Μοντιανό επί ενάμιση

Δεν είχε τύχει να διαβάσω ποτέ κάποιο απ' τα βιβλία του φετεινού νικητή του Νόμπελ. Στη γιορτή μου ήρθε το πρώτο πεσκέσι και λίγες μέρες αργότερα αγόρασα ο ίδιος το δεύτερο βιβλίο επειδή μου άρεσε ο τίτλος. 

Την Μικρή Μπιζού την άφησα στη μέση, θα την ξαναπιάσω πιθανότατα κάποια άλλη στιγμή. Κάπου χάθηκα, κάπου χάθηκε, δεν ταίριαξαν οι δρόμοι μας σ' εκείνη τη συγκυρία. Ωστόσο χρειάστηκα μία μέρα και κάτι ώρες για να τελειώσω το Cafe της Χαμένης Νιότης το οποίο χάρηκα πραγματικά. Μοντιανό επί ενάμιση λοιπόν, σε πρώτη φάση και μπορώ να πω ότι εκείνος που έχει θέματα με το παρελθόν του και ειδικότερα άσχημες σχέσεις με το σπίτι του, θα ταυτιστεί με τους ήρωες του Γάλλου συγγραφέα σε μεγάλο βαθμό. Η παιδική ηλικία και οι πληγές της είτε αναφέρονται ανοιχτά είναι υπονοούνται και στα δύο βιβλία που πήρα στα χέρια μου. Τόσο η Μπιζού όσο και η Ζακλίν, οι ηρωίδες των δύο βιβλίων είναι εύθραυστες φιγούρες οι οποίες κινούνται σ' ένα Παρίσι πολυμορφικό, σε μια εποχή αναζήτησης ταυτότητας όπως άλλωστε και οι ίδιες αναζητώντας ένα κάποιο νόημα. Μια κάποια απάντηση. Ίσως μια λύση.
Η γραφή του Μοντιανό θυμίζει ασπρόμαυρη γαλλική ταινία του '60. Πρώτον, έχει τόσες λεπτομέρειες για σημεία της πόλης που νοιώθεις ότι μέσα απ' τις σελίδες περπατάς και συ μαζί με τους ήρωες στο Καρτιέ Λατέν, στο Σεν Ζερμαίν ντε Πρε, ζεις στα μικρά δωμάτια των συνοικιακών ξενοδοχείων, γεύεσαι τη μυρωδιά του Σηκουάνα, πίνεις κονιάκ σε κάποιο απ' τα άπειρα καφέ μέσα σε καπνούς άφιλτρων τσιγάρων. Τη λατρεύω αυτή την ατμόσφαιρα, είναι χαρακτηριστική της πόλης και σταθερή μέσα στα χρόνια. 
Έπειτα είναι οι χαρακτήρες. Τόσο καθημερινοί, τόσο ανθρώπινοι, τόσο αξιαγάπητα χαμένοι και συνάμα τόσο διψασμένοι για συναίσθημα, τόσο πικραμένοι αλλά και τόσο εθισμένοι στα λάθη τους. Μα ο Μοντιανό, χωρίς να το κάνει επιδεικτικά, τούς φέρεται με στοργή με μια διακριτική τρυφερότητα θα έλεγε κανείς, ανεξάρτητα απ' του που θα τους οδηγήσουν οι επιλογές τους. Είχα να νοιώσω τέτοια έξαψη απ' την εποχή που διάβασα την Ωραία της Ημέρας του Κεσέλ. 

Στην περιοχή του Οντεόν λοιπόν, σ' ένα γραφικό καφέ του Παρισιού συγκεντρώνεται κάθε μέρα μια παρέα διαφορετικών ανθρώπων. Είναι η δεκαετία του '60, η εποχή των αλλαγών και το να είσαι μποέμ στο Παρίσι έχει την ίδια αίγλη και την ίδια γοητεία μ' εκείνη της μπελ επόκ. Συγγραφείς και καλλιτέχνες, φοιτητές, απλοί ρέμπελοι και μια κοπέλα, η Ζακλίν, που κανείς δεν ξέρει το πραγματικό της όνομα και όλοι τη φωνάζουν Λουκί. Πίνουν, καπνίζουν, μιλάνε, ψάχνονται. Όλοι έχουν ένα παρελθόν απ' το οποίο κατά βάση θέλουν να ξεφύγουν. Να γίνουν πιο ανώνυμοι και απ' τους ανώνυμους. Να μην τους βρει κανείς. Να χαθούν θέλουν. Και κάπου εκεί, με αφορμή την ιστορία της Ζακλίν αναδύονται και οι υπόλοιπες ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν μια εποχή αθωότητας αλλά και δράματος μέσα σ' έναν κόσμο που κινείται ξέφρενα και που ο καθένας από εμάς ψάχνει από κάπου να πιαστεί.

Στο Cafe της Χαμένης Νιότης
του Πατρίκ Μοντιανό
σελ. 150 - εκδ. Πόλις
μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης 

ΥΓ. Κανείς ΜΑ ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει παίξει ποτέ τόσο όμορφα, τόσο ατμοσφαιρικά, τόσο Παριζιάνικα, το μουσικό θέμα απ' τις "Ομπρέλες του Χερβούργου", όσο ο Stephane Grapelli πατώντας στη σύνθεση του Michel Legrand. Μοναδικό ως σάουντρακ για ένα τέτοιο βιβλίο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...