Το Τελευταίο Πέταγμα του Φλαμίνγκο, του Μία Κότου


 Τιζανγκάρα, μια μικρή πόλη της Μοζαμβίκης στην ανατολική Αφρική.

Ο αφηγητής είναι ένας ντόπιος διερμηνέας, απαραίτητος σύνδεσμος μεταξύ των τοπικών αρχών και των ανδρών της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ που έχει εγκατασταθεί στη χώρα προκειμένου να διατηρήσει την εύθραυστη ειρήνη. Έχει προηγηθεί η ανεξαρτησία της χώρας το 1975 από την Πορτογαλία, την οποία ακολούθησε ένα εμφύλιος σπαραγμός με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους ιθαγενείς. Η ιστορία της Μοζαμβίκης μοιάζει ολόιδια με εκείνη των υπόλοιπων χωρών της μαύρης ηπείρου που για αιώνες αποτελούσε αντικείμενο εκμετάλλευσης των Ευρωπαίων μέσω της αποικιοκρατίας και πλέον αναζητεί το δικό της δρόμο, τον καθορισμό της δικής της ταυτότητας.
Η αφήγηση ξεκινά με ένα περίεργο περιστατικό. Την εύρεση ενός κομμένου πέους στον κεντρικό δρόμο της πόλης και την προσπάθεια των αρχών να διερευνήσουν την υπόθεση. Σε ποιον ανήκει το κομμένο όργανο; Οι φήμες οργιάζουν, οι ντόπιοι μιλούν για μαγεία, οι αρχές θεωρούν ότι το πέος ανήκε σε κάποιον κυανόκρανο που έπεσε θύμα δολοφονίας. Προκειμένου να εξακριβώσουν την ταυτότητά του αναζητούν την βοήθεια της πιο ξακουστής πόρνης της περιοχής με την ελπίδα ότι εκείνη, αντικρίζοντας το πέος, θα αναγνωρίσει τον κάτοχό του! Στη σχετική εκδήλωση παρίσταται ένας υπουργός της κυβέρνησης, ο ντόπιος, διεφθαρμένος κυβερνήτης και ένας Ιταλός -διοικητικό μέλος της αποστολής του ΟΗΕ- ο οποίος αναλαμβάνει να διεξάγει τις σχετικές έρευνες για λογαριασμό της πολυεθνικής δύναμης.

Αυτή είναι μόνο η σουρεαλιστική εισαγωγή μιας καλά δουλεμένης ιστορίας που στη συνέχεια και έως την τελευταία σελίδα ακροβατεί ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό και την ζοφερή πραγματικότητα. Ο αφηγητής, λόγω της ιδιότητάς του, είναι παρών σε όλες τις έρευνες και τις ανακρίσεις που διεξάγει ο Ιταλός. Μέσω αυτών ο αναγνώστης εισέρχεται σταδιακά στον κόσμο της Τιζανγκάρα, γνωρίζει τους ανθρώπους της, την κουλτούρα, το παρελθόν και το παρόν μιας βασανισμένης χώρας που παρά την απελευθέρωση από τους αποικιοκράτες παραμένει δέσμια της πολιτικής της εκμετάλλευσης, από εκείνους που υποτίθεται ότι έσπευσαν να ανατρέψουν αυτό το καθεστώς. 
Είναι χαρακτηριστική η φιγούρα του ντόπιου διοικητή Ζονάου, ο οποίος από το μέγαρο της πόλης κανονίζει τα πάντα ως ο απόλυτος άρχοντας και εκπρόσωπος της Επανάστασης, που υποτίθεται ότι θα άλλαζε τη μοίρα ενός κατατρεγμένου λαού. Χαρακτηριστική είναι και η εικόνα της συζύγου του, της κυρίας διοικητού, που «λύνει και δένει» στην μικρή τους πόλη που βρίσκεται τόσο μακριά από την πρωτεύουσα και το ίδιο μακριά από κάθε έλεγχο της επαναστατικής κυβέρνησης που υποτίθεται ότι θα άλλαζε τη μοίρα της χώρας προς το καλύτερο. 

Αν ο Κότου έμεινε στην περιγραφή αυτών των γεγονότων, θα μιλούσαμε για άλλο ένα μυθιστόρημα με πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις για την αποικιοκρατία και τις συνέπειές της. Όμως δεν μένει εκεί, προς τέρψη του αναγνώστη. Βυθίζει την πένα του ακόμα πιο βαθιά, στα σπλάχνα της χώρας του και ανασκαλεύει το υπόβαθρο της ίδιας της ύπαρξή της, τον κόσμο των πνευμάτων και της μαγείας, τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις, ανακαλύπτει τον ίδιο τον πυρήνα της αφρικάνικης ηπείρου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη μαρτυρική γη, τα στοιχεία της φύσης, τους ζωντανούς και τους νεκρούς στο πέρασμα των χρόνων, αποκαλύπτει τη χαμένη ταυτότητα της Μοζαμβίκης, το βαθύ «είναι» των ανθρώπων της και του πολιτισμού τους, όπως τον καλλιέργησαν μέσα στο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο που στην αρχή κάθε κεφαλαίου ο Κότου αραδιάζει παλιές δοξασίες της Τιζανγκάρα ή λησμονημένες αφρικάνικες παροιμίες. 

Κάπως έτσι στήνεται αυτή η ακροβασία ανάμεσα στην παράδοση και το σήμερα, τον μαγικό ρεαλισμό και την πραγματικότητα. Και κάπως έτσι τα θύματα ολοένα και αυξάνουν: οι κυανόκρανοι μετράνε απώλειες τη μία μετά την άλλη, άνδρες που περπατούν στο δρόμο και εκρήγνυνται μπροστά στα μάτια όλων. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι πρόκειται για κυανόκρανους που προέρχονται από αφρικανικά κράτη και αυτό γιατί ο ΟΗΕ δεν είχε την πολυτέλεια να στείλει λευκούς στην Μοζαμβίκη, ώστε να μη βρεθεί στη δύσκολη θέση στη συνέχεια να εξηγεί στις δυτικές κοινωνίες τους λόγους που τα παιδιά της τινάχτηκαν στον αέρα. Η επίσημη δικαιολογία βέβαια ήταν άλλη: Πως ο λαός της χώρας θα δεχόταν καλύτερα στρατιώτες που έχουν το ίδιο χρώμα με τους ίδιους, παρά λευκούς που θα θύμιζαν τις σκληρές μέρες της αποικιοκρατίας. Οι νάρκες, όμως, δεν κάνουν διακρίσεις με βάση το χρώμα του δέρματος. Σκάνε σε όποιο πόδι της πατήσει. 

Μέσα σε αυτό το παράλογο σκηνικό καλείται να διεξάγει την έρευνά του ο μάλλον καλοπροαίρετος Ιταλός και πολύ σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με τους δικούς του δαίμονες που μπλέκονται με τις δοξασίες της χώρας στην οποία έχει έρθει με ειρηνικούς - υποτίθεται - σκοπούς. Η Τιζανγκάρα και τα πνεύματά της τον τυλίγουν και τον παρασύρουν στα βάραθρα της αφρικάνικης ψυχής, ώστε να γευτεί το αίμα και την απόγνωσή της, να ακούσει τα τραγούδια της, να δει με τα μάτια του τα φλαμίνγκο να πετάνε προς τη δύση, γιατί αν δεν πετάξουν προς τα εκεί, ο ήλιος δεν θα ανατείλει ξανά (έτσι λέει ένα παλιό γνωμικό της Τιζανγκάρα). 


Και ο αφηγητής; 

Κι εκείνος, νέος, χαμένος ανάμεσα στο αποικιοκρατικό παρελθόν, στο δυσοίωνο παρόν και στο αβέβαιο μέλλον δίνει τον δικό του αγώνα, ώστε να καταφέρει να επανατοποθετηθεί απέναντι στα γεγονότα και την ίδια την ιστορία του τόπου του τώρα που οι καιροί αλλάζουν δραματικά. 

«Τα γεγονότα είναι αληθινά μόνο μετά την επινόησή τους», λέει ένα άλλο παλιό γνωμικό της πόλης. Τόσο ο αφηγητής, όσο και ο Ιταλός θα το αντιληφθούν καλά αυτό, στο τέλος της ιστορίας.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΦΛΑΜΙΝΓΚΟ
του Μία Κότου
σελ. 324 - εκδ. Gutenberg
μτφ. Νίκος Πρατσίνης 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...