Τα Χαρούμενα Αγόρια της Ατζαβάρα, του Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν

Ατζαβάρα, ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι κοντά στην Ταραγόνα της Καταλωνίας. Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1974, ενάμισι χρόνο πριν ο δικτάτορας Φράνκο αφήσει την τελευταία του πνοή. 

Το χωριουδάκι που το έχουν εγκαταλείψει οι χωρικοί του -συνήθης τακτική για πολλά ορεινά χωριά της Ισπανίας και δη της Καταλωνίας όπου ο Εμφύλιος άφησε έντονα τα σημάδια του- γίνεται πεδίο συνάντησης και... πειρασμών μιας ετερόκλητης παρέας αστών. Αρχιτέκτονες, συγγραφείς, οικονομικοί παράγοντες, κόρες πλούσιων οικογενειών, καλλιτεχνικές περσόνες, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν αγοράσει τα σπίτια των χωρικών, τα έχουν αναμορφώσει και έχουν δημιουργήσει εκεί το δικό τους καταφύγιο απ΄ την καθημερινότητα και κυρίως, από τα αδιάκριτα βλέμματα. 

Η αφήγηση γίνεται από 4 πρόσωπα, που το καλοκαίρι εκείνο έγιναν μάρτυρες των όσων συνέβησαν ανάμεσα στα μέλη της παρέας, γεγονότα που οδήγησαν και στη σταδιακή διάλυσή της. 
Ο πρώτος αφηγητής είναι ένας έφηβος όπου στην Ατζαβάρα πηγαίνει ως προσκεκλημένος ενός παιδικού του φίλου που είχε κάποτε το όνειρο να γίνει χορευτής. Ο φίλος πλέον, δεν είναι τίποτε άλλο από εραστής ενός μεσήλικα, πλην γοητευτικού σχεδιαστή κοσμημάτων.   
Η δεύτερη αφηγήτρια είναι η Μόντσε, κόρη πλούσιων Καταλανών, παντρεμένη με έναν εξίσου πλούσιο σύζυγο -εκπρόσωπο της «κεντροδεξιάς», που αρχίζει να καταλαμβάνει χώρο στην πολιτική σκηνή της χώρας-, με τον οποίο, ωστόσο, έχει πλέον μόνο τις τυπικότερες των σχέσεων. Απογοητευμένη από τη ζωή, αναζητά νέες συγκινήσεις τις οποίες, αλίμονο, δεν μπορεί να βρει. Εκρηκτικός χαρακτήρας, φτάνει στο σημείο να συγκρουστεί με αρκετούς από την καλοκαιρινή παρέα, μην αντέχοντας άλλο την υποκρισία που περιβάλλει τα πάντα: τον εαυτό της, τους άλλους, το γάμο της, τη χώρα ολόκληρη. 
Ο τρίτος αφηγητής είναι ένας συγγραφέας που όνειρό του είναι να γράψει το σπουδαίο μυθιστόρημα που θα τον κατατάξει στους κορυφαίους λογοτέχνες της χώρας. Μέχρι τότε, όμως, αρκείται στο να μαζεύει στοιχεία και να συγγράφει ιστορικές βιογραφίες για λογαριασμό ενός εκδοτικού οίκου, ο οποίος των πληρώνει αδρά. Η ματιά του για τα όσα συνέβησαν εκείνο το καλοκαίρι ανάμεσα στα μέλη της παρέας είναι ίσως η πιο ψυχογραφική, καθώς εισέρχεται στον πυρήνα των χαρακτήρων με μια διάθεση ενδελεχούς ανάλυσης των ανθρώπων και της εποχής τους.
Τέλος, η τέταρτη αφηγήτρια, είναι αυτή που έως εκείνη τη στιγμή τη συναντάμε στην παρέα, αλλά έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά του παρία. Από τις προηγούμενες περιγραφές, εμφανίζεται ως ένα άβουλο πλάσμα, το οποίο ζει μέσα από τις ζωές των άλλων. Ένα πλάσμα που υπάρχει στο σκηνικό ως ένα διακοσμητικό στοιχείο και μόνο. Μόνο που η αφήγησή της μόνο αδιάφορη και διακοσμητική δεν είναι. 

Ο Μονταλμπάν, που έγινε παγκόσμια γνωστός από τις αστυνομικές ιστορίες του επιθεωρητή Καρβάλιο, αποδεικνύει πως μπορεί εξίσου καλά να γράφει σπουδαία μυθιστορήματα με διαφορετικό πρόσημο. 
Η Ατζαβάρα θα μπορούσε να είναι μια μικρογραφία της ισπανικής κοινωνίας που βιώνει την παρακμή, 35 χρόνια μετά την επικράτηση του Φρανκισμού στη χώρα. Οι ήρωές του αρχίζουν έστω και μεταξύ τους να φωνάζουν το δικό τους «φτάνει πια», παρά το γεγονός ότι αρκετοί εξ αυτών ευνοήθηκαν, στα χρόνια που προηγήθηκαν, από το φασιστικό καθεστώς. Είναι ένα «φτάνει πια» που δεν έχει μόνο πολιτική απόχρωση, αλλά και προσωπική. Είναι τα αδιέξοδά τους που φωνάζουν, είτε πρόκειται για επαγγελματικά, είτε κυρίως για συναισθηματικά. Αν ο Πάολο Σορεντίνο σκιαγράφησε την παρακμή της Ρώμης και της ιταλικής κοινωνίας στην κινηματογραφική La Grande Belezza, το ίδιο κάνει κι εδώ ο Μονταλμπάν, χρόνια πριν, μέσα από την πένα του.
Το μοναδικό αντίδοτο των ηρώων απέναντι στη σήψη και την παρακμή είναι ο έρωτας. Είναι το πολυπόθητο καταφύγιο που αναζητούν οι ήρωες του, απ΄τον αισθησιασμό του άγουρου έρωτα των πιτσιρικάδων έως το ωμό, ετεροφυλικό ή ομοφυλοφιλικό σεξ που αναζητούν οι ενήλικες, έρμαια των παθών τους και των ημικατεστραμμένων ζωών τους.
Υπάρχει μια σκηνή οργίου στο βιβλίο που κρατάει κάμποσες σελίδες, όπου σημειωτέον, πουθενά δεν γίνεται χυδαία, αλλά κυριολεκτικά σου κόβει την ανάσα. Ένα βιβλίο που το ρουφάς ως την τελευταία σελίδα.

ΤΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΑΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΤΖΑΒΑΡΑ
του Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν
σελ. 320-εκδ. Καστανιώτη
μτφ. Τάσος Ψαρρής    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...