες που δεν την ενοχλούσαν. Το έφαγε σε δύο μπουκιές γλείφοντας τα δάχτυλα που το κρατούσαν - ξέρεις να γαμιέσαι εσύ - σήκωσε το ποτήρι με τη μπύρα, τσούγκρισε το δικό μου χωρίς να πει κουβέντα και ήπιε.
     "Να σου πω, μ' αρέσεις", είπε ξαφνικά κοιτάζοντας το τραπέζι. "Δεν έχω πρόβλημα να στο πω. Ίσως να μη σ' αρέσω εγώ, δεν ξέρω, δεν το νομίζω πάντως, τουλάχιστον δεν με απεχθάνεσαι, οπότε κι αν καταλήξουμε για ένα καλό πήδημα μετά - ελπίζω τουλάχιστον να είναι - δεν έχω πρόβλημα. Θα είναι μια ωραία βραδιά".
     Πήρε και δεύτερο κομμάτι απ' το πιάτο κι άρχισε να το τρώει αργά. "Δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Όχι. Αλλά πολλά δεν είχαμε κάνει ως πριν λίγο καιρό που άρχισε όλο αυτό. Ξέρεις. Και ναι.. θέλω να πω, μεγαλώνουμε με κάποιες αξίες κι εγώ δεν είμαι κάποια εύκολη που ανοίγει τα πόδια στον πρώτο τυχόντα... πρέπει να μου αρέσει ο πρώτος τυχόντας για να το κάνω... εσύ μου αρέσεις... και ναι, στο είπα; Α ναι στο είπα, δώσε μου ένα τσιγάρο να χαρείς".
     Το πήρε μόνη της και της το άναψα. Έμεινε για λίγο να καπνίζει και να παίζει πάλι με τις μπούκλες της. "
     "Θέλω να παντρευτώ. Μάλλον. Δεν ξέρω. Θέλω επειδή με πιέζουν απ' το σπίτι; Αναρωτιέμαι. Οι αδελφές μου παντρεύτηκαν. Δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένες. Ειλικρινά δεν ξέρω. Φαντάζομαι πως είναι. Δε λένε τίποτα. Δε μιλάμε γενικά για τέτοια. Θα μιλήσουμε για κάτι που είδαμε στην τηλεόραση. Η μητέρα θα μας δώσει συμβουλές ξανά, κυρίως σ' αυτές βέβαια, πως να κρατάνε τους άντρες τους ικανοποιημένους. Την έχει φοβίσει η κρίση, την καταλαβαίνω. Δεν είμαστε για διαζύγια τώρα. Να είδες; Δεν ξέρω γιατί είπα αυτή τη λέξη. Καμία απ' τις αδελφές μου δεν έχει πει τη λέξη διαζύγιο. Οκ, μπορεί να την έχουν σκεφτεί αλλά την έχουν πει δυνατά. Ίσως όταν είναι μόνες; Δεν ξέρω. Αν εσύ δεν θες να παντρευτείς, δεν πειράζει. Θα πούμε πως θα παντρευτούμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Θα βρούμε μια δικαιολογία. Εξάλλου δεν έχεις σταθερή δουλειά, έτσι δεν είναι; Ε, νάτη η δικαιολογία. Εγώ είμαι άνεργη, θα τους πούμε πως θα χρειαστεί να περιμένουν για να φάνε κουφέτα. Όχι πολύ. Μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα".
     Ο σερβιτόρος έφερε τα υπόλοιπα πιάτα. Η μπριζόλα μοσχομύριζε, μια ιδέα από βούτυρο γάλακτος έλιωνε στην αχνιστή μελωμένη σάρκα. Αρχίσαμε να τρώμε σαν ένα ζευγάρι που μοιράζεται ένα μυστικό, εκμπέμποντας μια ιδιότυπη οικειότητα, μια συστολή συναισθημάτων. Τρώγαμε αργά και σιωπηλά αφήνοντας τους ήχους απ' τα μαχαιροπήρουνα να εμπλουτίσουν τη σιωπή των γυαλιστερών φύλλων γύρω μας, ένα ζευγάρι που το δένει μια σιωπηρή συμφωνία, μια ανάγκη που δεν εκφράζεται με λόγια και που δεν θα εκφραζόταν ίσως ποτέ, θα θαβόταν μαζί με τ' άψυχα κορμιά μας όταν θα το καλούσε η ώρα. Πιστός στην αρχική μου σκέψη, διέκοπτα το φαγητό για να σκουπιστώ, ίσα για να αλλάξω το μονότονο, το προσχεδιασμένο, μια ελάχιστη επανάσταση απέναντι στο προγραμματισμένο.
     "Δε θέλω να μου πεις τι γνώμη έχεις για μένα. Δεν είσαι το πρώτο προξενιό που μου κάνουν. Το εννοώ", είπε μισοτελειώνοντας τη μπύρα της. "Ούτε να μ' αγαπάς θέλω. Να με φροντίζεις μόνο. Και μια αγκαλιά. Την αγκαλιά έχω ανάγκη. Πραγματικά. Ας είναι και ψεύτικη. Θα είναι το μυστικό μας αυτό. Δώσε μου άλλο ένα τσιγάρο σε παρακαλώ".
     Η σκηνή του τσιγάρου επαναλήφθηκε ολόιδια με πριν.
     "Θέλω να με αγκαλιάσει κάποιος καταλαβαίνεις; Εσύ φαίνεσαι σοβαρός. Κρατάς τις συμφωνίες. Κατανοείς την ανάγκη μου, το βλέπω αυτό. Σου είπα πως μου αρέσει η σιωπή σου; Δεν έχεις πει κουβέντα. Αυτό θα πει σωστό αρσενικό. Μου αρέσει που μ' ακούς. Που δεν με κρίνεις ούτε καν σχολιάζεις. Ο σωστός άνδρας πρέπει να μιλάει όταν έχει κάτι να πει και να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει".
     Σταματώ το φαγητό, κι ανάβω τσιγάρο. Την παρατηρώ καθώς γυρίζει την κάφτρα του τσιγάρου στο τασάκι απαλά διώχνοντας κάθε μόριο στάχτης. Η κάφτρα μένει ν' αργοσβήνει πριν την ξαναβάλει στο στόμα και τη φουντώσει με τα χείλη της.
     "Κάποτε κοιμόμουν μόνο και μόνο για να ονειρεύομαι. Τώρα που τα όνειρα έχουν ξεφτίσει κοιμάμαι ελάχιστα πια. Γι' αυτό θέλω μια αγκαλια, έστω και ψεύτικη. Καταλαβαίνεις;"
     Σηκώνομαι και την πλησιάζω. Την αγκαλιάζω όσο πρέπει και τη φιλώ στο μέτωπο. Το κορμί της τρέμει ελαφρά τώρα, αναδύει το άρωμα της παράδοσης και της απόλυτης ανάγκης, μυρίζει νυχτολούλουδο που σαν ξημερώσει θα πάψει να ευωδιάζει. Τη σήκωσα ελαφρα και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο. Είχα περασμένο το χέρι στη μέση της κι εκείνη στη δική μου. Πληρώσαμε το σερβιτόρο και περπατώντας καταλήξαμε σε κάποιο ξενοδοχείο.
      
  

Σχόλια

  1. καθώς διάβαζα ,άλλο τέλος περίμενα....κάποια ατάκα του άντρα και να σηκωθεί να φύγει...μου αρέσει γιατί ο καθένας μπορεί να το συνεχίσει όπως αυτός θέλει.
    καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...