Για ποιον χτυπά η καμπάνα;

  Σαν η Γιαννούλα του Κοσμά έμαθε πως θα πεθάνει δεν το πήρε κατάκαρδα. Στριφογύρισε λίγο στο κρεβάτι του μεγάλου νοσοκομείου και ζήτησε απ' τη μοναχοκόρη της να της κάνει αέρα με το περιοδικό γιατί έσκαγε απ' τη ζέστη. Κι όταν η κόρη πνίγηκε στ' αναφιλητά το μόνο που της είπε ήταν: "Κλάψε αλλά κούνα και τα χέρια σου, έγκωσα απ' την κάψα!"
     Γυρίσανε στο σπίτι με όχημα τη σιωπή, η Γιαννούλα με σφραγισμένα χείλη για εκείνα που έπρεπε να γίνουν στα τελειώματά της, η κόρη ανήμπορη ν' αντισταθεί στο νέο που την παρέσυρε σαν το ρέμα που έσκαγε πλάι στο σπίτι τους πέφτοντας απ' τη βουνοκορφή. Το πρώτο πράγμα που έκανε σαν έφτασε ήταν να βάλει τη μπροστέλα και να καθαρίσει κολοκυθοπάτατα για μπριάμ. Μετά βγήκε στην αυλή και πότισε τις γλάστρες. Στο τέλος έριξε και μια κλεφτή ματιά στο διπλανό το σπίτι, εκεί που έμενε η αδελφή της η Σοφία, που τη φωνή της είχε να την ακούσει χρόνια.
     Η κόρη της καθότανε άλαλη σε μια γωνιά μπλέκοντας τα δάχτυλα της και φυσώντας τη μύτη της. Κάτι μουρμούρισε από μέσα της, η Γιαννούλα δεν έδωσε σημασία, έριξε το φαί στο φούρνο και πήγε στο χολ, εκεί που σ' ένα τραπεζάκι ήταν ακουμπησμένη η τηλεφωνική συσκευή. Έβαλε τα γυαλιά της και σκέφτηκε πως δεν χρειαζόταν ν' αλλάξει φακούς πια· τα σφαλιστά τα μάτια δε θέλουνε γυαλιά, ένα τελευταίο χάδι θέλουνε για το συχώριο και την αγάπη. "Καλύτερα" σκέφτηκε, "ένα έξοδο λιγότερο". Δίχως να βλέπει καλά μέσα απ' τους θολωμένους της φακούς αναζήτησε έναν αριθμό σ' ένα μικρό σημειωματάριο και σαν τον βρήκε τον σχημάτισε στα πλήκτρα. Έβγαλε τα γυαλιά, της έφερναν πονοκέφαλο. 
     "Καλησπέρα παπαδιά. Η Γιαννούλα είμαι. Η Γιαννούλα του Κοσμά. Ναι.... Καλά... Είναι ο παπάς εκεί;"
     Περίμενε.
     "Καλησπέρα παπά μου.  Ναι, η Γιαννούλα. Την ευχή σου. Ναι, γυρίσαμε. Ας τα λέμε καλά. Τι καλά δηλαδή... Σώνει το καντήλι μου κατά πως φαίνεται... Τι τα θες παπά μου... Ναι, ναι, θα' ρθω την Κυριακή στην εκκλησία να προσευχηθώ. Όχι παπά μου, το χατήρι θα σου κάνω, τελειώνω εγώ τώρα, το νοιώθω, το στομάχι μου βαρύ, ξεφυσάω σου λέω. Τι να σου πουν και οι γιατροί, την τύφλα τους... Θεε μου σχώρα με. Παπά μου έχε εσύ την πίστη, εγώ έχω ένα μπριάμι στο φούρνο και λέω μην μου καεί... Μα έχεις όρεξη για κουβέντα και γω δεν έχω χρόνο σου λέω... Λοιπόν, άκου γιατί σε πήρα".
     Μιλήσανε για λίγο. Άναψε και φούντωσε η Γιαννούλα κάποια στιγμή και ύψωσε φωνή στον πατριάρχη του χωριού.  Κατά πως φαίνεται όμως πέρασε το δικό της, αναψοκοκκινισμένη απ' το θρίαμβο επέστρεψε στην κουζίνα εκεί που στεκότανε η κόρη της,  μαρμαρωμένη. "Μωρή, άρπαξε το φαί δεν σου μυρίζει; Άιντε να χαθείς, τι θα κάνεις σαν πεθάνω, θα καείς ζωντανή ή θα ψοφήσεις απ' την πείνα;"

     Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και εκεί λίγο μετά τις 9 χτύπησε η καμπάνα πένθιμα. Η Γιαννούλα που ελάχιστα είχε κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, σουλούπωσε τα μαλλιά της, έβαλε καθαρή μπροστέλα και βγήκε στην αυλή, ντουγρού για τη μεγάλη συκιά, στο σύνορο με το σπίτι της αδελφής της. Στάθηκε πλάι στον κορμό με τα μεγάλα φύλλα που κολλούσανε απ' το γάλα του καρπού κι έκανε πως μετράει τη σοδειά του δέντρου. Βασιλόσυκα, χοντρά, κατάμαυρα, μέλι στο στόμα έρρεε από τούτο το δέντρο που το' χε φυτέχει ο μακαρίτης ο Κοσμάς αμέτρητα καλοκαίρια πριν σαν άφησε τη Γιαννούλα εικοσιδύο χρονώ χήρα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά. Έκανε τον υπολογισμό η γυναίκα, πόσα χρόνια περάσανε από τότε, η καμπάνα ξαναχτύπησε αργά, την μπέρδεψε, έριξε μια μούτζα πάνω της - μικρή ήτανε, χαδιάρικη - για τ' αδύναμο του μυαλού της να μετρήσει. 
     Κάθισε δίπλα στον κορμό, σ' ένα σκαμνάκι που χορτάριαζε εκεί απ' το Χειμώνα και περίμενε. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά και ζέστανε τον κόσμο. Τα τζιτζίκια βρήκαν απάγκιο στη συκιά κι αρχίσανε το κάλεσμά τους. Μια γουστέρα γλίστρησε πιο πέρα, έμεινε για λίγο ακίνητη να κοιτάζει τη γυναίκα που περίμενε και μετά χάθηκε στα χορτάρια.  
     Κόντευε το μεσημέρι σαν φτάσανε οι μαυροφορούσες έξω απ' την αυλή. Τραβήξανε το σύρτη απ' το πορτόνι κι άρχισαν να μετράνε δρασκελιές για το σπίτι. Στην πόρτα η κόρη, έμεινε ενεή αντικρίζοντας το συφερτό που ήδη είχε μπήξει τα κλάματα, χτυπιόταν κι άφριζε για το κακό που βρήκε το κορίτσι, να μείνει ορφανό κι ανύπαντρο. 
     "Τι λυσσάτε μωρέ;", ακούστηκε η φωνή της Γιαννούλας που ξεχώρισε απ' τη σκιά της συκιάς και με αργά βήματα τις πλησίασε αναγνωρίζοντας πρόσωπα ανάμεσα στα τσεμπέρια. Τότε ήταν που έγινε ο πανικός. Οι μαυροφορούσες αντικρίζοντας τη πεθαμένη ολοζώντανη μπροστά τους πάτησαν ακόμα μεγαλύτερες τσιρίδες, έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης κι εκείνη σε μιας τρίτης, το μαύρο ντόμινο του ελέους που σωριάστηκε ανάμεσα στα ζουμπούλια, τις γαρδένιες και τις ορτανσίες!
     Πλησίασε η Γιαννούλα και σαν μέτρησε τις γυναίκες και είδε ποιες ήρθαν στο χαμό της, έφτυσε κατάχαμα και μπήκε μέσα σπρώχνοντας την κόρη της και σφαλίζοντας την πόρτα. "Ξεκουβαληθείτε", φώναξε. "Δεν έσβησε το καντήλι μου ακόμα!" 

     Αυτή ήταν η συμφωνία με τον παπά που ο εκπρόσωπος του Θεού αποδοκίμασε στην αρχή με τη φρίκη να κρέμεται απ' τη γεννιάδα του αλλά μόρωξε στη συνέχεια σαν η Γιαννούλα του μήνυσε πως το λιοστάσι κάτω απ' το νεκροταφείο δεν θα τ' άφηνε στην εκκλησία.  
     "Μα δε γίνεται αυτό ευλογημένη!"
     "Γίνεται και παραγίνεται".
     "Είσαι με τα σωστά σου γυναίκα; Που ακούστηκε να χτυπάει η καμπάνα και να μην υπάρχει νεκρός;"
     "Παπά, άκου να σου πω. Χρόνια τώρα κάθε φορά που χτύπαγες την καμπάνα, κάναμε το σταυρό μας και απορούσαμε ποιανού το λάδι τέλεψε. Σαν μαθαίναμε, κουνάγαμε το κεφάλι, άλλοτε από λύπη κι άλλοτε από κρυφή χαρά και τα υπόλοιπα τα λέγαμε στην εκκλησιά σαν εσύ έψελνες τον πεθαμένο. Ε λοιπόν εγώ θέλω να δω τι θα πουν για μένανε σαν πεθάνω. Ποιες θα φανούν και ποιες θα με κλάψουν!"
     "Σύνελθε Γιαννούλα! Τι πράματα είναι τούτα; Εμπαίζεις το Θεό!"
     "Λογαριασμός μου. Σαν με ρωτήσει, θα του τα πω από κοντά".
     "Βλασφημείς κιόλας!"
     "Για να μη λέμε πολλά παπά... Εκείνο το λιοστάσι..."
      Και κάπως έτσι χτύπησε η καμπάνα.

     Αλλά και κάπως έτσι πικράθηκε η Γιαννούλα που η αδελφή της δε φάνηκε ανάμεσα στις μαυροφορούσες. Για τη Σοφία είχε στηθεί τούτο το πανηγύρι. Μα η αδελφή αρνήθηκε να πάει. Τότε ήταν που το στομάχι βάρυνε ακόμα πιο πολύ λες και η Γιαννούλα είχε καταπιεί αγκωνάρι απ' το βουνό, την έσερνε δεξιά κι αριστερά, την έριχνε στα γόνατα ικέτιδα για μια κουβέντα απ' το πλάσμα εκείνο που είχανε βγει απ' την ίδια μήτρα μα τώρα ούτε στο θάνατό της δεν έδινε απόκριση. 
     Τέλειωνε το καλοκαίρι και το περιστατικό ξεχάστηκε. Μίσεψε η ανάσα της Γιαννούλας, σπάνια έβγαινε στην αυλή πια να ποτίσει τα λουλούδια, καβαλούσε όλο και πιο συχνά το άρμα του ύπνου, ενός ύπνου ταραγμένου απ' όνειρα κι εφιάλτες όπου απ' τη μια ο Κοσμάς την περίμενε στο ρέμα και της έγνεφε και απ' την άλλη έβλεπε την αδελφή της να την κοιτάζει απόκοσμα πάνω απ' το δικό της τάφο και να της πετάει μια χούφτα χώμα στα μούτρα.
     Κι ετότε συνέβη τ' ανομολόγητο. Η καμπάνα χτύπησε πένθιμα ένα απόγιομα λίγο πριν δύσει ο ήλιος και βυθίσει τα σπίτια στο σκοτάδι. Σεπτεμβριάτικος άνεμος έφερε το θάνατο καβάλα έξω απ' το σπίτι της Σοφίας και με μια μαχαιριά της πήρε τη ζωή στα ξαφνικά. "Ανακοπή", είπαν οι γιατροί στη νεκροψία. 
     Μαζεύτηκε ούλο το χωριό την άλλη μέρα στην εκκλησιά του Άι Δημήτρη, οι μαυροφορούσες το χαβά τους, να κλαίνε, να οδύρονται και στο ανάμεσο να τσιμπολογάνε σπερνά. Και τότε μια μαύρη σκιά που λειψοπερπατούσε φάνηκε στη θύρα, πιάστηκε απ' τις καρέκλες και σέρνοντας τα πόδια της έφτασε ως το λείψανο ανάμεσα στα καντηλέρια. Έβγαλε το τσεμπέρι της η Γιαννούλα, έσκυψε και φίλησε τη νεκρή. Βουβάθηκαν, κόσμος και αγίοι.  "Θα μιλήσουμε άραγες στον άλλο κόσμο αδελφή;" φώναξε δυνατά η Γιαννούλα κι ένας άνεμος φύσηξε από κάποιο καπρίτσιο του Φθινοπώρου, πέρασε την ξώθυρα κι έσβησε τα καντήλια... 

Σχόλια

  1. Όπως πάντα, με παρασέρνει η γραφή σου σε συναισθήματα και σκέψεις...
    Καλό ξημέρωμα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...