Οι Αρταμάνοφ, του Μαξίμ Γκόρκι

Τη ζωή μιας οικογένειας για κάτι παραπάνω από μισό αιώνα καλύπτει αυτή η «σάγκα» του Γκόρκι που γράφτηκε στην Ιταλία όταν ο συγγραφέας είχε πάρει «άδεια» από τον Λένιν για να «ξεκουραστεί», λίγα μόλις χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. 

Μου αρέσουν τα βιβλία «σάγκα», αυτές οι μεγάλες ιστορίες που χαρακτηρίζονται από μια επική αφήγηση και που παράλληλα μέσα από τους ήρωες χαρτογραφείται μια ολόκληρη ιστορική περίοδος. Όταν μάλιστα η μετάφραση του εν λόγω πονήματος έχει την υπογραφή του Άρη Αλεξάνδρου (η πρώτη μεταφρασμένη έκδοση κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1959), θεωρώ ότι το αποτέλεσμα ικανοποιεί και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. 

Στους «Αρταμάνοφ» ο Γκόρκι καταπιάνεται με το κομμάτι εκείνο της Ιστορίας όπου η Ρωσία βρίσκεται στο μεταίχμιο της αλλαγής, από μια φεουδαρχική κοινωνία σ' έναν πρώτο, ιδιότυπο καπιταλισμό. Η περίοδος αυτή ξεκινά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και καταλήγει στα 1917, όταν ξεσπά η επανάσταση. 

Ο Ηλία Αρταμάνοφ είναι ο πατριάρχης της οικογένειας, ένας άνθρωπος που για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του υπήρξε δουλοπάροικος. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1861 που συνέβη στη χώρα έπειτα από τη σχετική απόφαση του τσάρου Αλέξανδρου του Β' στο πλαίσιο των γενικότερων φιλελεύθερων αλλαγών της εποχής, του χάρισε την ελευθερία του. Στο πλαίσιο αυτό φτάνει σε μια μικρή πόλη όπου καταφέρνει να παντρευτεί την κόρη του δημάρχου και να πιάσει την καλή. Με πολλή δουλειά αλλά και με άφατη σκληρότητα αρχίζει να δημιουργεί μια μικρή υφαντουργία που μέσα στα χρόνια επεκτείνεται με αποτέλεσμα την αναβάθμιση της οικογένειας από αγροτική σε μεσοαστική. Ο Αρταμάνοφ είναι ομολογουμένως ένας σκληρός άνθρωπος και την πυγμή του επιχειρεί να την εμφορήσει και στους τρεις γιους του, τους κληρονόμους της περιουσίας του. Όπως συμβαίνει συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις ο χρόνος αποδεικνύεται ο αμείλικτος εχθρός, οι γιοι μεγαλώνοντας αποκτούν τις δικές τους ιδέες και προτεραιότητες, αγνοώντας εν πολλοίς τις πατρικές βουλές. 

«Κανείς δεν μπορεί ν' απαγορεύσει σ΄έναν άνθρωπο να ζήσει όπως θέλει», του λέει ο γιος του, ο οποίος δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση αλλά να σπουδάσει Ιστορία.

«Σ΄έναν άνθρωπο; Εσύ είσαι γιος μου, δεν είσαι άνθρωπος. Τί άνθρωπος είσαι συ; Ό,τι έχεις απάνω σου δικά μου είναι», του απαντά ο πατέρας του (σελ.272) 

Το μυθιστόρημα ανοίγει σαν βεντάλια, ακολουθώντας όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμα και τις υποτιμημένες κόρες του Αρταμάνοφ στην πορεία που ακολουθούν σ' έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Και όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή όπου κάθε πράγμα που γεννιέται, ανθίζει και τελικά παρακμάζει και πεθαίνει, έτσι κι εδώ, με το πέρασμα στη νέα εποχή της επανάστασης, η ιδιότυπη μεσοαστική τάξη της Ρωσίας που γεννήθηκε απ' το χώματα και τις καλλιέργειες της γης έρχεται αντιμέτωπη με τη νέα, αδυσώπητη πραγματικότητα. 

Θα σύγκρινα τους «Αρταμάνοφ» σαν δομή αλλά και σαν γραφή με εκείνη την κορυφαία «σάγκα» τους Τόμαν Μαν, τους «Μπούντενμπροκ», που του χάρισε και το βραβείο Νομπέλ. Τα δύο βιβλία γράφτηκαν με 23 χρόνια διαφορά, οι «Μπούντενμπροκ» το 1901, οι «Αρταμάνοφ» το 1924. Στην πρώτη περίπτωση γινόμαστε μάρτυρες της ιστορίας μιας οικογένειας εμπόρων και τραπεζιτών στη Γερμανία του 19ου αιώνα που σταδιακά παρακμάζει, μιας οικογένειας που ο πλούτος ήταν απόλυτα συνυφασμένος με την ύπαρξή της. Στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για μια οικογένεια αγροτών που εκμεταλλευόμενη το κύμα της ιστορίας ανεβαίνει ψηλά και γκρεμίζεται το ίδιο απότομα. Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που διάβασα το βιβλίο του Μαν, η ανάγνωση των «Αρταμάνοφ» υποσυνείδητα μου έφερνε στο μυαλό τους «Μπούντενμπροκ», την άλλη αλλά και ταυτόχρονα παρόμοια όψη της Ιστορίας. 


ΟΙ ΑΡΤΑΜΑΝΟΦ

του Μαξίμ Γκόρκι

μτφ. Άρης Αλεξάνδρου

σελ. 525 - εκδ. Πατάκη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...