Νιόβη: Το Αδύνατο Πένθος στον Καιρό της Πανδημίας, της Κατερίνας Μάτσα

Έχουμε συνηθίσει πια την αναγγελία των δεκάδων νεκρών καθημερινά. Έπαψαν να μας τρομάζουν οι αριθμοί και η φρίκη έγινε στατιστική. Η πανδημία και οι συνέπειές της έγιναν η κανονικότητά μας, στην αναμονή της άλλης κανονικότητας, της «κανονικής», προ κορονοϊού, μιας εποχής που μοιάζει απίστευτα μακρινή και ας έχουν περάσει μόνο 19 μήνες από τότε που ξεκίνησε ο εφιάλτης. 

Μάσκες, τεστ, αυστηρά μέτρα προσωπικής υγιεινής, κοινωνική αποστασιοποίηση, απομόνωση, φόβος, ατομικότητα, τηλεργασία, χαιρετισμός με τον αγκώνα, απώλεια. Το βιβλιαράκι αυτό αγοράστηκε υπό συνθήκες πανδημίας, σε μια έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο που επιχείρησε να επαναφέρει το αυτονόητο στην καθημερινότητα. Μια βόλτα σε μια έκθεση. Αγοράστηκε με τη μάσκα στο πρόσωπό μου και με το απολυμαντικό τζελ στην τσάντα, το οποίο και χρησιμοποίησα στη συνέχεια μετά την ανταλλαγή χρημάτων με τον υπάλληλο στο περίπτερο του εκδοτικού οίκου. Το βιβλιαράκι πήρε λίγη απ' τη μυρωδιά του χημικού καθώς το ξεφύλλιζα με την περιέργεια του αναγνώστη. 

Δεν σου παίρνει πολύ χρόνο να το τελειώσεις, 80 σελίδες είναι αυτές.
Ίσως σου πάρει περισσότερο χρόνο να σκεφτείς τι διάβασες. Αυτό ναι. Μιλώντας με φίλους της ψυχικής υγείας που εκτιμώ, όλοι τους καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Πως ακόμα κι αν τελείωνε αύριο το πρωί η πανδημία, οι μακροπρόθεσμες ψυχολογικές επιπτώσεις της στο συλλογικό ασυνείδητο αποτελούν ένα άγραφο πεδίο. Μια terra incognita. Γνωρίζουν καλά πως τα περιστατικά ψυχικών διαταραχών αυξήθηκαν ιλιγγιωδώς, ξέρουν πόσο αυξήθηκε η χρήση αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών και ηρεμιστικών φαρμάκων, αναγκάζονταν να παραπέμπουν ανθρώπους σε συναδέλφους τους επειδή δεν προλάβαιναν τη ζήτηση, την ανάγκη του κόσμου να βρει μια σταθερή συνάρτηση και να πιαστεί απ' αυτή απέναντι στη δυστοπία που τον βρήκε. Γι' αυτό και όλοι τους υποστηρίζουν πως η ιστορία της πανδημίας δεν θα γραφτεί με το επίσημο τέλος της, με την θεραπεία της που θα την κατατάξει π.χ. στο πεδίο αναφοράς μιας απλής γρίπης. Έχουμε να μάθουμε πολλά ακόμα απ' αυτό που μας βρήκε. 

Ένα απ' αυτά, ίσως το βασικότερο όλων, είναι το πένθος. Και συγκεκριμένα το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας. Αδύνατο λόγω των συνθηκών. Είδαμε μαζικούς ενταφιασμούς σε τεράστιους τάφους. Εικόνες που η ανθρωπότητα ήθελε να ξεχάσει καθώς της θύμιζαν άλλες, ζοφερές εποχές. Κι όμως, τις ξανάζησε στο έπακρο και αυτή τη φορά σε ζωντανή μετάδοση. Είδαμε βιαστικές κηδείες, με τη συμμετοχή των στενών συγγενών και μόνο, μ' ένα ερμητικά κλειστό φέρετρο εντός του οποίου βρισκόταν ένα ένα ερμητικά σφραγισμένο πτώμα. Άνθρωποι πέθαιναν στις εντατικές χωρίς κανέναν αγαπημένο τους στο προσκεφάλι τους, περιστοιχισμένοι από άγνωστους ανθρώπους που ήταν ντυμένοι με στολές που παρέπεμπαν σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Αυτές που τα προηγούμενα χρόνια τις βλέπαμε στα θερινά σινεμά αγκαλιασμένοι τρώγοντας ποπ κορν και διασκεδάζαμε με την αγωνία των ηρώων αν θα σώσουν τον κόσμο. Και όμως, φτάσαμε να το ζούμε όλο αυτό και να μην το πιστεύουμε πως συμβαίνει.

Η επεξεργασία του πένθους, προσωπικού και συλλογικού είναι μια διαδικασία, η χρονική διάρκεια της οποίας ποικίλει. Αποτελεί βασικό κρίκο στην αλυσίδα της ζωής, της συνέχειάς μας, τους μέλλοντός μας. Με την πανδημία αυτός ο κρίκος έσπασε. Και όπως γράφει η Κατερίνα Μάτσα «η αδυναμία επιτέλεσης του επικήδειου τελετουργικού και του πένθους, όπως επιβάλλουν οι υγειονομικοί κανόνες αποφυγής μετάδοσης κάνει αδύνατο τον "διάλογο" ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Όταν όμως η κοινωνία στερεί από τους νεκρούς αυτές τις τελετές τότε ο διάλογος γίνεται αδύνατος και τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο συγχέονται. Τότε οι νεκροί έρχονται να κατοικήσουν στο βασίλειο των ζωντανών και κρύπτες κατακλύζουν τις ψυχές των ανθρώπων που υποχρεώνονται πια να ζουν στη σκιά του θανάτου, σαν νεκροζώντανοι».

Αλήθεια, πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε «ζόμπι» κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού; Θυμάμαι τον εαυτό μου να φεύγει από την εφημερίδα στις 10 το βράδυ, σε ένα άδειο Σύνταγμα όπου άκουγες έως και τα πουλιά να κελαηδούν στην οδό Κολοκοτρώνη. Τα βήματά σου στο πεζοδρόμιο να αφήνουν έναν βαρύ ήχο. Και μετά, να οδηγώ στην Κηφισίας, σε μια σχεδόν άδεια λεωφόρο, να οδηγώ για χιλιόμετρα μέσα σε μια πόλη εκατομμυρίων και όμως να μην αντικρίζω κανένα ζωντανό στο δρόμο. Θυμηθείτε αντίστοιχες εικόνες από μεγαλουπόλεις του κόσμου, την έρημη Νέα Υόρκη, το άδειο Παρίσι, μια εικόνα από τη Φλωρεντία που θυμάμαι χαρακτηριστικά, το άγαλμα του Δαβίδ στην άδεια πλατεία της πόλης φωτισμένο, χωρίς κόσμο γύρω του να το θαυμάζει. Ερημιά. 

Κι έπειτα, οι αγαπημένοι άνθρωποι του καθενός που κρατούσε σε απόσταση. Οι παππούδες που έκαναν να δουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους μήνες. Κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους συγκεκριμένων τετραγωνικών με μοναδική συντροφιά τις εικόνες της απόγνωσης απ' τα πέρατα του κόσμου, τα μέτρα των κυβερνήσεων, τα λόγια των ειδικών, τις διαφημίσεις για ηλεκτρονικό τζόγο και παραφαρμευτικά ηρεμιστικά προϊόντα, ακούγοντας μια μόνιμη σιωπή. Αυτή του φόβου και του θανάτου. 

Όλα αυτά και άλλα τόσα συγκροτούν ένα Τραύμα. Ένα συλλογικό, βαθύ και πρωτόγνωρο Τραύμα που όμοιό του δεν είχε συναντήσει ξανά ο άνθρωπος. Συγκροτούν επίσης ένα Πένθος. Εκείνο της απώλειας της κανονικότητας της ζωής και των συνηθειών της. Έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνο της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Και κάθε Πένθος οφείλουμε να το επεξεργαστούμε γιατί διαφορετικά λειτουργεί σαν ωρολογιακή βόμβα στον ψυχισμό μας και είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα σκάσει. 

«Ο θάνατος που ο νεωτερικός άνθρωπος αρνείται θα έρθει να εγκατασταθεί στις κρύπτες του πολιτισμού», σελ. 65. 

Οι κρύπτες δεν είναι τίποτε απ' αυτό που λέει η λέξη, βαθιά σημεία στον ψυχισμό του καθενός εκεί που κρύβουμε αυτό που δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να διαχειριστούμε. Και η πραγματικότητα είναι πως ο σύγχρονος πολιτισμός έχει αποκηρύξει τον θάνατο από την καθημερινότητά του αποφεύγοντάς τον όπως ο διάβολος το λιβάνι. Τον εξοστράκισε από την κουλτούρα του εφευρίσκοντας μια σειρά από βολικές νόρμες προκειμένου να τον βιώσει όσο τον δυνατόν λιγότερο και όσο πιο πολύ αποστασιοποιημένα. 

Οι «λογικοί» θα αντιτάξουν: μα, τί ακριβώς θα ήθελε η συγγραφέας; Να γίνονταν κανονικά οι κηδείες με κίνδυνο να κολλήσουν και άλλοι άνθρωποι, να έχουμε περισσότερους νεκρούς; Η συγγραφέας όμως που ειρήσθω εν παρόδω ανήκει στους στυλοβάτες της ψυχικής υγείας στη χώρα μας, ιδιαίτερα γνωστή από τη δουλειά που έκανε επί χρόνια στον οργανισμό απεξάρτησης 18ΑΝΩ, επ' ουδενί δεν λέει αυτό και δεν αναφέρεται στο τυπικό σκέλος μιας διαδικασίας. Τονίζει και καταγράφει την αδυναμία του ανθρώπου να πενθήσει, κάτι που την περίοδο της πανδημίας φάνηκε ακόμα πιο έντονα, καταγράφηκε περισσότερο βίαια. Και κάνοντας αναγωγή στο παρελθόν χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα τα ομηρικά έπη, την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τον μύθο της Νιόβης που πέτρωσε απ' τη λύπη της για τον χαμό των παιδιών της, φτάνει στο σήμερα, στο πένθος που  υπάρχει και που παρ' όλα αυτά πολλοί άνθρωποι και κοινωνίες αρνούνται να βιώσουν στην ολότητά του. Με τον κορονοϊό η άρνηση αυτή έγινε συνήθεια. Αυτό, μοιραία, θα έχει συνέπειες τόσο στο προσωπικό όσο και στο συλλογικό ασυνείδητο.

«Η εμπειρία της απώλειας αφορά ένα πρόσωπο, που εκ των υστέρων συνειδητοποιούμε ότι δεν είχαμε κατανοήσει πλήρως, ότι κάτι μας είχε ξεφύγει και θα μείνει για πάντα ένα ερωτηματικό. Αφορά όμως κι ένα κομμάτι του δικού μας εαυτού, το κομμάτι που ήταν δεμένο με το πρόσωπο που χάθηκε. Στην πραγματικότητα λοιπόν η απώλεια αφορά έναν δεσμό, έναν προσωπικό δεσμό, μέρος αναπόσπαστο του κοινωνικού δεσμού που αποτελεί βασική συνιστώσα του ανθρώπινου ψυχισμού».


ΝΙΟΒΗ: ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

της Κατερίνας Μάτσα

επίμετρο Σάββας Μιχαήλ

σελ. 85-εκδ. Άγρα




It hurts to feel, it hurts to heal.

Archive-Lights.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...