Οι Μητέρες, της Μπριτ Μπένετ

Σε μια μικρή πόλη των ΗΠΑ βυθισμένη σε ένα αυστηρό, θρησκευτικό πλαίσιο, τρεις λογοτεχνικοί ήρωες, στο μεταίχμιο της εφηβείας έρχονται αντιμέτωποι με την απότομη ενηλικίωση. 

Η Νάντια: Η «όμορφη» της κοινότητας του Όσιανσάιντ, που παλεύει να κατανοήσει την ξαφνική αυτοκτονία της μητέρας της, ζώντας με τον συνταξιούχο -πρώην πεζοναύτη- πατέρα της, ο οποίος έχει επιλέξει να κλειστεί στον εαυτό του, μια συνηθισμένη άμυνα για εκείνους που έχουν μια παραπάνω δυσκολία στη διαχείριση της απώλειας. Η Νάντια θα ερωτευτεί τον Λουκ, μοναχοπαίδι του πάστορα της εκκλησίας όπου προσεύχεται για χρόνια η οικογένειά της.

Ο Λουκ: Ο γόης της κοινότητας, φέρελπις αθλητής κάποτε, που ένα σοβαρό ατύχημα του στέρησε την πιθανότατα για μια σπουδαία καριέρα με φήμη και χρήμα και τον καταδίκασε να δουλεύει ως σερβιτόρος σε ένα από τα αμφιβόλου ποιότητας εστιατόρια του λιμανιού. Αρκετά εγωιστής όσο και μοιρολάτρης, για εκείνο που που μπορούσε να γίνει αλλά δεν το κατάφερε ποτέ.

Η Όμπρεϊ: Η καλύτερη φίλη της Νάντιας που βρέθηκε στην πόλη έπειτα από την τραυματική εμπειρία να ζει με τη με τη μητέρα της και τον πατριό της. Βρίσκει αποκούμπι στη μεγαλύτερη αδελφή της που ζει με τη σύντροφό της και ταυτόχρονα βοηθά στην εκκλησία ως πιστή χριστιανή. Για πολλούς λαβωμένους ανθρώπους η πίστη στα θεία είναι το σπουδαιότερο φάρμακο.

Η εναλλαγή της αφήγησης ανάμεσα στους τρεις ήρωες προσφέρει μια διαφορετική αίσθηση στον αναγνώστη. Παρακολουθεί ταυτόχρονα τρεις ζωές, τρεις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και μοιράζεται τα προσωπικά τους αδιέξοδα, τους προβληματισμούς, τα άγχη και τις ανασφάλειές τους. Οι ζωές τους θα εξελιχθούν σε ένα λαοκοόντειο σύμπλεγμα, όπου ένας άγουρος έρωτας θα αναμετρηθεί με μια εξίσου δυνατή φιλία και η δοκιμασία που θα προκύψει απ' αυτή την εξίσωση θα είναι εξίσου σκληρή για όλους. 

Η Μπένετ, στο πρωτόλειο μυθιστόρημά της, γράφει την ιστορία τριών ανθρώπων αλλά ταυτόχρονα αγγίζει βαθιά πολλά από τα ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη Αμερική: τον ρατσισμό έναντι των μαύρων, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την έκτρωση, τη θέση της γυναίκας σε μια συντηρητική, ανδροκρατούμενη, θεοσεβούμενη κοινωνία. Γράφει όμως και για τις επιλογές που καλούμαστε να πάρουμε στη ζωή μας, επιλογές κομβικές για το μέλλον μας, αλλά και για το κόστος που τις συνοδεύει. Γράφει για τα κομμάτια που αφήνουμε πίσω καθώς περνάει ο χρόνος τα κομμάτια που τελικά δεν αναπληρώνονται ποτέ και που μας αφήνουν να υπάρχουμε και να πορευόμαστε ακρωτηριασμένοι, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, αναζητώντας τη δύναμη να συνεχίσουμε. Γράφει όμως και για την απώτερη ανάγκη μας να βρούμε εν τέλει απαντήσεις σε εκείνα που μας στοιχειώνουν και που στο παρελθόν αρνηθήκαμε να δούμε, προσπερνώντας τα, καθώς υπακούσαμε σε μια αρχέγονη αμυντική παρόρμηση που μας καλούσε να τα αγνοήσουμε. Γιατί, ποιος θέλει να βιώσει τον πόνο, ειδικά σε εκείνη την τρυφερή ηλικία των 17 ετών; 

Και κάπου εκεί στο παρασκήνιο, διατηρώντας όμως καίριο πόστο, στέκονται οι Μητέρες. Οι γυναίκες που σαν αρχαίος χορός ανοίγουν και κλείνουν το βιβλίο, στο οποίο μπορείς να διακρίνεις τα στοιχεία εκείνα της αρχαίας τραγωδίας, όσο και αν σε κάποια σημεία τα μαθήματα δημιουργικής γραφής της Μπένετ «φωνάζουν» την ύπαρξή τους και ειδικά στο τέλος, εκεί που υποπτεύεσαι την κατάληξη της ιστορίας, αρκετές σελίδες πριν φτάσεις σε αυτήν. 

Μικρό το κακό όμως. Το βιβλίο διαπραγματεύεται ένα θέμα που άνετα θα μπορούσε να παγιδεύσει τον δημιουργό του και να τον οδηγήσει στη συγγραφή ενός ροζ μελοδράματος. Η Μπένετ αποφεύγει αυτόν τον σκόπελο και έχοντας ένα συγκεκριμένο πλάνο στο μυαλό της το οποίο «πατάει» σε δοκιμασμένα μονοπάτια πλοκής και την οδηγεί έξω από το πλαίσιο του εύκολου συναισθήματος, χωρίς ίσως να πετύχει την κορύφωση για την οποία μας προετοίμαζε σελίδες επί σελίδων πριν. Αλλά είπαμε. Μικρό το κακό.

Οι Μητέρες λοιπόν. Οι γηραιές κυρίες της κοινότητας, εκείνες που βρίσκονται πάντα εκεί σαν παρατηρητές του κόσμου, έτοιμες να σχολιάσουν, να συμβουλεύσουν, να κριτικάρουν τον κόσμο γύρω τους, μαζί και την Νάντια, τον Λουκ, την Όμπρεϊ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως το έκαναν για τις ίδιες και τις ζωές τους οι γυναίκες πριν απ' αυτές και όπως θα κάνουν εκείνες που θα τις ακολουθήσουν σαν αυτές φύγουν. Οι Μητέρες και ο λόγος τους αποτελούν ένα αιώνιο σύμβολο που θα υπάρχει πάντα εκεί να θυμίζει την κάθε γυναίκα που ερωτεύτηκε, εξαπατήθηκε, αγάπησε, χτυπήθηκε, πόνεσε, έκλαψε, προσευχήθηκε, γέλασε, δάκρυσε, έζησε και κυρίως έμεινε εκεί για να πει την ιστορία της και την ιστορία των άλλων, των νεότερων απ' αυτή, σε μια μικρή πόλη του κόσμου, σε μια άκρη του χρόνου. 


ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ

της Μπριτ Μπένετ

σελ. 360 - εκδ. Πόλις

μτφ. Άννα Μαραγκάκη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...