Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΝΟΟΥ ΧΡΥΣΟΛΩΡΑ - 3. Ο βασιλιάς της μοναξιάς



«Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν κρείσσον γαρ έστι γαμήσαι ή πυρούσθαι».
    
     Γούρλωναν τα μάτια του αρχιμανδρίτη Τιμόθεου καθώς εκστόμιζε αυτές τις λέξεις και το έκανε συχνά. Σήκωνε και το χέρι με το δείκτη προτεταμένο δείχνοντας προς το Θεό, του οποίου παρέμενε πιστός υπηρέτης για χρόνια, αρχής γενομένης από ένα μοναστήρι της Πελοποννήσου στις αρχές του αιώνα κι εν συνεχεία ως εφημέριος σε ξεχασμένες ενορίες. Σήκωνε το χέρι και το κουνούσε παίρνοντας μια βιβλική στάση, σαν εκείνη των Πατριαρχών των αρχαίων εποχών με την πυκνή, κατάλευκη γενειάδα του να πηγαίνει πέρα δώθε από την ορμή των λόγων του. Μιλούσε και τσιμπούσε λίγο τυρί ή μια ντομάτα απ’ το τραπέζι, έπινε και λίγο κρασί και ξέπλενε το στόμα του. Το δάχτυλο όμως παρέμενε εκεί, υψωμένο, σ’ επαφή με το Θεό.
     «Κατάλαβες Δημήτριε; Πρέπει ν’ αντιστέκεσαι στους πειρασμούς της σάρκας. Αλλά εγώ γνωρίζω πως είσαι καλό παιδί, με αρχές και πως δεν κάνεις τέτοια πράγματα σαν τους νέους της ηλικίας σου!»
     Με αυτή τη διαπίστωση, σήκωνε με δυσκολία τα υπερβολικά πολλά κιλά του απ’ το τραπέζι, μάζευε το ράσο του και αποσυρόταν στην κάμαρά του για τον απαραίτητο μεσημεριανό ύπνο.
     Ο Δημήτριος, που χρόνια αργότερα θα έπαιρνε το φιλολογικό ψευδώνυμο Αντίνοος Χρυσολωράς, καθόταν στο τραπέζι παίζοντας με τα ψίχουλα ενώ ονειρευόταν όμορφες κοπέλες στο Πανεπιστήμιο να του χαμογελούν αφήνοντας μια υποψία υπόσχεσης ή προσμονής να αιωρείται, κορίτσια που μύριζαν φρέσκο σαπούνι με μια νότα γιασεμί, ανατρίχιαζε σαν άκουγε τις φούστες τους να θροΐζουν γύρω του με τον ήχο που κάνουν τα φτερά της μέλισσας που πετάει από λουλούδι σε λουδούδι αναζητώντας τον ανθό που θα τρυγήσει. Αγόρι όμορφο ήταν και ο Δημήτριος  - ίσως με λίγο περισσότερες κοκκινίλες στο πρόσωπο – τα παγάκια από λεμόνι που έτριβε κάθε πρωί στα μούτρα του πέραν απ’ το γεγονός πως τον έκαιγαν δαιμονισμένα, δε βοηθούσαν ιδιαίτερα. Ούτε και το γεγονός πως τον έπαιζε κάθε μέρα εκείνη την περίοδο βοηθούσε ιδιαίτερα στην ακμή του, πέρα ίσως απ’ την ανακούφιση που ένοιωθε στη βουβωνική χώρα η οποία, όπως και να το κάνεις, ξαλάφρωνε για λίγο. Αλλά ήταν τόσο όμορφα τα κορίτσια! Τόσο αέρινα… Απρίληδες στο πεζοδρόμιο και στον περίβολο και στην καφετέρια, Απρίληδες καθάριοι, κρυστάλλινοι και μυρωδάτοι.
     Το Δημήτριο τον φρόντισε η θεία του η Ευγενία σαν πέθαναν οι γονείς του. Τους έχασε κοντά, κοντά, μοναχοπαίδι ήταν, έρμος έμεινε στον κόσμο. Βρισκόταν για χρόνια στη δούλεψη του αρχιμανδρίτη· οικονόμος, κάθε αρχιμανδρίτης χρειάζεται μιαν οικονόμο ειδικά σαν περάσουν τα χρόνια και τα πόδια δε βαστάνε πια όπως παλιά και η φωνή δε βγαίνει και το «κύριε ελέησον» ακούγεται σπασμένο και χωρίς σκοπό.
     Ήταν τα χρόνια της ασκητικής του. Τα χρόνια του τετράγωνου χρόνου, η εποχή που σφυρηλατήθηκε το πλαίσιο της μετέπειτα ύπαρξής του. Ακολουθώντας αυστηρό πρόγραμμα, με νηστεία, προσευχή και επίσκεψη κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, νωρίς, νωρίς από τις 6 σαν χτυπούσε η πρώτη καμπάνα. Στο στασίδι λαγοκοιμόταν ή σκαρφιζόταν στίχους. Μπορεί πάλι να σκεφτόταν μια όμορφη κοπέλα, τη Σοφία ή την Μαρία, να θυμόταν τη μυρωδιά τους και να έκανε όνειρα. Αναγκαζόταν ν΄αλλάζει θέσεις στο στασίδι για να κρύψει την ταραχή της φύσης του. Ακόμα και τα πιο άσπιλα όνειρα κυριεύονται απ’ τη σάρκα. Αφοσιωνόταν στη λειτουργία, όχι στα λόγια που δεν καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς, αλλά στο να σχηματίζει εικόνες στη θέση άλλων που αντίκριζε εκείνη την ώρα. Τη γριά που κουτουλούσε απ’ τη νύστα, τη νεαρή κοπέλα με τη φούστα σχεδόν ως τον αστράγαλο που ανάθεμα και αν έβλεπε ποτέ χαρά στα σκέλια της, το νεωκόρο με το αυστηρό ύφος και την απουσία κάθε τρίχας απ’ το κεφάλι του, τον ιερέα που έβγαινε στην Ωραία Πύλη να λιβανίσει και να υποκλιθεί στους πιστούς · αυτός ήταν ένα πρώτης τάξεως καθοίκι! Με τις μισές γριές τα είχε καλά και τις άλλες μισές τις αφόριζε με τον τρόπο του. Τα πεσκέσια πήγαιναν κι έρχονταν στο ιερό, για το καλό των φτωχών πάντα, η δικαιολογία στο αλισβερίσι είναι διαχρονική και συγκεκριμένη. Δυο διαμερίσματα του έγραψαν ισάριθμες άκληρες χήρες, «για την Εκκλησία» είπαν, αλλά τα έγραψαν σ’ αυτόν μα σάμπως τα χάρηκε; Ψόφησε σαν το σκυλί λίγα χρόνια μετά σαν το ζάχαρο του δάγκωσε το πόδι και τον άφησε λειψό να σαπίζει.
     Έπαιρναν το γυρισμό για το σπίτι, η θεία στο πλευρό του γέρου αρχιμανδρίτη, ο Δημήτριος άλλοτε πιο μπροστά άλλοτε πιο πίσω, βήματα στο πεζοδρόμιο, σκόρπιες σκέψεις στο μυαλό πώς να προχωρήσει ο χρόνος, να κάνει άλματα στο μέλλον, να μην υπάρχει αρχιμανδρίτης, πρόγραμμα, εκκλησιασμός. Να μην υπάρχει νηστεία ούτε οσμή λιβανιού πάνω απ’ το κεφάλι που ξυπνάει απ’ το μεσημεριανό ύπνο. Έπαιρναν το γυρισμό για το σπίτι αργά, καφές μετά με βουτήματα, ανάγνωση εφημερίδας, το κυριακάτικο ψητό που σερβιριζόταν αυστηρά στις δωδεκάμισι το μεσημέρι, ανάλυση του Ευαγγελίου ή του Απόστολου της Κυριακή, μικρές μπουκιές, πικρές μπουκιές, που’ ναι το γέλιο, μα δεν υπάρχει γέλιο, υπάρχει μόνο πρόγραμμα…ανάθεμα την ανάγκη και τους πεθαμένους που έφυγαν νωρίς.  
     Καβάλησε το χρόνο ο Δημήτριος και βούτηξε στα βαθιά. Θες έτσι, θες αλλιώς με τα ψέματα και τις αλήθειες τα χρόνια πέρασαν, βρήκε δουλειά σε μια τράπεζα, έπιασε δικό του σπίτι, τακτοποιήθηκε. Για χρόνια έτρωγε στις δωδεκάμισι το μεσημέρι. Αγνοούσε τους συναδέλφους, τους πελάτες, έβγαζε το μικρό πλαστικό τάπερ κι έτρωγε το φαγητό του σε απόλυτη σιωπή. Το σταμάτησε τη μέρα που του ανακοινώθηκε πως ανάμεσα στους όρχεις του αναπτύσσεται και τρίτο μπαλάκι και πως έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό.
     Ο καρκίνος έγινε ο απροσδόκητος σύμμαχός του σε μια ζωή που κυλούσε στην απραξία και στην τυπικότητα, χωρίς Κύριε ελέησον γιατί ο Κύριος δεν έβρισκε τίποτα να ελεήσει. Άρχισε να γράφει, σελίδες πάνω σε σελίδες, να σβήνει και να γράφει, ποίηση · έτσι νόμιζε, έτσι έγιναν τα πράγματα. Όλη του η ζωή καταγράφηκε σε στίχους και οι λέξεις έγιναν σφαίρες και καρφώνονταν πάνω στον τετράγωνο χρόνο του, οι λέξεις έγιναν βόμβες και τίναζαν στον αέρα κάθε σφυρηλατημένο κομμάτι της ύπαρξής του. Και μπήκε φως, μπήκε αέρας, αλλιώτικος, ένας αέρας ελευθερίας με μια υποψία από ανατολίτικο λιβάνι στην άκρη της μύτης, παραιτήθηκε απ’ την τράπεζα, έθαψε αρχιμανδρίτη και θεία – οι άνθρωποι στη ζωή του πέθαιναν κοντά, κοντά – πούλησε το σπίτι που ζούσαν και είπε… «ανάσανα».
     Πικρή έβγαινε η ανάσα σαν ψηλάφιζε τ’ απόκρυφά του. Θέλει χρόνο ν’ αποδεχτείς πως η ιστορία τελειώνει με σένα, πως δεν θα υπάρξει απόγονος να φέρει τ’ όνομά σου ή έστω ένα ποτήρι νερό στο κρεβάτι σου. Ατέλειωτες ώρες ξοδεύτηκαν στο μικρό γραφείο, συντροφιά με το στυλό και την τακτοποιημένη στοίβα του Α4, καταγράφοντας μιαν αλήθεια συγκεκριμένη, εκείνη του τέλους και  μιαν επιθυμία ανεκπλήρωτη, εκείνη του έρωτα…

Έκλεισε τα μάτια της
Κι έχασαν το φως τους χιλιάδες ήλιοι
Έκλεισε τα μάτια της
Κι έγινα βασιλιάς, ο βασιλιάς της μοναξιάς…

(συνεχίζεται…)

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...