Η Αξέχαστη Χρονιά της Αναρχίας, του Αντρέ Κούμπιτσεκ



To καλοκαίρι του 1991 η γενιά μου τελείωνε το Λύκειο και αναρωτιόταν τι την περίμενε εκεί έξω. Κάναμε τα πρώτα τσιγάρα στη ζούλα και ακούγαμε τους Scorpions στο ραδιόφωνο να τραγουδάνε «I follow the Moskva, down to Gorky Park, listening to the wind of change...». Το ανατολικό μπλοκ είχε καταρρεύσει σχεδόν στο σύνολό του και ο κόσμος εισερχόταν σιγά, σιγά στη νέα εποχή, που αλίμονο θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στην αιματοχυσία της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Το βιβλίο του Κούμπιτσεκ μιλάει για τη γενιά μας, για 3 νέους λίγο μεγαλύτερους από εμάς και τοποθετείται το καλοκαίρι του 1990, κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα βορειότερα από την Ελλάδα, στη Γερμανία. Ο Αρντ, η Ουλρίκε και ο Αντρέας (αδέλφια οι πρώτοι δύο), φοιτητές όλοι τους και υπό το σοκ της μεγάλης αλλαγής στη ζωή τους μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τις εκλογές και την επικείμενη ένωση των δύο Γερμανιών αποφασίζουν να ζητήσουν καταφύγιο σ΄ένα ασφαλές μέρος και δη στο σπίτι του παππού των δύο πρώτων ηρώων, που βρίσκεται χαμένο κάπου στην επαρχία. 

Την έχουν αυτή την ανάγκη κάποιοι άνθρωποι. Όταν ο κόσμος γύρω τους μοιάζει να καταρρέει αναζητούν από κάπου να πιαστούν, από κάτι εξαιρετικά γνώριμο σ' αυτούς. Εν προκειμένω πρόκειται για το σπίτι του παππού στο οποίο είχαν περάσει πολλά ξέγνοιαστα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας. Ο παππούς πλέον έχει πεθάνει και το σπίτι που βρίσκεται στην άκρη του χωριού, δίπλα στο δάσος, ερημώνει. 

Είναι τέλη του Απρίλη όταν φτάνουν εκεί, με τη φύση να οργιάζει περιμένοντας το καλοκαίρι. Ο Αρντ αποφασίζει να πηγαινοέρχεται, καθώς από τους τρεις είναι εκείνος που δεν μπορεί να χωνέψει τόσο εύκολα τις αλλαγές που βιώνει ο κόσμος και διατηρεί τις επαφές του με άτομα του αναρχικού χώρου στην πόλη. Όλοι τους ζουν σε καταλήψεις έρημων κατά βάση κτιρίων και «απαλλοτριώσεις» περιουσιών καπιταλιστών. Η Ουλρίκε και ο Αντρέας (Άντι) από την άλλη αποφασίζουν να ζήσουν την περιπέτεια, αυτή τη νέα πρόκληση που θα αποσπάσει την προσοχή τους απ΄όσα συμβαίνουν, επενδύοντας στην ηρεμία που προσφέρει η απομόνωση σ' ένα τέτοιο μέρος όπου ο χρόνος κυλάει πολύ πιο αργά. Θα αρχίσουν τα μερεμέτια στο σπίτι προκειμένου να το κάνουν περισσότερο λειτουργικό, θα αγοράσουν κότες για να έχουν φρέσκα αβγά, θα καλλιεργήσουν λαχανικά και λουλούδια στον κήπο, θα χτίσουν με λίγα λόγια τις δικές τους άμυνες απέναντι στο αναπόφευκτο. Οι επισκέψεις τους στο παντοπωλείο του χωριού ή στο παλιό κοινοτικό εστιατόριο είναι οι μοναδικές έξοδοί τους από την αγροτική ζωή. 

Στην πορεία θα γνωρίσουν τον Χέρμαν, ένα συνομήλικό τους, λιποτάκτη του στρατού που κρύβεται στο δάσος και τους κλέβει τ' αβγά για να τραφεί. Ένα αγόρι πιο φοβισμένο απ' αυτούς με καταγωγή από τη Ρωσία, του οποίου το μέλλον αποτυπώνεται με ακόμα πιο ζοφερά χρώματα απ' ότι το δικό τους. Θα τον εντάξουν στο μικρό τους κοινόβιο παρουσιάζοντάς τον ως μακρινό ξάδελφο και οι μέρες θα περάσουν ξέγνοιαστα μέσα απ' τις δραστηριότητες που σου προσφέρει η καθημερινή επαφή με τη Φύση. Ο Αρντ θα τους επισκέπτεται ακανόνιστα, έως και την τελευταία φορά όπου η άφιξή του θα συνοδεύεται από μπόλικο άγχος καθώς τον αναζητεί η Αστυνομία, μια πάλαι ποτέ ισχυρή δύναμη για το ανατολικογερμανικό καθεστώς, οι εκπρόσωποι της οποίας είναι πλέον τόσο κουρασμένοι και αδιάφοροι όσο και το υπηρεσιακό Λάντα που χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους. Όλοι αδημονούν να δουν τι θα φέρει η επόμενη μέρα. Το καλοκαίρι σιγά σιγά τελειώνει, η ξεγνοιασιά τους εγκαταλείπει και τα πρώτα κοντέινερ του δυτικού κόσμου που αντικρίζουν στη γειτονική πόλη δεν φιλοξενούν καταστήματα ρούχων ή διατροφής αλλά αποτελούν τα πρώτα υποκαταστήματα τραπεζικών ιδρυμάτων. 12 τον αριθμό. 

Το βιβλίο διαπνέεται από εκείνη τη μελαγχολία αλλά και τη ξεγνοιασιά που συναντάς σε αντίστοιχα βιβλία ή ταινίες που αναφέρονται σ' αυτό που υπήρξε και σ' αυτό που ακολούθησε. Αποπνέει τα ίδια νοσταλγικά αρώματα που άφηνε π.χ. η ταινία Goodbye Lenin, «υποφέρει» από αυτό που ο Έντσο Τραβέρσο ονομάτισε ως «αριστερή μελαγχολία» και που εκτιμώ ότι αποτελεί κοινό τόπο συναισθηματικής έμπνευσης για όσους έζησαν και μετά έγραψαν για το γύρισμα της Ιστορίας, στα τέλη εκείνης της δεκαετίας. Για να είμαστε ειλικρινείς βέβαια -κι αυτό επιβεβαιώνεται εδώ- η Ιστορία είναι εκείνη που ρίχνει το ζάρι και δημιουργεί τις παρέες και εκείνες από την πλευρά τους φτιάχνουν την Ιστορία. 


Η ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ

του Αντρέ Κούμπιτσεκ

σελ. 285 - εκδ. Κριτική

μτφ. Απόστολος Στραγαλινός



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...