Γενική Θεωρία της Λήθης, του Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα

Φέτος, δεν ξέρω πως έγινε, μάλλον έτυχε, έπεσα πάνω σε 3-4 βιβλία Πορτογάλων συγγραφέων που γεννήθηκαν, ζουν και δημιουργούν στις αλλοτινές αποικίες της χώρας τους, στην Αφρική.
Ένας εξ αυτών είναι και ο Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα, που μας σύστησαν στα ελληνικά οι εκδόσεις Opera. Ομολογώ πως μου προξένησαν το ενδιαφέρον αυτοί οι δημιουργοί, αφενός επειδή η σύγχρονη λογοτεχνία που προέρχεται από την Αφρική μου είναι σχεδόν άγνωστη, αφ' ετέρου επειδή τα όσα έχω διαβάσει ως τώρα αποτελούν βαθιά «πολιτική» λογοτεχνία, πράγμα που έπρεπε να περιμένω (τουλάχιστον από τις εκδόσεις Opera), μιας και πανομοιότυπο τρόπο μάθαμε πολλά για το κοντινό ιστορικό παρελθόν των χωρών της Λατινικής Αμερικής. 

Ο Ανγκουαλούζα γεννήθηκε στην πόλη Ουάμπο της Ανγκόλας το 1960, 15 χρόνια πριν την ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την Πορτογαλία. Την περίοδο γέννησής του είχε ήδη ξεκινήσει το αντάρτικο στη χώρα από ακροαριστερές ομάδες που είχαν την υποστήριξη της ΕΣΣΔ, μια ιστορία που ήταν συνηθισμένη εκείνα τα χρόνια σε πολλές χώρες της Αφρικής που βρίσκονταν ακόμα στο καθεστώς αποικιοκρατικού ζυγού. 

Το βιβλίο έχει κεντρική ηρωίδα την Λουντοβίκα Φερνάντες, μια γυναίκα που ανήκει στην αστική τάξη της χώρας. Με το ξέσπασμα της επανάστασης και την εγκατάλειψη του άρματος της Πορτογαλίας, επικρατεί το χάος. Με την εμφυλιοπολεμική σύγκρουση να μαίνεται και την αποχώρηση των αποίκων -αλλά κι όσων τους στηρίζουν- η Λουντοβίκα μένει πίσω, στο διαμέρισμα της πλούσιας πολυκατοικίας της, έχοντας συντροφιά έναν σκύλο. Προκειμένου να γλιτώσει το ενδεχόμενο πλιάτσικο, αλλά πάνω απ' όλα τη ζωή της, χτίζει έναν τοίχο στην είσοδο του διαμερίσματός της, θέλοντας έτσι να αποκλείσει τον εαυτό της από τον υπόλοιπο κόσμο. Μετράει τις προμήθειες που διαθέτει σε ξηρά τροφή και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί τα παρτέρια της ταράτσας της για ανεφοδιασμό, φυτεύοντας σε αυτά καλαμπόκι και φασόλια. 

Θα περάσουν τριάντα ολόκληρα χρόνια με την ηρωίδα σε αυτήν την κατάσταση, την οποία περιγράφει η ίδια μέσα από το δικό της ημερολόγιο. Ένα ημερολόγιο που είναι γραμμένο στους τοίχους του σπιτιού με κάρβουνο, με λέξεις φλογερές να περιγράφουν οράματα και ερωτήματα, που δεν επιδέχονται κανενός σχολιασμού και καμίας απάντησης. Μοιάζει με τις καταγραφές μνήμης μιας ημίτρελης γυναίκας που ζει για χρόνια στην απομόνωση ή μήπως δεν είναι έτσι; 
Όλο αυτό το διάστημα όμως, ο κόσμος γύρω από την ηρωίδα αλλάζει. Όπως και οι ένοικοι της πολυκατοικίας της, των γειτονικών διαμερισμάτων, την ιστορία των οποίων την μαθαίνουμε σιγά, σιγά, από τον συγγραφέα, καθώς γύρω της κινούνται κι άλλοι άνθρωποι που είναι κατά κάποιο τρόπο «δεμένοι» μαζί της μέσα από την αφήγηση της ιστορίας. Παρατηρούμε όμως και την αλλαγή μιας χώρας που διεκδίκησε την ανεξαρτησία της, αλλά δεν την κέρδισε ποτέ στην πραγματικότητα (όπως και οι περισσότερες χώρες άλλωστε που αποτέλεσαν πεδία πολεμικής και πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης), να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τις συνεχόμενες συγκρούσεις, από την κρατική διαφθορά, από την στυγνή εκμετάλλευση των πρώτων υλών της, από εκείνους που χρησιμοποίησαν μεγάλα, επαναστατικά λόγια για πάρτη της, αλλά τελικά τακτοποίησαν τους εαυτούς τους, προσφέροντάς τους ζωή χαρισάμενη. 
Κάποια στιγμή, στον τοίχο από τούβλα που χτίστηκε πριν 30 χρόνια θ' ανοίξει μια τρύπα. Και τότε ο κόσμος απ΄έξω θα εισβάλει σε εκείνον της ηρωίδας, όπως και η ίδια θα βρεθεί πάλι αντιμέτωπη με την πραγματικότητα...

Οφείλω να ομολογήσω αρκετές ομοιότητες (αλλά και διαφορές) με αντίστοιχα βιβλία συγγραφέων από την Νότια Αμερική, εκεί δηλαδή που οι πολιτικές εξελίξεις ήταν παρόμοιες στις ταραγμένες δεκαετίες του 60, του 70 και του 80. Εκεί, οι αποικίες έπαψαν να υπάρχουν χρόνια πριν την Αφρική, ωστόσο είχαν μεγάλη πέραση τα συνήθως αμερικανοκινούμενα πραξικοπήματα, στα οποία τον πρώτο ρόλο είχαν οι στρατιωτικοί, συνεπικουρούμενοι από μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης που έβλεπε τα οικονομικά της συμφέροντα να κλυδωνίζονται μπροστά στο συμφέρον του λαού.
Στην Αφρική τα πράγματα μοιάζουν περισσότερο πρωτόγονα στην πολιτική τους διάσταση, γεγονός που δεν προκαλεί εντύπωση, αρκεί να σκεφτεί κανείς το κοινωνιολογικό και πολιτιστικό επίπεδο των γηγενών κατοίκων της (στην Ανγκόλα π.χ. το 90% του πληθυσμού ανήκει σε τρεις φυλές που με τη σειρά τους ανήκουν στην μεγάλη οικογένεια των Μπαντού). Έτσι, η βασική ηρωίδα στο βιβλίο, αλλά και τα δεύτερα πρόσωπα που την συνοδεύουν, δεν είναι άνθρωποι με πολιτικό κριτήριο, με επαναστατική διάθεση ή πολιτική σκέψη, αλλά έρμαια της μοίρας που έχουν έναν και μοναδικό στόχο: την επιβίωσή τους. 
Ωστόσο κι εδώ τα ζητούμενα (και του συγγραφέα) είναι τα ίδια, όπως τα αντιλαμβάνεται κανείς σε όλον τον κόσμο, όπου δεν υπάρχει ίχνος κοινωνικής δικαιοσύνης. Και περικλείονται στην εξής φράση: «Αυτό που χρειάζεται ο λαός είναι φρέσκα όσπρια και μια καλή ψαρόσουπα, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Με ενδιαφέρουν μόνο οι επαναστάσεις που ξεκινούν με τον λαό να κάθεται στο τραπέζι».

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
του Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα
σελ. 178 - εκδ. Opera
μτφ. Μαρία Μπεζαντάκου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...

Ημερήσια Διάταξη, του Ερίκ Βυιγιάρ