Desole



Την είδε να κάθεται στο τελευταίο παγκάκι του πάρκου λίγο πριν βγει στη μεγάλη λεωφόρο. Δεξιά και αριστερά καστανιές και σημύδες. Σκορπισμένα σκουπίδια στο γρασίδι που δεν πρόλαβε να μαζέψει κανείς. Το φως είχε απομείνει χλωμό στο πρόσωπο ενός κόσμου που έπνεε τα λοίσθια. Εκείνος είχε βγει για μια τελευταία βόλτα στο πάρκο, ακολουθώντας την ίδια απαράλλαχτη πορεία, απ’ τα χωμάτινα μονοπάτια έως το ηρώο που δεν έκανε ποτέ τον κόπο να κοιτάξει ποια προτομή φιλοξενούσε, αμέσως μετά απέναντι, στο μικρό περίπτερο που σέρβιραν αναψυκτικά και καφέδες σε χάρτινα κυπελλάκια. Εκεί συνήθιζαν να κάθονται οι συνταξιούχοι παρέα με μια εφημερίδα ή παίζοντας μια παρτίδα σκάκι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα πάντα, στοιχειωμένοι απ’ τη σκιά των δέντρων που έπεφτε πάνω τους, σαν να μην ήθελαν ν΄ ακουστούν παραπέρα οι κουβέντες τους, λες και τα δέντρα ήταν προδότες, λες και η σκιά τους ήταν μια τιμωρία όμοια με πέλεκυ που αν σήκωναν τον τόνο της φωνής τους στο ελάχιστο θα έπεφτε σιωπηλά και θ’ αποκεφάλιζε τις λέξεις τους. Οι ίδιοι θα έμεναν εκεί, βουβοί για πάντα, σ’ ένα σύμπαν θροϊσμάτων και τιτιβισμάτων.
Αλλά σήμερα δεν καθόταν κανένας στα παγκάκια, η απόλυτη ερημιά, ακόμα και ο άνεμος φυσούσε βουβός. Έκανε προσπάθεια ν’ ακούσει τον ήχο των παπουτσιών του στο πλακόστρωτο, προχώρησε, έφτασε στον περίβολο της μικρής εκκλησίας που ήταν χαμένη στο πάρκο ανάμεσα σε παρατεταγμένες ασπίδες από πικροδάφνες, τίποτε κι εκεί, αποφάσισε να πάρει το δρόμο του γυρισμού, βγήκε στο τελευταίο μονοπάτι και τη συνάντησε να κάθεται στο τελευταίο παγκάκι.

Βασικά την αντιλήφθηκε πρώτη η καρδιά του. Και χτύπησε ξανά.

Πλησίασε με μικρά βήματα έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της, εκείνα τα δευτερόλεπτα ώσπου να την πλησιάσει και να την προσπεράσει, δεν ήξερε ακόμα αν θα της μιλούσε, εκείνα τα ελάχιστα, πολύτιμα δευτερόλεπτα που η ματιά του ξύπνησε από μια προγραμματισμένη λήθη, ξύπνησε τρομαγμένη και πεινασμένη, που οι νευρώνες του μυαλού του τεντώθηκαν σαν συρματόσκοινα στην καταιγίδα, που το σάλιο του στέγνωσε στο στόμα του και που άκουγε πια την ανάσα του τόσο βαριά, να τον ξεκουφαίνει σχεδόν κι ένα κρακ, ένα κρακ από κάπου μακριά και τόσο κοντά, το κρακ εκείνο της ανάμνησης που αποθηκεύτηκε σ’ ένα δοχείο, βίαια, αθέλητα, στην άκρη του μυαλού, της ψυχής ή όπου σκατά αποθηκεύονται οι αναμνήσεις που ήθελαν να κρατήσουν παραπάνω από στιγμές αλλά δεν το κατάφεραν ποτέ.

Κρακ κι έσπασε. Κι εκείνος παρέλυσε για μια στιγμή και κοντοστάθηκε.

Τον είδε γυρίζοντας το πρόσωπό της, εκείνο το πρόσωπο που είχαν περάσει χρόνια όταν το αντίκρισε για τελευταία φορά, όταν την είχε αποχαιρετήσει στην πόρτα ενός σκοτεινού διαμερίσματος ψελλίζοντας: «Κάθε φορά που φεύγεις νομίζω πως είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω». Εκείνη είχε χαμογελάσει θλιμμένα και είχε φύγει γιατί μέσα της γνώριζε πως είχε δίκιο, είχε το μεγαλύτερο δίκιο του κόσμου και άλλων κόσμων που ο έρωτας δεν κερδίζει ποτέ ή τουλάχιστον κερδίζει σπάνια και αυτός εδώ δεν ανήκε στην κατηγορία αυτή.
Τον είδε λοιπόν και δεν έκανε καμία κίνηση, ποτέ της δεν έκανε κίνηση, τον κοίταζε μ’ εκείνα τα θεσπέσια μάτια που ήδη γυάλιζαν στο ημίφως, με τη γλώσσα δειλά να γλείφει τα χείλη της, μια ασυναίσθητη κίνηση, μια πρόκληση του υποσυνείδητου που καλούσε το συνειδητό σε εγρήγορση, μια στιγμή, μια λάμψη, μια ανάσα κι έπειτα γύρισε το κεφάλι της αλλού, στη μεγάλη λεωφόρο με τα μισοσβησμένα φώτα.

Μήπως δεν τον είχε αναγνωρίσει; Μήπως εκείνος είχε κάνει λάθος; Μήπως δεν καθόταν καν στο παγκάκι αλλά η μνήμη του έπαιζε περίεργα παιχνίδια τούτη εδώ την τελευταία νύχτα του κόσμου; Μα η καρδιά δεν λαθεύει ποτέ. Ούτε και η μνήμη. Πήρε θάρρος απ’ αυτή τη διαπίστωση και πλησίασε. Στάθηκε μπροστά της, σε απόσταση δύο βημάτων κι απέμεινε να την κοιτάζει.

Γύρισε το πρόσωπό της ξανά. Τον κοίταξε ξανά στα μάτια. Το βουητό των σκέψεων τους ξέσπασε ξαφνικά σαν προοίμιο μιας σφοδρής καλοκαιρινής μπόρας. Και η καταιγίδα των λέξεων δεν άργησε να ξεσπάσει μέσα στα μυαλά τους, μια βροχή που περίμενε χρόνια να ξεσπάσει, με χοντρές σταγόνες που ράπιζαν τα πρόσωπά τους, ερωτήσεις και απαντήσεις όσο τα χείλη τους παρέμεναν ερμητικά κλειστά.
-         Σε ξέρω εσένα.
-         Κι εγώ σε ξέρω.
-         Πάνε 7 χρόνια.
-         Ναι, 7 χρόνια.
-         Δεν άλλαξες καθόλου.
-         Είσαι ένας ευγενικός ψεύτης.
-         Αλήθεια λέω.
-         Ποτέ δεν σου’ πα ψέματα. Γιατί όποιος ζει στην μέσα στην υποκρισία, τον εγωισμό και τη δειλία, κάνει το ψέμα του αλήθεια.
-         Εγώ στο είχα πει αυτό. Ναι.
-         Ήρθε η ώρα να στο επιστρέψω. Άλλαξα, και συ άλλαξες. Τίποτε δεν μένει ίδιο.
-         Θα πέθαινα από έρωτα για σένα.
-         Κι εγώ θα πέθαινα από έρωτα για σένα. Αλλά δεν πέθανε κανείς, ζήσαμε και οι δύο.
-         Πώς;
-         Πώς τι;
-         Πώς ζήσαμε; Πώς τα καταφέραμε;
-         Μα όλα είναι ένα τέχνασμα. Ακόμα κι ο έρωτας. Να πως ζήσαμε.
-         Σε φιλούσα κι έσβηνε ο κόσμος γύρω μου.
-         Κι εγώ σε φιλούσα κι έσβηνε ο κόσμος γύρω μου. Αλλά ο κόσμος δεν έχει ανάγκη εμάς για ν’ ανάψει ή να σβήσει.
-         Παλιά δεν μιλούσες τόσο. Τώρα έχεις έτοιμη κάθε απάντηση, κάθε δικαιολογία.
-         Η αλήθεια είναι. Δεν μου’ λεγες πάντα να βρω την αλήθεια; Την βρήκα λοιπόν και την παραθέτω.
-         Μετάνιωσες ποτέ για όσα χάσαμε;
-         Μετάνιωσες ποτέ που δεν ζήσαμε;
-         Το ίδιο πράγμα είναι.
-         Δεν είναι το ίδιο. Ποτέ δεν ζήσαμε. Ονειρευτήκαμε πως θα το κάναμε, το επιθυμήσαμε όπως τίποτε άλλο στη ζωή μας αλλά δεν το κάναμε.
-         Γιατί; Κατάλαβες ποτέ το γιατί;
-         Το γιατί δεν έχει σημασία.
-         Τι έχει σημασία πια;
-         Το αποτέλεσμα.
-         Παντρεύτηκες; Έκανες παιδιά; Η ζωή σου;
-         Η ζωή μας, ξέρω τώρα πια, ότι μετράει απ’ όσα δεν κάναμε και όχι από εκείνα που κάναμε.
-         Σ’ αγάπησα. Πολύ.
-         Κι εγώ. Πολύ.
-         Να σου πω ένα μυστικό;
-         Πεθαίνω ν’ ακούω τα μυστικά σου. Όπως τότε.
-         Δεν υπάρχει τέλος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...