Θερισμός



Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ
καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Νίκος Γκάτσος, Αμοργός


1. Πρελούδιο

     Είναι αυτό το φως που με τυφλώνει. Το Κίτρινο που απλώνεται σ’ ένα παράλληλο άπειρο με το Μπλε· το Μπλε που πάνω του απιθώνω το βλέμμα μου και το αφήνω σαν μωρό παιδί που κοιμάται στην κούνια. Το παρατηρείς  και κάνεις όνειρα για εκείνο μα είναι φορές που τα όνειρα τα δικά σου δεν συνταιριάζουν μ’ εκείνα που το κυριεύουν. Μα για να είμαστε σωστοί και δίκαιοι, που να χωρέσουν τόσα όνειρα; Πώς να γίνουνε πράξη σαν ο κόσμος είναι τόσο ευμετάβλητος; Γι’ αυτό κι εγώ ονειρεύομαι μοναχά το τώρα.
     Η πεδιάδα μπροστά μου ανασαίνει. Το σώμα της είναι ένα, ενιαίο, ξαπλωμένο στη γη, χρυσαφένιο απ’ άκρη σ’ άκρη με μικρές καφετιές λωρίδες ανάμεσα, σαν αρτηρίες που μεταφέρουν αίμα και το κρατάνε ζωντανό. Ανασαίνει άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργά, ανάλογα με την πνοή του ανέμου. Ετούτη την ώρα σιωπά. Δεν φυσάει άνεμος και η γη κρατάει την ανάσα της, τα στάχια ορθώνονται στον ήλιο ακίνητα, δεν ακούω το τραγούδι του τζίτζικα, ούτε καν το σούρσιμο της σαύρας στο χώμα. Και τούτο το φως με υπνωτίζει. Σηκώνω τα μάτια ψηλά.
     Αυτό το Μπλε τ’ ουρανού μας. Αν μπορούσα θ’ άπλωνα το χέρι να κόψω ένα κομμάτι του, θα το έβαζα στο στόμα και θα το κατάπινα μόνο και μόνο για να σβήσω τούτη τη φωτιά που καίει τα σωθικά μου· σαν γινόταν κι αυτό θ’ ακτινοβολούσα ουρανό, ένας άνθρωπος από ατόφιο μπλε, θα γινόμουν μια μικρή, περιφερόμενη θάλασσα, ένας καθρέφτης απέναντι σ’ εκείνον τ’ ουρανού. Θα έχω κόλπους και κολπίσκους, αμμουδιές και φύκια. Θα ξεκολλούσα άλλο ένα κομμάτι και θα επαναλάμβανα τη διαδικασία στον πρώτο άνθρωπο που θα συναντούσα στο δρόμο μου. Έπειτα σε άλλον και μετά σ’ άλλον έναν, δυο, τρεις, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια έως ότου γεμίσει ο κόσμος από πλανόδιες θάλασσες που θα είχαν έναν και μόνο στόχο: να σβήσουν τη φωτιά που μας καίει, αυτές τις αδηφάγες πύρινες γλώσσες που καρβουνιάζουν τα χρόνια μας έχοντας για προσανάμματα ανθρώπινες ζωές. Να περιπλανιόμαστε σ’ αποκαΐδια και συντρίμμια. Με μόχθο και δάκρυ, με αγωνία και συγκατάβαση. Μα πάνω απ’ όλα με πίστη για το αύριο..

     Είναι αυτό το φως που με τυφλώνει και είναι κι αυτός ο θόρυβος που με ενοχλεί. Ακούγεται να’ ρχεται από μακριά αλλά είναι κοντά, το ξέρω, το νοιώθω, σε λίγο θα τον δω. Είναι εκείνα τα λιλιπούτεια στίγματα απ’ το βάθος του ορίζοντα, εμπρός μου και πλάι μου, μικρά μαύρα στίγματα σαν μύγες που μεγαλώνουν κάθε δευτερόλεπτο που περνάει και αποκτούν χρώμα και σχήμα και τα βλέπω να περπατάνε στις αρτηρίες, να χώνονται στο Κίτρινο σαν αγκάθια.

«Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις, πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει…»

Βούηξαν οι μηχανές και ούρλιαξαν τα στάχια. Ο καιρός μας πρόφτασε και μας ξεπέρασε. Ήταν βαμμένος άλικος ετούτος ο θερισμός…   



     ...Και τώρα είμαι εδώ, στέκομαι με την πλάτη να ζεσταίνεται στο τζάκι, την οσμή της σάρκας του φλογισμένου ξύλου να εισέρχεται βίαια στα ρουθούνια μου, έχοντας μια ταγκή γεύση στο στόμα · είναι αυτή της γιορτής που ξεθύμανε σαν σβήνουν τα φώτα.     Στέκομαι εδώ με την κουνιστή καρέκλα να λικνίζεται πλάι στο τζάκι, εκεί που άφησα τη σκιά μου να διαβάζει τον «Εικονογραφημένο Άνθρωπο» του Ρέι Μπράντμπερι· ήταν ένας άνθρωπος που όλο το κορμί του ήταν ζωγραφισμένο με εικόνες κι αυτές ζωντάνευαν κι έλεγαν μια ιστορία· δική του ή άλλων, ίσως και δική του και άλλων, δεν ξέρω, ήταν απλώς πολλές ιστορίες που κατέληγαν σε μία ιστορία, σε μια κοινή αλήθεια.
     Ίσως να καθίσω για λίγο σ’ αυτή την καρέκλα και να μιλήσω. Να πω τι; Ιστορίες. Ιστορίες γι’ ανθρώπους σαν και μένα και σένα που διαβάζεις αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρω πόσο καλά θα το καταφέρω μα θα προσπαθήσω. Ίσως να κουραστώ, ίσως να σε ζαλίσω με τις δικές μου εμμονές αλλά σε παρακαλώ να με συμπαθήσεις και να μου φερθείς με κατανόηση και συμπόνια. Ειλικρινά σου λέω αν μου επιτρεπόταν να καταθέσω κάτι πρώτο και καλύτερο, αυτό θα ήταν η αποδόμηση του κορμιού μου. Το νοιώθω όλο και πιο συχνά τελευταία να τρίζει σαν παλιά σκούνα που βράχηκε απ' τα κύματα, διέσχισε φουρτουνιασμένες κι απάνεμες θάλασσες, βρήκε λιμάνια φιλόξενα κι άραξε να ξαποστάσει. Αυτή η σκούνα τρίζει τώρα, σε κάθε κύμα που ανεβαίνει μοιάζει να πονάει, τραβάει ακόμα βέβαια αλλά τρίζει, τρίζει πολύ. Το γράφω και το ξαναγράφω για να καταλάβεις πόσο εκνευριστικό είναι αυτό το «ττρρρρρ....κρρρρρ» που κάνει ο χρόνος πάνω της. Ώρες, ώρες νομίζεις πως στο επόμενο κύμα που θα καβαλήσει θα διαλυθεί·  το ιστίο θα πέσει στη θάλασσα σηκώνοντας αφρισμένα νερά και το κήτος θ' ανοίξει στα δύο προσκαλώντας το υγρό στοιχείο να το καταπιεί. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Σ' ένα πλοίο αξίζει να χαθεί στη θάλασσα και όχι να σαπίσει σε κάποια ξεχασμένη ακτή.
     Μέρες τώρα πονάω ολόκληρος. Κάθε φορά ο πόνος έρχεται με διαφορετικό προσωπείο, δεν είναι ποτέ ίδιος. Πονάω στο στήθος, στην πλάτη, στο στομάχι, στα πλευρά, πονάω στην πλάτη, στα πόδια, πονάνε ως και οι πατούσες μου. Χθες αιμορράγησαν τα ούλα μου. Μια θολή λίμνη αίματος έμεινε στο νιπτήρα που είχα φροντίσει να κλείσω με την τάπα για να διαπιστώσω αν χάνω και τα δόντια μου μαζί. Τα χέρια μυρμηγκιάζουν, τα δάχτυλα μουδιάζουν, ο αριστερός καρπός είναι πρησμένος, ο πόνος παύει μόνο όταν κοιμάμαι.. Έπαψα να παίρνω αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη, μυοχαλαρωτικά, έπαψα να παίρνω τη ζωή σα φαρμακείο που διανυκτερεύει κι απολαμβάνω την αποδόμησή μου. Στην αρχή ήρθε ο φόβος του θανάτου. Αμέσως κρύφτηκε σαν του επανέλαβα δυνατά «άντε γαμήσου», πολλές φορές, ούτε που θυμάμαι. Ο φόβος έφυγε, ο πόνος έμεινε να τον προσκαλεί να επανέλθει. Αλλά δεν ξέρει με ποιον έχει μπλέξει. Πλέον στοιχηματίζω με τον εαυτό μου για το σημείο που θα εμφανιστεί ο επόμενος πόνος, το «αχ» της πρώτης αντίδρασης και το «άντε πάλι, άντε να σε δω τώρα» της συνειδητοποίησης της κατάστασης μου.
     Ο Ρέι σ' ένα άλλο βιβλίο του μιλάει για τις «απαλές βροχές που θα έρθουν απόψε». Όταν περιμένεις τη βροχή να έρθει κι έπειτα  την ακούς να πέφτει ήρεμα, ο πόνος φεύγει. Όταν διαβάζεις τις ιστορίες του εικονογραφημένου ανθρώπου ο πόνος φεύγει. Ο Ρέι δε θα μου έλεγε ποτέ ν' αυτοκτονήσω. Η αυτοκτονία θέλει αρχίδια, πολλά κιλά αρχίδια και τα δικά μου υπάρχουν μόνο για να τα ξύνω σε στιγμές που δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω ή για να παράγουν το πολύτιμο υγρό της διαιώνισης του είδους μου. Σκέφτομαι πως χύνεται άσκοπα πάνω στα σεντόνια ή ενίοτε σε πρόθυμη σάρκα. «Τίποτε δεν είναι άσκοπο», απαντά ο Ρέι. «Όλα έχουν ένα λόγο για τον οποίο γίνονται».
     Τελευταία παίζω ένα παιχνίδι με το μυαλό μου. Είναι το μοναδικό όργανο πάνω μου που δεν πονάει. Λειτουργεί  στην εντέλεια – ή τουλάχιστον έτσι νομίζω – και ακροβατεί ανάμεσα στην απόλυτη διαύγεια και στην σκοτεινή παράνοιά μου. Το παιχνίδι που παίζω είναι φανταστικοί διάλογοι με συγγραφείς που αγάπησα. Τούς φαντάζομαι να κάθονται στην κουνιστή πολυθρόνα πλάι στο τζάκι· ο Ντίκενς καπνίζει πίπα και αφήνει τον καπνό να αναδύεται σ’ επαναλαμβανόμενα δαχτυλίδια, ο Τρούμαν Καπότε με κοιτάζει πίσω απ' τα μυωπικά γυαλιά του·  ίσως μου ζητήσει να τον πηδήξω, ίσως πάλι όχι, ο Πολ Όστερ πίνει ένα πεπαλαιωμένο κονιάκ και μορφάζει κάθε φορά που το κεχριμπαρένιο υγρό κατεβαίνει στον ουρανίσκο του, ο Στίβεν Κινγκ με κοιτάζει ερωτηματικά προσπαθώντας μάλλον να βγάλει ένα νέο ήρωα μέσα απ' τη φυσιογνωμία μου και ο Ρέι Μπράντμπερι.... ο Ρέι Μπράντμπερι ζωγραφίζει τους πόνους μου σε μια νέα ιστορία με τίτλο, «Ο αποδομημένος άνθρωπος».
     Κάθε πόνος είναι κι ένα κομμάτι μου που καίγεται. Αναζητώ την ώρα και τη στιγμή που θα έχουν καεί όλα και θα έχει απομείνει μόνο στάχτη και πνεύμα. Κι είμαι ακόμα εδώ... στην κόψη του χρόνου που τελειώνει, περιμένοντας την αυγή ενός κόσμου που δεν αναγνωρίζω πια για δικό μου.
    Ας αρχίσω όμως να μιλάω…


 *Είναι η εισαγωγή απ' το δεύτερο βιβλίο το οποίο βρίσκεται ήδη στα χέρια του εκδότη.

Σχόλια

  1. Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο εντύπωση μου έκανε ο "εικονογραφημένος άνθρωπος" όταν τον διάβασα..ήμουνα και μικρή. Από τότε απορρίφθηκε η ιδέα των τατουάζ για ντεκόρ μια κι έξω ;-).. Καλή επιτυχία με τον "αποδομημένο άνθρωπο"- θα ήθελα πολύ να τον διαβάσω και να μας ενημερώσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Μπράντμπερι παραμάνει διαχρονική αξία. :)
    Ευχαριστώ και εννοείται πως θα ενημέρωνω για την όποια εξέλιξη του νέου βιβλίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αδημονία.
    η απόλυτη εμπειρία του όρου :)

    και μια αφιέρωση.
    επειδή είχα ακόμη μια εμπειρία, ενός γνωμικού αυτή τη φορά που λέει πως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια...
    πράγματι είναι λοιπόν καμιά φορά

    θέλω να πω οτι αυτό που διάβασα, ζωή να έχεις, με την προοπτική μάλιστα ενός κειμένου συνεχούς ροής όπως την έχει, με ξεπερνάει!!!! μαγικό :))) το λένε και δέος αλλιώς...

    αλήθεια το δέος έχει καμία σχέση με την αδημονία γιατί αν δεν έχουν μόλις απέκτησαν χαχαχα

    αυτό λοιπόν αντικαθιστά από αυτά που έχω να πω τα περισσότερα... είναι πάρα πολύ από αυτό που μου βγάζει
    η γραφή και η έκφρασή σου η τόσο ξεχωριστή και αγαπημένη:

    http://www.youtube.com/watch?v=af4qvoG7d1M

    είμαι βέβαιη οτι αυτό το βιβλίο έχει να πει πολλά, το ξέρω, το νιώθω, στην αύρα που μου στέλνει το μυρίζω!...
    και το περιμένω πώς και τί πραγματικά.

    Με το καλό να έρθει! :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...