Ρομπέρτο Μπάτζιο

     Βρέθηκαν νωρίς το απόγευμα όπως κάθε φορά, την ώρα που οι μεγάλοι κοιμόντουσαν. Ανέβηκαν την ανηφόρα της πλατείας όρθιοι στις σέλες τους, πατώντας τα πετάλια με δύναμη. Ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα βγαίνοντας ξαφνικά απ' τη γωνία. Του σφύριξαν και γιούχαραν ταυτόχρονα, ο οδηγός δεν απάντησε, έβαλε πρώτη κι έφυγε σαν πέρασαν από μπρος του. Έκαναν το γύρο της Εκκλησίας για να διαπιστώσουν πως πάνω, κάτω ήταν μόνοι τους· κανείς δεν ερχόταν τέτοια ώρα εδώ, ήταν πολύ αργά για ψώνια πέριξ των καταστημάτων και πολύ νωρίς για περατζάδα. Άρχισαν τις σούζες και τα σπινταρίσματα, τις ισορροπίες πάνω στα πεζούλια των παρτεριών, πήδους απ' το ένα πεζούλι στο άλλο με φόρα, όλα σιωπηλά, οι ανάσες τους μόνο ακούγονταν, ξεθυμασμένες κι αυτές απ' τη δίψα της προσπάθειας και την αγωνία της επιτυχίας.
     Γρήγορα βαρέθηκαν και σταμάτησαν, εξάλλου αυτή η ιεροτελεστία γινόταν κάθε φορά που ανέβαιναν με τα ποδήλατα στην πλατεία, το μικρό πάρκο της εκκλησίας τους φιλοξενούσε χρόνια τώρα, από τότε που έπαψαν το μπουσουλητό κι έγιναν αντράκια. Παράτησαν τα ποδήλατα ένα σωρό, το ένα πάνω στ' άλλο, μαζεμένα, μπλεγμένα, όπως και οι σύντομες ζωές τους, το πετάλι του ενός ανάμεσα στις αχτίνες της ρόδας του άλλου, τα τιμόνια στον ουρανό, ετοιμοπόλεμα, να τ' αρπάξουν και να φύγουν μακριά. Μαζί.
     Κάθισαν στο γρασίδι κι έβγαλαν απ' τις τσέπες τις κάρτες. Ποδοσφαιριστές, ομάδες, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, ό,τι μπορείς να φανταστείς απεικόνιζαν αυτές οι κάρτες. Τις κουβαλούσαν σχεδόν πάντα μαζί τους και κάθε φορά σαν τις αντίκριζαν ο θαυμασμός δεν έλειπε απ' τα πυρωμένα πρόσωπα. Πάντα έλπιζαν πως στις λιγοστές ώρες που έμεναν χώρια, κάποιος θα είχε βρει το απαιτούμενο χαρτζιλίκι ώστε να πάει στο περίπτερο και να αγοράσει την ασημένια συσκευασία με τις πέντε κάρτες - πέντε ένα εικοσάρικο - που κατόπιν - αν ήταν σωστός και δεν έκλεβε - θα την άνοιγε εμπρός τους, να διαπιστώσουν όλοι μαζί το μέγεθος του θησαυρού·  όπου θησαυρός κάποιο σπάνιο χαρτάκι που κανείς τους δεν είχε ως εκείνη την ώρα. Σαν γινόταν αυτό άρχιζαν μετά τα παζάρια. "Θα σου δώσω 10 κάρτες γι' αυτήν", "όχι δε θέλω, τις έχω τις πιο πολλές", "χαζός είσαι; αυτή δεν την έχεις", "σου λέω δε θέλω, που θα το ξαναβρώ αυτό;" - τέτοιες κουβέντες ανάμεσα σε σάλια ενθουσιασμού που πετάγονταν ή μύξες που έτρεχαν πάνω στο μπλουζάκι. Πέφτανε κάτι μπάτσες εκείνη την ώρα, λογικό ήταν, κάτι κουβαριάσματα στο χώμα, έχει ωραία γεύση το χώμα σαν είσαι πιτσιρικάς, το φτύνεις μετά μαζί με το χορτάρι και σου μένει στο στόμα εκείνη η ατόφια γεύση της γης που σου θυμίζει πως της ανήκεις. Έτσι κι εκείνο το απομεσήμερο. Αφορμή στάθηκε ένας ποδοσφαιριστής της Ιταλίας - δε θυμάμαι να σου πω τώρα ακριβώς ποιος - αλλά ήταν της Ιταλίας, αυτό μπορώ να στ' ορκιστώ, με τη μπλε φανέλα να γυαλίζει στη φωτογραφία, "εμ, σκουάντρα ατζούρα είναι αυτή, τι θα φοράει;", ένας μπαλαδόρος λοιπόν απ' τη Νάπολι ή τη Ρώμη ή τη Σικελία, ποιος ξέρει και ποιος νοιάζεται να μάθει πια, αποτέλεσε το τρόπαιο της αντιπαράθεσης που άρχισε με λόγια και συνεχίστηκε με σπρωξιές και στο τέλος, τα συνήθη κουβαριάσματα.
     Οι μεγάλοι σαν τσακώνονται βρίζουν και οδύρονται. Οι μικροί πάλι ό,τι κάνουν γίνεται σχεδόν πάντα μέσα στη σιωπή. Ακόμα και το ξεμάλλιασμα ή οι μικρές γροθιές που πέφτουν με όση δύναμη κατέχουν πάνω στην απλήγωτη ακόμα σάρκα - έχετε καιρό μωρέ μπροστά σας να πληγώσετε ο ένας τον άλλον, τι κάνετε έτσι για μια κωλοφωτογραφία; Αυτή τη φωνή της λογικής όμως, κανείς τους δεν την ακούει εκείνη την ώρα. Και το μαλλιοτράβηγμα και οι μπηχτές, οι κοφτές, τα γδαρσίματα συνεχίζονται. Και πρασινίζουν τα ρούχα απ' την τριβή και κάνουν λεκέδες και θα πέσει κι άλλο ξύλο μετά, αυτή τη φορά απ' τη μάνα που θα δει τα λερωμένα ρούχα και θα το πάθει το εγκεφαλικό απ' τη σύγχυση.
     Απ' το ανθρώπινο κουβάρι, υψώθηκε ένα χέρι με την κάρτα στα χέρια, τσαλακωμένη και εκείνη, ίσως και λίγο σκισμένη στην άκρη, ένα μαύρο χάλι και μισό αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, υψώθηκε το χέρι και πάλευε να κρατηθεί εκεί, να δείχνει την κάρτα ώστε ο άλλος της παρέας που δε συμμετείχε - κάποιος πάντα ΔΕ συμμετέχει, είναι διαιτητής ή παρατηρητής ή όπως αλλιώς θες πέσ'το - να το δει και να φωνάξει ΣΤΟΠ. Ο κάτοχος του χεριού μοιραία είναι ο νικητής και νέος ιδιοκτήτης της φωτογραφίας. Σταματάνε όλοι και συμμαζεύονται. Τινάζουν από πάνω τους χορτάρια και λάσπες, σκουπίζουν μύτες με τους αγκώνες και αν είναι τυχεροί δε γλιτώνουν το αίμα, το σημάδι του και το λεκέ του. Το αίμα είναι το χειρότερο. Όποιος ματώσει έχει τη συμπαράσταση όλων μετά  για εκείνα που θα τραβήξει στο σπίτι. Θα πάνε να τον πλύνουν, θα δουν από κοντά την πληγή, θα κάνουν διάγνωση, "έλα ρε δεν είναι τίποτα, η μύτη σου αμολύθηκε μόνο" ή "ω γαμώτι, έσκισες τα χείλη σου", "εσύ μου τα' σκισες", "να μου' δινες την κάρτα απ' την αρχή!", "γιατί; στη χρώσταγα;" κι εκεί, στη βρύση της πλατείας, ξεκινούσε νέο μπατιρντί που συνήθως κατέληγε σε μπουγέλωμα.
     Εκείνο το απομεσήμερο η μάχη έληξε αναίμακτη, κάτι γδαρσίματα μόνο που το συγκρατούσαν το αίμα, δεν το άφηναν να τρέξει, οπότε όλα καλά κι ωραία, αν ένας εκ των διαγωνιζομένων δεν πατούσε τον όρκο και δεν εκστόμιζε βρισιά για την οικογένεια του νικητή - και συγκεκριμένα για την αδελφή του - πικραμένος προφανώς απ' την ήττα του. Σοβάρεψε το πράμα. Άγραφος νόμος είναι να μη μιλάς για την οικογένεια του άλλου, ότι κι αν σου' κανε, όσες κάρτες κι αν σου πήρε. Άγνωστη λέξη η ηθική σαν είσαι δέκα, δώδεκα χρονώ αλλά το ένστικτο που είναι αρχέγονο είναι εκεί για να την υπαγορεύει. Και η τιμή και το φιλότιμο και όλα. Σαν λοιπόν πέφτουν τέτοιες μαχαιριές πισώπλατες, πρέπει ν' ανταποδώσεις. Ξανά στο χώμα, όλοι ένα γύρο να φωνάζουν τώρα, γιατί άλλο πράμα η κάρτα κι άλλο η αδελφή σου!
     Η μάχη έγερνε προς το μέρος του θιγμένου αδελφού όταν μια φωνή πάτησε πάνω στον αχό των άλλων, σαν βροντή που έσκισε το στερέωμα κι ας έλαμπε ακόμα ψηλά ο ήλιος, σαν βροντή που ο κρότος της έκανε τα παράθυρα του κόσμου να τρίζουν και τις παιδικές καρδιές να σταματήσουν να χτυπάνε.
     - Ρε σεις, άμα έχεις καρκίνο πεθαίνεις;
     Ξαφνικά ακουγόταν το τιτίβισμα των πουλιών. Ο αέρας που περνούσε ανάμεσα απ' τα κλαδιά του μεγάλου πεύκου πάνω απ' τα κεφάλια τους. Ένας θα ορκιζόταν πως άκουσε και το βουητό μιας μέλισσας που έψαχνε το ταίρι της ανάμεσα στα λουλούδια. Θα ορκιζόταν επίσης πως την άκουγε ακόμα και σαν εκείνη κάθισε στο μίσχο της κι άρχισε να βυζαίνει.
     Ένα γύρο σχημάτισαν τ' αγόρια. Σαν αρχαίος χορός κάλυψαν το φίλο τους που είχε την απορία,  που κρεμόταν απ' τα μάτια του πια με δάκρυα που ανάβλυζαν αλλά δεν έτρεχαν ακόμα. Αυθόρμητα τον κύκλωσαν να μη φανεί εκτεθειμένος σε ξένα μάτια, κουκούλι γίνανε, ένα δεμάτι από άχυρα καλά σφιγμένο κι αφήσανε τη σιωπή να τους ενώσει.
     - Άκουσα να το λένε ρε. Η μάνα μου έχει καρκίνο ρε. Δε με είδανε αλλά τους άκουσα να το λένε.  Πεθαίνεις ρε; Πείτε μου, πεθαίνεις;
     Τι να πεις και τι να ομολογήσεις τώρα; Σκύψανε το κεφάλι κάποιοι, άλλοι πήγανε να σπάσουνε τον κύκλο κοιτάζοντας αλλού·  ευτυχώς κρατήθηκαν και μόνο η ματιά τους έκοβε βόλτες. Ο νικητής της κάρτας έκανε ένα βήμα μπροστά - είχε χάσει γιαγιά και θείο απ' τον καρκίνο, δεν ήξερε τι είναι παρά μόνο πως μύριζε θανατικό - σήκωσε το γδαρμένο του χέρι - το ίδιο χέρι που είχε σηκώσει την κάρτα νωρίτερα - κι το' βαλε στον ώμο του απορημένου. Τον έσφιξε δυνατά.
     Ένας άλλος θεώρησε σωστό να σπάσει τον κύκλο, να τρέξει ως το περίπτερο στην άλλη γωνία της πλατείας και να γυρίσει βολίδα κουνώντας πέντε ασημένια φακελάκια - θησαυρός μάγκα μου! - πέντε (!) φακελάκια με κάρτες. Έσκισε το ένα εμπρός τους μ' ένα χαμόγελο ενθουσιασμού και συνωμοσίας. Κανείς τους δεν κουνήθηκε κι ας έπαιζαν τα μάτια τους προς τα εκεί. Χάθηκε ο ενθουσιασμός κι οι κάρτες πέσανε στο χώμα.
     - Στη θάλασσα. Πάμε στη θάλασσα, ακούστηκε μια φωνή.
     Πήραν το φίλο τους στα χέρια σχεδόν, ένα μελίσσι που βγήκε απ' τη φωλιά του, ανέβηκαν στα ποδήλατα και όρμησαν κουδουνίζοντας για την παραλία. Είχε δρόμο αλλά ποιος νοιαζόταν; Τι σημασία έχει ο χρόνος μωρέ για τα παιδιά;
     Φτάσανε το σούρουπο σχεδόν. Έρημη η ακτή, Μάρτης μήνας ακόμα, ήτανε ζεστή η μέρα αλλά τώρα πάγωνε σιγά, σιγά και τα κύματα ήτανε αφρισμένα και σκάγανε με ορμή και τους πιτσίλισαν κι έβαλαν τα γέλια και παρατήσανε τα ποδήλατα και κυλίστηκαν στη νοτισμένη άμμο και δώστου παιχνίδι και δώστου αψιμαχίες και φάε χώμα ξανά, χώμα κι αλάτι, χώμα κι αλάτι και φύκια και πάμε μαζί και είμαστε εδώ, είμαστε ένα, ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΡΕ, και "ψόφα καρκίνεεεεεεεεεεε".... μια φωνή από εφτά στόματα, κραυγή μωρέ, ποια φωνή, κραυγή αντρών ήτανε, ιαχή πολέμου κι επίθεσης, πνευμόνια που σκάγανε από υγεία και φουσκώνανε και ξεσπούσανε! Κι οι γλάροι κράζανε και αυτοί, πετάξανε δύο γύρες πάνω απ' τα κεφάλια τους και χάθηκαν στον ορίζοντα που μέλωνε τούτη την ώρα.


Τρεις μήνες μετά έχασα τη μάνα μου. Αλλά ξέρεις κάτι; Ήτανε όλοι τους εκεί...

Σχόλια

  1. Υπέροχο, ακαταμάχητα αγορίστικο και αληθινά ανθρώπινο. Α ρε φίλε, ξέρεις να γράφεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τί όμορφα που αφηγείσαι!!! ρεαλιστικά και συναισθηματικά...
    Υπέροχο κείμενο πραγματικά.
    και ιδιαίτερο... μια πρωτότυπη ιδέα
    που πήρε σάρκα και οστά (ματωμένα, πονεμένα...)
    και έγινε σημείο αναφοράς
    στις ζωές όλων μας...

    και πόσο σημαντικό να είναι εκεί όλοι...
    ή να μην είναι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι ήθελα και το διάβαζα; Λυπήθηκα...
    Και μου το λέγατε να μην το διαβάσω.
    Αλλά επειδή είμαι ξεροκέφαλη πάω και στο επόμενο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...