Οι Τυφλοί, του Νίκου Α. Μάντη

Κάποια στιγμή η πλειονότητα των Ελλήνων αναγνωστών θα πρέπει να φτύσει την καραμέλα «δεν υπάρχουν άξιοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς». Θα πρέπει να αφήσει πίσω της την ξακουστή γενιά του 30, να ξεχάσει την αμήχανη γενιά του 80 (με τις όποιες φωτεινές εξαιρέσεις της) και να μπει στη διαδικασία να αναζητήσει τη νέα φουρνιά συγγραφέων, αυτή του 21ου αιώνα, στην οποία ανήκει ο Νίκος Μάντης. 

Εδώ έχουμε ένα πολυσέλιδο, δαιδαλώδες μυθιστόρημα 600 σελίδων που στην ουσία είναι τρεις ιστορίες, δοσμένες σε μία. Τρεις ιστορίες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της Ελλάδας, από την Αθήνα του 2012 στην Αθήνα του 1973 και εν συνεχεία σε ένα νησί του 1985, ώσπου να φτάσουμε στο τέλος, στην Αθήνα του 2015. 
Τρεις ιστορίες των οποίων η διαφορετικότητα φαίνεται σε αρκετά σημεία, τόσο στην τεχνική της αφήγησης όσο και στο ύφος, μια διαφορετικότητα που δεν ξενίζει αλλά αρμονικά δένει στο σύνολό της. Κι αυτό είναι επίτευγμα. 
«Οι Τυφλοί» δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Ούτε, πιστεύω πως θα είναι το καλύτερο βιβλίο του 43χρονου Μάντη. Θεωρώ, ως αναγνώστης, πως το μέλλον του ανήκει. Από την άλλη, δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ και πάλι ως αναγνώστης, στην μαγκιά του συγγραφέα να στήσει μια ιστορία σχεδόν από το πουθενά, καταλήγοντας σε ένα μεγάλο μυθιστόρημα σαν αυτά που εκδίδονται στη νεοελληνική λογοτεχνία κάθε δέκα χρόνια, ίσως και παραπάνω.

Το βιβλίο το διάβασα σε μια περίοδο που οι πάσης φύσεως «Μακεδονομάχοι» βγήκαν στους δρόμους με ασπίδες και κράνη, με χλαμύδες και αρχαία τσιτάτα, με άπειρες δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του κάθε πικραμένου που θεωρεί τον εαυτό του γνήσιο απόγονο της Αρχαίας Ελλάδας. Νομίζω ότι δεν υπήρχε καλύτερη συγκυρία, για να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο και να το εκτιμήσει ανάλογα, να προβληματιστεί, να αφεθεί, ακόμα και να γελάσει με τη γραφικότητα, αλλά και να ανησυχήσει όταν αυτή καταντάει επικίνδυνη και ξυπνά άλλες μνήμες, σκοτεινές.

Δεν θα πω πολλά για τις ιστορίες του σπονδυλωτού μυθιστορήματος, καθώς θεωρώ ότι ένα κείμενο βιβλιοπαρουσίασης όπως αυτό, θα αδικήσει το συγκεκριμένο βιβλίο, πολύ απλά επειδή δεν ξέρεις από που να το πιάσεις και που να το αφήσεις. Θα μείνω μόνο σε μια απίστευτη σκηνή, εξαιρετικής αφηγηματικής μαεστρίας, στη δεύτερη ιστορία, εκεί που ο ήρωας, ένας εύζωνας που συμμετέχει στις γιορτές της χούντας στο Καλλιμάρμαρο και αφού έχει τελειώσει με τις παράτες, συνευρίσκεται σεξουαλικά με μία δημοσιογράφο στο διπλανό δασάκι, την ώρα που ο δικτάτορας Παπαδόπουλος μπροστά στο μικρόφωνο ρητορεύει για το έργο της επαναστάσεως... Ανάμεσα λοιπόν στις «πατριωτικές» χουντικές κορόνες για την πατρίδα, τον κομμουνιστικό κίνδυνο, το ελληνικό κλέος, παρεμβάλεται ο νατουραλιστικός λόγος που κυριαρχεί μοιραία σε ένα ζευγάρι που απλώς γαμιέται, με ρήματα όπως «χύσε με», «σκίσε με», «γάμα με πουτσαρά μου». Μιάμισι σελίδα εναλλαγών χουντικού πατριωτισμού και ατόφιου απολαυστικού πηδήματος, σκέτο ποίημα. 
Εξαιρετική ιδέα ήταν και το κεφάλαιο στο οποίο ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της πλοκής μέσω ανταλλαγής σχολίων, χρηστών του Διαδικτύου, το οποίο ο ίδιος συγγραφέας αποκάλυψε πως το εμπνεύστηκε από μια συζήτηση στον ιστότοπο Indymedia. 

Στον συγγραφικό μύλο του Μάντη αλέθονται το ελληνικό κλέος, η Χούντα, τα σταγονίδιά της, η ακροδεξιά, οι βαρεμένοι αρχαιολάτρες, οι έμποροι της πατρίδας, της θρησκείας και των θεωριών συνομωσίας, μα πάνω απ' όλα, όλοι οι Τυφλοί που βρίσκονται γύρω μας.

Ίσως ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε εάν ανήκουμε σε αυτούς.

ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
του Νίκου Α. Μάντη
σελ. 598-εκδ. Καστανιώτη  

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...