Μια νύχτα στο γεφύρι

      Άξαφνα άνοιξε τα μάτια της η Ειρήνη κι αντίκρισε στο μισοσκόταδο τη φιγούρα του Άι Νικόλα βλοσυρή μα και γαλήνια συνάμα όπως τη φώτιζε το καντήλι. Ένα σκυλί αλύχτησε κάπου μακριά κι ένα ξαφνικό αγέρι λες κι έβγαλε χέρια και γρατζούνισε το παραθύρι της. Μαύρο σκοτάδι έξω, πυκνό, μυστήριο, απ' τα σκοτάδια που κάνεις το σταυρό σου.
     Γούρλωσε τα μάτια της η γυναίκα σαν το χέρι της ένοιωσε το άδειο στρώμα. Πάτησε με τις παλάμες κοντά, κοντά τα στρωσίδια, τινάχτηκε σκόνη στο ημίφως μα δεν ακούστηκε φωνή, ούτε καν ανάσα απ' εκείνον που έπρεπε να κοιμάται πλάι της. Σταυροκοπήθηκε, πέταξε τα σκεπάσματα και μεμιάς βρέθηκε μ' ένα σάλι της μακαρίτισσας της μάνας της στους ώμους να κοιτάζει ένα γύρω.
     Τα παιδιά κοιμούνταν στην άλλη κάμαρη, άκουγε τις ανάσες τους, τις γνώριζε καλά δε χρειαζόταν να δει ποιο ήταν πεσμένο πού. Και τα δυο της τ' αγόρια και το στερνοπούλι, η Αγαθώ της, κοιμούνταν από νωρίς αφού είχαν αποφάει κάτι λαχανίδες και λίγη ξερή μπομπότα. "Πιείτε νερό", τα ορμήνεψε η μάνα. "Πιείτε να φουσκώσει η μπομπότα μέσα σας να μην πεινάτε", ήθελε να πει μα το μετάνιωσε. "Πιείτε νερό", ξανάπε μόνο αφήνοντας τις εξηγήσεις κατά μέρος.
     Η Ειρήνη σαν συνήθισε το σκοτάδι κάθισε στο κρεβάτι και ξανάκανε σταυρό της. Το μυαλό της δούλευε τώρα, είχε ξυπνήσει για τα καλά κι ας την αγρίευε τ' αγέρι που πάλευε με το παράθυρό της. "Που είναι ο ευλογημένος;" αναρωτήθηκε φωναχτά.

     Σαν οι Γερμανοί έμπαιναν στην Πολωνία η Ειρήνη γεννούσε την κόρη ενώ τα δυο αγόρια θαρρείς και είχαν ξεπεταχτεί ανάμεσα στους σκληρούς χειμώνες που προηγήθηκαν. Ο Νικολής, ο άντρας της, γελούσε και της ψιθύρισε, "φτάνει τώρα", φιλώντας την στοργικά στο ιδρωμένο μέτωπο. Ήπιε μια μπότσα κρασί εκείνο το βράδυ για τα γεννητούρια. Η Ειρήνη απ' το κρεβάτι, με το μωρό κρεμασμένο στο βυζί έσφιγγε τα χείλη.
     Γερμανούς δε γνώρισε το χωριό, μόνο Ιταλούς, καμιά εικοσαριά ήταν από δαύτους, αμούστακα παιδαρέλια οι περισσότεροι κι ένας ανθυπολοχαγός ο Λουίτζι, Λατίνος εραστής ολκής, με μια ολόισια χνουδωτή γραμμή να τονίζει το χαμόγελό του σαν περπατούσε, με τις μπότες να γυαλίζουν στα λασπόνερα.  
     Ο χρόνος κυλούσε αργά σ' εκείνη την πιθαμή γης ανάμεσα σε δύο κόλπους, που έσκιζε το γαλάζιο και το' κανε ν' αφρίζει στις παρυφές του· έμοιαζε με λόγχη από θεόρατο κοντάρι ενός Γίγαντα που πολέμησε τα αρχαία χρόνια σε τούτα τα μέρη. Η λόγχη έσπασε αφού ποτίστηκε με αίμα, αναδεύτηκε με την αλμύρα της θάλασσας και κάρπισε. Ελιές κι αμπέλια, ροδακινιές και βερικοκιές, κερασιές και μουσμουλιές, θεόρατα πεύκα και πανύψηλα κυπαρίσσια. Ευλογημένος τόπος ήτανε κι αυτό το αναγνώριζαν πρώτοι και καλύτεροι οι κατακτητές καθώς τους θύμιζε τον τόπο τους στην άλλη άκρη της θάλασσας, εκεί που τους περίμεναν γυναίκες με τα παιδιά στον κόρφο να βυζαίνουν, γονείς να λιάζονται στ' απομεσήμερο, ζωντανά να αργομασάνε την τροφή τους κοιτάζοντας αδιάφορα τον κόσμο.
     Ήρεμα τα περνούσαν νικητές και ηττημένοι. Τα μέτωπα ήταν μακριά και οι καπνοί τους δεν έφταναν να δακρύσουν τα μάτια τους, στ' αυτιά τους δεν αντηχούσαν οι προσευχές των πληγωμένων. Έμοιαζε σαν να μην είχαν να μοιράσουν τίποτα Έλληνες και Ιταλοί, κάποιοι τα' πιναν μαζί στο καφενείο και μόνο ο Λάζαρος, ο κομμουνιστής έφτυνε κάθε φορά που αντίκριζε το χακί της στολής τους.
     Ο Νικολής είχε νταραβέρια με τους Ιταλούς. Το ένα ήταν τα ξύλα που τους μάζευε απ' το δάσος και που έπειτα τα έκανε ντάνες στον περίβολο της ιταλικής διοίκησης για να περάσουνε ζεστά το Χειμώνα. Το άλλο ήταν το πάθος για το κρασί και την καντάδα. Αλέγκροι οι Ιταλοί, μεράκλωναν με το κοκκινέλι απ' τα αμπέλια του κάμπου, ρουφούσαν και το μύδι απ' τη θάλασσα με θόρυβο, ίσα να τ' ακούσουν να γλιστράει στον ουρανίσκο τους και ΄πιάναν το τραγούδι με κιθάρες και μαντολίνα. Ένας καημός είναι ο πόλεμος κι άλλος ένας ο αποχωρισμός. Την απώλεια δεν την μετρούσαν καν, δεν γραφόταν στα τεφτέρια τους. "Όλοι θα γυρίσουμε αδέλφια", φώναζαν κι έκλαιγαν μαζί μιας και το κρασί το' χει αυτό, να φέρνει δάκρυα στα μάτια. Από κοντά κι ο Νικολής τσούγκριζε και πέταγε σκόρπιες κουβέντες στα ιταλικά προκαλώντας ξεσπάσματα γέλιου κι επευφημίες γιατί "λα βίτα ε μπέλα φρατέλο, έι;;;" κι άσε τους τρελούς να σκοτώνονται στα χιονισμένα χαρακώματα. Η ζωή είναι λάδι και κρασί, και ψωμί φρέσκο και ντομάτα ζουμερή με μπόλικα σπόρια και το σύκο που λιώνει στο χέρι σου και το μελώνει. "Κράσο, κράσο, βίνο," φώναζαν στον ταβερνιάρη και τ' αστέρια έλαμπαν και ο γκιώνης τραγουδούσε.   
     Έπιανε το μεσονύχτι σαν επέστρεφε τρεκλίζοντας και τραγουδώντας ο Νικολής στο σπίτι, με την Ειρήνη να κάνει πως κοιμάται κι έπειτα να νοιώθει το κορμί του βαρύ να ξαπλώνει πλάι στο δικό της και το ρέψιμο απ' τις αναθυμιάσεις του κρασιού να βρωμίζει την κάμαρη κι εκείνον να ροχαλίζει στη στιγμή. Η Ειρήνη έκλεινε τα μάτια κι έμενε ξάγρυπνη ως το ξημέρωμα.

     Ήταν άγρια νύχτα εκείνη. Ο Χειμώνας είχε πιάσει νωρίς φέτος, στην Αθήνα λέγανε πως οι ανθρώποι πέφτανε σαν τις κατσαρίδες στο δρόμο, άπνοοι σωριάζονταν και τους ΄τρώγαν τα σκυλιά. Η κάμαρη έμπαζε από δύο - τρεις μεριές, το άχυρο πλέγμα με το χώμα δεν κάνανε δουλειά, ήθελε κάτι παραπάνω κι ο ευλογημένος όλο κι έλεγε "θα το φτιάξω" κι όλο και πιο μεθυσμένος γύριζε κάθε φορά. Κι όμως, εκείνο το βράδυ όντως γύρισε νωρίς. Και χάιδεψε λίγο τα παιδιά που κάνανε μαύρα μάτια να τον δούνε. Και ξάπλωσε. Και η Ειρήνη σταυροκοπήθηκε γιατί μόνο αυτό της είχε απομείνει να κάνει. Σαν ξύπνησε όμως ήταν μόνη στην κάμαρη κι ο άντρας της άφαντος.
     Ο Νικολής δεν φοβόταν το σκοτάδι. Σαν η Ειρήνη αποκοιμήθηκε, ακροπατώντας σηκώθηκε, ντύθηκε σιωπηλά και βγήκε στην αυλή. Ο πρωτότοκος τον είδε να φεύγει σ' ένα γύρισμα του ύπνου του μα νόμιζε πως έβλεπε όνειρο κι άλλαξε πλευρό χώνοντας την πατούσα του στα μούτρα του αδελφού του.
     Λίγες ώρες πριν, σαν σέλωνε το γάϊδαρο για να κουβαλήσει ξύλα στην πόρτα του παπά, τον βρήκε ο Λάζαρος στο δρόμο και στάθηκε να του μιλήσει. Ο Νικολής δεν είχε πολλά μαζί του, οι μπολσεβίκοι δεν του γέμιζαν το μάτι μα μια καλημέρα την έλεγε.
     - Έλα στής χήρας το βράδυ. Θα' χει κρασί και γυναίκες, του ψιθύρισε εκείνος.
     Η ταβέρνα της χήρας ήταν λίγο έξω απ' το χωριό, πλάι στον ερειπωμένο σιδηροδρομικό σταθμό.
     - Γυναίκες; Από που; γυάλισε το μάτι του Νικολή.
     - Τι σε νοιάζει; Θα' χουμε καλή σειρά, άκου με που σου λέω.
     Έτοιμος ήταν να πει το ναι, μα κοντοστάθηκε καθώς θυμήθηκε πως μιλούσε σ' έναν μπολσεβίκο. Πήγε ν' αρνηθεί μα το μετάνιωσε. - Καλά, θα δω, είπε μόνο.
     Χαιρετήθηκαν και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
     Έπαιξε με τα πιτσιρίκια ο Νικολής κι άφησε ως και την Αγαθώ να του τραβήξει τα μουστάκια καθώς λυνόταν στα γέλια. Ένα ζυμάρι ήταν το παιδί στα χέρια του. Η ματιά του έσυρε να βρει την Ειρήνη που είχε πάψει πια να τον λογίζει για εραστή της. Κλείσανε τα μπούτια της σαν γέννησε την κόρη, το στερνοπούλι, ούτε χάδι μήτε φιλί πια, αλλά ούτε και να τον αγγίξει. Έσφιξε τα χείλη ο άντρας καθώς την έβλεπε εκεί να πλένει κάτι τεντζερέδια, έκανε άλλον ένα γύρο η ματιά του στα παιδιά τους, ξεφύσηξε, σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει. Μα δεν είχε ύπνο ούτε ξεκούραση η νύχτα εκείνη. Τα λόγια του Λάζαρου έρχονταν ξανά και ξανά στο μυαλό του. Ονειρεύτηκε κρασί να κυλάει σε άγουρα στήθη, να βγάζει τη γλώσσα και να ξεδιψάει σταλαγματιές απ' τη ρόγα της γυναίκας. Δαιμονίστηκε. Κράτησε σφιχτά το μαξιλάρι και περίμενε. Είχε πάρει την απόφασή του.

     Ακολούθησε τις παλιές γραμμές του τρένου που είχαν πάψει να είναι χρήσιμες πια, το τραίνο είχε σταματήσει τις διαδρομές του πριν τον πόλεμο. Περπατούσε αργά, προσεκτικά ανάμεσα στις τραβέρσες με τον άνεμο εχθρό του να τον σπρώχνει πίσω κι εκείνον να σκύβει μπροστά, όλο και πιο δυνατά, ακόμα πιο δυνατά.
     Στα μισά του δρόμου έφτασε στο γεφύρι. Δεν ήταν ψηλό, κάπου δέκα πόδια  με καλαμιές και άγρια βάτα δεξιά κι αριστερά του. Απ' τις σκιές ξεπήδησε ο Λάζαρος και του΄ κοψε το αίμα...
     - Τι κάνεις μωρέ εδώ;
     - Σε περίμενα Νικολή. Να πάμε στης χήρας, όπως ακριβώς τα' παμε, απάντησε σιγανά εκείνος.
     - Είπαμε; Τίποτα δεν είπαμε. Σου' πα θα δω, δεν είπα πως θα' ρθω.
     - Να' σαι όμως. Για κει τραβάς.
     - Και που το' ξερες μωρέ βουρλισμένε πως θα κινούσα κατά ΄κει;
     - Ε... Νικολή είπαμε. Κρασί και γυναίκες.
    - Κρασί και γυναίκες ε; αναρωτήθηκε ο Νικολής γι' άλλη μια φορά, σίγουρος πια πως έκανε τη σωστή επιλογή. Άφησε ένα γέλιο να κυλήσει στις ράγες ώσπου το κατασπάραξε ο αέρας.
     - Άιντε, πάμε μωρέ Σταλινόπαιδο, χωράτεψε και προχώρησε.
     Σαν έφτασε δίπλα του, ο Λάζαρος με μια κίνηση του έβαλε στον κρόταφο ένα πιστόλι και τράβηξε τον κόκορα.
     - Θα πάμε Νικολή. Αλλά όχι μόνοι.
     Στο λεπτό βρέθηκαν κοντά τους τρεις φιγούρες κρατώντας όπλα. Κόμπιασε ο Νικολής κι εκείνη την ώρα του φύγανε τα πρώτα κάτουρα που τα' νοιωσε ζεστά να κυλάνε ανάμεσα στα πόδια του.
     - Τι... τι.. θέλετε;
     Ο ένας απ' τους τρεις πλησίασε πιο κοντά και είπε βραχνά
     - Μαθαίνω πως έχεις παρτίδες με τους μακαρονάδες σύντροφε.
     - Παρτίδες;; Τι παρτίδες; Εγώ.. δεν ξέρω τίποτα.. Τι να ξέρω εγώ;
     - Ε, πως Νικολή, αντιγύρισε ο Λάζαρος. Όλο μαζί τα πίνετε στην ταβέρνα της πλατείας αλλά και στο καπηλειό του λιμανιού. Παντού μαζί τους είσαι.
     - Εγώ... εγώ μόνο ξύλα τους κουβαλάω. Μάρτυς μου ο Θεός. Τι λες μωρέ Λάζαρε; Αφού ξέρεις. Έχεις μάτια και βλέπεις μωρέ!
     - Μα επειδή έχω μάτια, γι' αυτό και σ' έφερα εδώ απόψε. Οι Ιταλοί σ' εμπιστεύονται. Τώρα που μιλάμε είναι στην ταβέρνα της χήρας, οι περισσότεροι από δαύτους κι εκείνος ο λιμοκοντόρος ο αξιωματικός τους. Μεθάνε. Κάποιοι ίσως να πηδάνε κιόλας δυο πιτσιρίκες που φέραμε γι΄αυτό το σκοπό απ' Μεγαλοχώρι. Σε θέλω να τους πιάσουμε πάνω στη γλύκα!
     - Εμένα; Τι ξέρω εγώ; Τι να κάνω εγώ;
     - Τίποτα λεβέντη μου, ξαναμίλησε η σκιά με τη βραχνή φωνή. Τίποτα δύσκολο δηλαδή. Να μαζέψεις τα όπλα τους θέλουμε, σε μιαν άκρη, να τα κρύψεις σα να λέμε και να μην προλάβουν να τα πιάσουν σαν μπουκάρουμε.
     - Τι; Τι λέτε μωρέ; Πως θα το κάνω αυτό; Θα με δούνε, θα με σκοτώσουνε σας λέω.
     - Πίνουνε απ' το απόγιομα, μη σκιάζεσαι. Και η χήρα στο κόλπο είναι. Όσοι είναι όρθιοι ακόμα δεν θα βλέπουνε μπροστά τους. Δεν θα δυσκολευτείς.
     - Και γιατί δεν το κάνετε μόνοι σας μωρέ; Τι με θέλετε 'μένα;
     - Να χαρώ εγώ πατριώτη και ήρωα μαζί, γέλασε η φωνή. Γιατί εσένα γαμημένε σε ξέρουνε και σ' εμπιστεύονται. Κατάλαβες; 
     Στέγνωσε ο λαιμός του Νικολή κι ο αέρας έκανε τα κατουρημένα παντελόνια του να κολλάνε πάνω στο δέρμα του και να βρωμάνε. Ο Λάζαρος έφτυσε στο χώμα.
     - Προχώρα κι αν όλα πάνε καλά ίσως να τη γλυτώσεις... σύντροφε.
     Και προχώρησαν στο σκοτάδι. Ένα μπουλούκι όλοι τους, σκιές θανάτου κι ενός φοβισμένου μπεκρή. Μπροστά τους φάνηκε το περίγραμμα του σταθμού, ένας σκούρος όγκος στο σκοτάδι. Πιο πέρα δυο φώτα μέσα στη μαυρίλα, οι λάμπες που αχνόφεγγαν στα παραθύρια τής ταβέρνας. Πλησίασαν. Πάγωσε ξαφνικά ο Νικολής και τρέμανε τα πόδια του. Του φαινόταν πως θα τα ξανάκανε πάνω του. Λιγοψύχησε.
    - Έλα, να τελειώνουμε, μουρμούρισε ο Λάζαρος σπρώχνοντάς τον με την κάνη του όπλου.

     Ξημέρωνε σαν ο Νικολής γύρισε στο σπίτι. Σερνόταν, δεν περπατούσε. Μια άθλια φιγούρα που μύριζε κάτουρο κ' ιδρώτα μαζί. Μπήκε στο σπίτι αδιάφορα δίχως να νοιαστεί ποιους θα ξυπνήσει. Τράβηξε για την κάμαρη εκεί που τον περίμενε ξάγρυπνη η Ειρήνη.
     - Σύρε να πέσω, είπε μόνο.
     Έκανε πιο πέρα εκείνη κι ανασήκωσε τα σκεπάσματα.
     - Κατουρήθηκες, δήλωσε μονάχα, ουδέτερα, σαν να συνήθιζε μια άλλη μυρωδιά απ' κείνη του κρασιού.
     Έπεσε πλευρό, δείχνοντάς της την πλάτη του.
     - Τους φάγανε. Όλους, είπε μόνο.
     Κόπηκε η ανάσα της. Τον τράβηξε απ' τον ώμο.
     - Ποιους; Τι λες;
     - Πάει ο Λουίτζι κι όλοι τους. Πάνε όλοι σου λέω. Τους φάγανε. Αίμα, βάψανε τις γραμμές με αίμα. Τους βγάλανε έξω με τα σώβρακα και τους μαχαιρώσανε σαν τραγιά. Ούτε μια σφαίρα δε χαλάσανε.
     - Χριστός και Παναγία, Άγιε μου Νικόλα βοήθα μας!
     - Θα περιμένει η Αντριάνα τον Λουίτζι. Το' ξερες εσύ πως ήτανε παντρεμένος με Ελληνίδα; Θα τον περιμένει εκεί, στο χωριό τους. Έχουν και δυο αγόρια, τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Αχ, πάει ο έρμος ο Λουίτζι...
     Τον έπιασε κλάμα βουβό. Έχωσε το πρόσωπο στο μαξιλάρι κι έκλαιγε στη σιωπή. Τα παιδιά ξυπνήσανε απ' ένστικτο, η Αγαθώ έβαλε τα κλάματα. Η Ειρήνη πήγε να τα συγυρίσει, να τα καθησυχάσει, να τα φέρει βόλτα.
     Τον άκουσε να τραγουδάει το "Λα Ντόνα Ε Μόμπιλε" μέσ' στα αναφιλητά του, όπως το' κανε τόσα βράδια με τον Λουίτζι στην ταβέρνα. Έκλεισε την πόρτα της κάμαρας. Τα παιδιά πεινούσαν. Έπρεπε να τα ξεγελάσει.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...