Η Γυναίκα και ο Σκύλος


Στα εβδομήντα της χρόνια βίωσε για πρώτη φορά την πραγματική μοναξιά. Συνηθισμένη να υπηρετεί, να προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα, επειδή έτσι τη μάθανε, έμεινε ξαφνικά χωρίς σκοπό, σε ένα άδειο σπίτι. Δίχως φωνές, κίνηση, γέλια, παρά μόνο με το θρόϊσμα των κουρτίνων στον αέρα. Μια εκκωφαντική σιωπή που ενώ νόμιζε ότι την είχε ανάγκη, την είχε κουφάνει τώρα και δεν μπορούσε να την αντέξει.
Χήρα μήνες και όπως κάθε γυναίκα στη θέση της και την ηλικία της, θεώρησε ότι και το δικό της ρολόι άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα πια, στους αντίστροφους ρυθμούς του. Και η σιωπή έκανε τους δείκτες του ρολογιού να ακούγονται σαν κεραυνοί στα άδεια δωμάτια.

Στους δυο του μήνες, βίωσε για πρώτη και τελευταία φορά τον αποχωρισμό από τη μητέρα του. Τη μυρωδιά της, τη ζεστή κοιλιά της με τις κάνουλες της τροφής πάντα ανοιχτές για εκείνον και τα αδέλφια του. Ο κόσμος ξαφνικά έγινε πιο ξένος και περισσότερο παράξενος από όσο πίστευε, ανακαλύπτοντάς τον ώρα με την ώρα.
Χέρια τον πιλάτευαν, φιλόξενα χέρια είναι η αλήθεια, τον χάιδευαν, τον σήκωναν ψηλά, τον έβαζαν στην αγκαλιά τους. Εκείνος, κακά τα ψέμματα, δεν μπορούσε να αντιδράσει. Άσε που του άρεσε και αυτό το ταξίδι από αγκαλιά σε αγκαλιά. Όχι πάντα βέβαια, αρκετές ήταν οι φορές που προτιμούσε να απομονώνεται σε κάποιο σκοτεινό μέρος (κάτω από ένα καναπέ, ένα κρεβάτι, μια πολυθρόνα) και να βαριανασαίνει δύσθυμα...
Η γνωριμία τους ήταν κάτι περίεργο. Εκείνος, ταξίδεψε για διακοπές με το μικρό αφεντικό του, στο σπίτι της μεγάλης αφεντικίνας και μητέρας του. Γεμάτος περιέργεια από την πρόκληση της ανακάλυψης!
Εκείνη τον είχε προειδοποιήσει ότι δεν θα ανεχόταν πολλά, πολλά από τον τριχωτό φίλο του. Τόσα χρόνια ουδέποτε διανοήθηκε να έχει ένα ζώο να τριγυρίζει ελεύθερο ανάμεσα στα πόδια της. Πόσο μάλλον να μπαίνει ελεύθερα στο σπίτι ή που και που να ανεβαίνει και σε κανένα καναπέ!
Εκείνος, όντας μικρότερος και με το ανώτερο αίσθημα που διακρίνει τη ράτσα του, να θέλει να είναι ευγενικός και φιλικός με όλους, της έκανε χαρές με το που την πρωτοείδε.
Εκείνη, συγκινήθηκε είναι η αλήθεια, από τούτη την αμέριστη ένδειξη αγάπης, ωστόσο έπρεπε να κρατήσει κάπως τα προσχήματα. Είπε κάτι ανάμεσα στα δόντια της μισοθυμωμένα, μισοαγαπησιάρικα και οι συστάσεις πήραν τέλος.
Από εκείνη τη μέρα, η σχέση τους άρχισε να εξελίσσεται σε κάτι μοναδικό. Περπατούσαν μαζί, εκείνη μπροστά και αυτός με χαλαρό βάδισμα πίσω. Κοιτάζονταν στα μάτια. Εκείνη πάντα μισοθυμωμένα, μισοαγαπησιάρικα, εκείνος πάντα με αγάπη, υπερβολική ενίοτε, που την εκδήλωνε με τρόπους που στην πλειοψηφία τους, η άλλη πλευρά ποτέ της δεν έμαθε να δέχεται.
Γνωρίζαν και οι δύο όμως ό,τι υπήρχε αγάπη ανάμεσά τους.
Ανάμεσα στα "ρε", τα "πανάθεμα σε", "έλα πίσω", "φέρτο εδώ", ακούστηκε και ένα "αγόρι μου" από το πουθενά! Ακούστηκαν και μοναχικές κουβέντες της, που δεν πήραν απάντηση, γιατί οι σκύλοι δεν μπορούν να μιλάνε, παρά μόνο με τα μάτια. Μόνη της μιλούσε λοιπόν και μόνη της τ' άκουγε. Τα άκουγε και εκείνος όμως. Δεν καταλάβαινε τις λέξεις, αντιλαμβανόταν όμως τη χροιά της που ήταν όλο γλύκα, στοργή και φροντίδα. Αλλά αυτά γίνονταν μόνο όταν ήταν οι δυο τους. Δεν έπρεπε να ακούσει άλλος τους ήχους αυτής της σχέσης μιας και θα γκρεμιζόταν το ισχυρό προσωπείο της αυστηρότητας.
Λίγο πριν τελειώσουν οι διακοπές, την έπιασε η μελαγχολία της αποχώρησης. Αρνήθηκε να την παραδεχτεί και ας ήξερε ότι η μοναδική κίνηση που θα απασχολούσε τον αμφιβληστροειδή της ξανά, θα ήταν το θρόισμα μιας κουρτίνας. Η σιωπή του Χειμώνα ήδη της τρυπούσε βασανιστικά τα αυτιά. Παραπέρα, η ματιά της έπεσε πάνω του. Άσπρος με μπεζ κηλίδες, πανέμορφος. Κι ένα βλέμμα πανέξυπνο, έτοιμο για παιχνίδι και σκανδαλιά. Σαν τα μικρά παιδιά. Σαν τα εγγόνια που δεν είχε.
Εκείνος πάλι σαν τον μάλωνε, έπαιρνε το ύφος και τη στάση του μαλώματος. Που σημαίνει κουλουριάζομαι, σου γυρίζω την πλάτη, ξεφυσάω λες και τα βάσανα όλης της ζωής έχουν πέσει πάνω μου και εξαπολύω το βλέμμα που λέει, "Είμαι το πιο δυστυχισμένο σκυλί του κόσμου που κανείς δεν αγαπάει".

Τον τσίμπησε μια μέλισσα. Για την ακρίβεια, όντας κουτάβι παιχνιδιάρικο, είδε μια μέλισσα που πήγε να πιει νερό από μια γούβα στον κήπο και θέλησε να γνωριστεί μαζί της. Χρησιμοποιήσε το πόδι του. Εκείνη πάλι χρησιμοποίησε το κεντρί της.
Οι κραυγές που ακολούθησαν ήταν σπαρακτικές. Γείτονες βρέθηκαν στην αυλή νομίζοντας ότι κάποιον σφάζουν. Το κλάμα του έβγαινε πια από βραχνιασμένο λαιμό. Το μικρό αφεντικό πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μιλώντας ταυτόχρονα στο κινητό τηλέφωνο για να βρει κτηνίατρο. Φώναξε στη μεγάλη αφεντικίνα. "Πάμε". Στο δρόμο εκείνη τον κρατούσε σαν μωρό παιδί. Μια ζεστή αγκαλιά για ένα πληγωμένο ζώο. Μέχρι που έγινε το ανήκουστο! Του ψιθύρισε ένα παιδικό νανούρισμα, που τα χείλη της είχαν πάνω από τριάντα χρόνια να ξεστομίσουν, μέχρις που εκείνος απλά έβαλε το κεφάλι του στο λαιμό της και έμεινε εκεί...Ήρεμος πια και σίγουρος ότι τρέχουν για το καλό του. 
Αυτή η σχέση δεν μπορούσε να τελειώσε άδοξα. Το μικρό αφεντικό έφυγε για την πόλη αφήνοντας πίσω το κουτάβι που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ένας κήπος εξάλλου είναι χίλιες φορές προτιμότερος από ένα διαμέρισμα. Και έτσι άρχισε η συγκατοίκηση. Η γυναίκα και ο σκύλος. Διαφορετικά χνώτα, περίεργα. Οι αντεγκλήσεις μεταξύ τους ήταν συχνές. Ειδικά όταν εκείνος της εξαφάνιζε τις κουτάλες του μαγειρέματος στον κήπο ή όταν έβρισκε παλιά τάπητα και τα έκανε κομμάτια ακονίζοντας πάνω τους τα δόντια του.  Εκείνη πάλι του έδειχνε μια βέργα που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ, απλά και μόνο για να τον φοβερίσει. 
Περνούσαν οι μέρες και οι δυο τους ζούσαν για τις ώρες εκείνες που ο ένας αντίκριζε την κίνηση του άλλου, στη σιωπή του χρόνου που κυλούσε πλάι τους.  Ήταν οι ώρες που μόνοι τους πια, κάθονταν στην άκρη της αυλής, η γυναίκα στο πεζούλι και ο σκύλος στα πίσω του πόδια, στο πλευρό της, να μυρίζουν τον αέρα που άλλαζε, το Χειμώνα που ερχόταν. 

Ο Χειμώνας ήρθε και έφερε την αρρώστια. Τη γυναίκα ήρθαν και την πήραν, να την πάνε στην πόλη, να εξεταστεί, να βρει θεραπεία για εκείνο που τις έκαιγε σιγά μα σταθερά τα σωθικά. Ο σκύλος έμεινε μόνος. Κανόνισαν να πηγαίνει ένας γείτονας να τον ταίζει και να τον ποτίζει μόνο. Κάπου εκεί ο χρόνος σταμάτησε και άρχισε να επαναλαμβάνεται λεπτό προς λεπτό, ώρα με την ώρα, για ολόκληρους μήνες. 
Ανακάλυψε κάθε σπιθαμή του κήπου, κάθε πιθανή κρυψώνα, έσκαψε τρύπες, κυνήγησε ζούδια και ποντίκια, γάβγισε σε μια αλεπού που κατέβηκε απ' το δάσος αναζητώντας θαλπωρή στο κοτέτσι, έγλειψε την πάχνη από τα πράσινα φύλλα και το γρασίδι, κυλίστηκε στο χώμα, και πάντα, μα πάντα, στο άκουσμα κάποιου εξωτερικού θορύβου που ερχόταν από το δρόμο, έξω από τον κήπο, στεκόταν ακίνητος, σήκωνε ψηλά τα αυτιά του και περίμενε. Περίμενε να δει την αφεντικίνα του. 

Η αφεντικίνα του ήρθε τελικά στο σπίτι. Τη μυρίστηκε μόνο, δεν την είδε ποτέ. Την έφερε το καλοκαίρι, ένα κουβάρι που θύμιζε άνθρωπο. Η αρρώστια την είχε λιώσει, την είχε αφήσει μισή. Ο γιος της αποφάσισε να της χαρίσει το μόνο που μπορούσε εκείνη την ύστατη ώρα. Την αξιοπρέπεια να πεθάνει στο σπίτι της, ανάμεσα στους κόπους μιας ζωής. Με τη φροντίδα και την αγάπη να ξεχειλίζουν από τους ανθρώπους πλάι της. Έτσι έπρεπε. Όπως όταν γεννιέται ο άνθρωπος και συγκεντρώνονται όλοι να χαρούν, έτσι του πρέπει και όταν πεθαίνει. Ένα κατευώδιο πλασμένο με αγάπη, δάκρυα και όμορφες σκέψεις. Σαν βασανίζεται ο άνθρωπος πριν πεθάνει, μόνο αυτά του αξίζουν. 
Τη μέρα του θανάτου της, έδεσαν το σκύλο στον κήπο. Πολύς ο κόσμος, ακόμα περισσότερα όσα έπρεπε να γίνουν, δεν μπορούσαν να έχουν το ζωντανό ανάμεσα στα πόδια τους. Έστησαν το φέρετρο στη μέση του σαλονιού με τη νεκρή βυθισμένη σε λουλούδια που τόσο αγαπούσε σαν ήταν ζωντανή και μετρούσαν τις ώρες της θλίψης. Εκείνες τις στιγμές της ενσυναίσθησης, της οριστικής απώλειας και απουσίας. 
Ο σκύλος λύθηκε.
Έτρεξε προς το σπίτι.
Φωνές. Ξάφνιασμα. Ένα ποτήρι έπεσε και έσπασε.
Βλοσυρός ένας συγγενής τον άρπαξε τελευταία στιγμή πριν μπει στο δωμάτιο και άρχισε να τον σέρνει πάλι προς τον κήπο. Ο σκύλος αντιστάθηκε. Ο συγγενής τον χτύπησε δυνατά στα πλευρά. Ο σκύλος πόνεσε και άφησε ένα μισοξέπνοο ουρλιαχτό.
- Μην τολμήσεις να τον ξαναχτυπήσεις! ΑΦΗΣΕ ΤΟΝ!
Ο γιος βγήκε απ' τις σκιές, κοίταξε το συγγενή αυστηρά, έσκυψε και αγκάλιασε το σκύλο. Εκείνος πάλι μύρισε το γνώριμο, κούνησε την ουρά του και άρχισε να γλύφει το αφεντικό του. Το βλέμμα του όμως, ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν έφυγε από την κάμαρα που είχαν απιθωμένη την αφεντικίνα του. Ο γιος τον πήρε τρυφερά, με γλυκόλογα και παιχνίδια, τον πήγε στον κήπο και τον έδεσε ξανά. 

Η γυναίκα θάφτηκε.
Το σπίτι κλειδώθηκε και ερήμωσε.
Ο σκύλος έμεινε στον κήπο. Ο γείτονας που τον αγαπούσε πια, πήγαινε κάθε μέρα και τον τάιζε.
Του κουνούσε την ουρά. 
Το ίδιο έκανε και σε μια γυναίκα που ερχόταν μέρα παρά μέρα και τον έβλεπε. Του μιλούσε έξω από το φράχτη και του χάιδευε τη μουσούδα χώνοντας τα δάχτυλά της ανάμεσα στο συρματόπλεγμα του κήπου. Μια γυναίκα που τον πρωτοείδε σαν βρέθηκε στην κηδεία, να τιμήσει τη νεκρή.
Η γυναίκα ήταν νέα. Είχε καρκίνο και πάλευε μαζί του με κουράγιο και αξιοπρέπεια. Ζήτησε από το γείτονα, να παρέμβει στο γιο, να πάρει το σκύλο σπίτι της. Να τον φροντίζει και να τον έχει συντροφιά.

Ο κήπος ερήμωσε πια.
Αγριόχορτα πνίγουν τα δέντρα, τα πεσμένα φύλλα του χειμώνα γίνονται ένα με το χώμα.
Στο βάθος του κήπου μια αλυσίδα έχει απομείνει, σκουριασμένη και αυτή να θυμίζει όσα κάποτε υπήρξαν.







Σχόλια

  1. Έφτιαξα τον κήπο μου, φέτος ολομόναχη τον σκάλισα, έβαψα τις μάντρες, έφτιαξα ένα μικρό περιβολάκι, τρέχουν τα ζώα μου ελεύθερα σ΄αυτόν, οι γάτες σκαρφαλώνουν παίζοντας στα δέντρα, τα σκυλιά φυλάνε μην μπει κανένας μέσα και ... κοίταξα μακριά ... εγώ είχα 'φύγει' και δεν υπήρχε κανένας πια να τον φροντίζει, μια ζούγκλα ήταν, ούτε σκυλιά υπήρχαν πια, μόνο κάτι αδέσποτες γάτες και σπουργίτες στα ανοίγματα της στέγης.
    Μέχρι τότε όμως και εγώ θα κυνηγάω τα κουτάβια μου με την εφημερίδα , θα κάνουμε τις βόλτες μας και θα συζητάμε περι ανέμων και υδάτων τα καλοκαιρινά βράδια έξω στον κήπο :))

    Kαλή Μεγάλη Εβδομάδα
    αγαπητέ Ρευμόντ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι να πω τώρα?
    Οτι το βλέπω καθημερινά το έργο λόγω της ενασχόλησής μου με τα φιλοζωϊκά?... Και το χειρότερο σενάριο είναι άνθρωποι που με χαρά αποδέχονται την κληρονομιά να πετούν στο δρόμο το ζώο χωρίς καν να σκεφτούν ότι θα τρίζουν τα κόκαλα του νεκρού...
    Τουλάχιστον αυτό το ζωντανό είναι τυχερό... για όσο...

    Γιατί έχω δει και την αναλγησία των σκληροπηρυνικών αρρωστημένων φιλόζωων να αρνούνται να δώσουν σκυλί για υιοθεσία σε καρκινοπαθή... με τη δικαιολογία τι θα απογίνει μετά... λες και προεξοφλούν έτσι την μάχη του καθενός...

    Πόσο σκληροί μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι τελικά και πόσο πολύ υποτιμούμε τα ζώα όταν αποκαλούμε κάποιους ανθρώπους με τ'ονομά τους...
    Καλή Μεγάλη Βδομάδα αγαπητέ Ρεϋμούνδε... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα πεσμένα φύλλα του Χειμώνα θα γίνουν ανθοί μιαν Άνοιξη
    και η σκουριά της αλυσίδας θα μετουσιώσει την οδύνη σε ζωή και πάλι,
    όπως ζητούν τα αλλοτινά που λούστηκαν αγάπη,
    οι μνήμες που γλυκιά νοσταλγία τις αγκαλιάζει...

    Όσα κάποτε υπήρξαν ποτέ δεν χάθηκαν
    παρά στη στενή οπτική του χρόνου που κυλάει
    μα ο ίδιος χρόνος φέρνει την επούλωση και την αναγέννηση.

    Μετρώ έρημους κήπους χρόνια τώρα μα έχω πίστη
    και προσμονή για την Ανάσταση
    Αυτήν θέλω να ευχηθώ στον κήπο της γυναίκας
    και σε κάθε ζωντανό πλάσμα που στην μνήμη του
    τρυφερά την κρατάει...

    Πριν έρθω εδώ και σε διαβάσω
    άκουγα το παρακάτω τραγουδάκι
    θα ήθελα να στο αφήσω και αυτό :)

    http://www.youtube.com/watch?v=WamODWBp6IQ

    ό,τι κι αν συμβολικά μπορεί αυτό να σημαίνει
    κάθε Ανάσταση, μία εβδομάδα παίρνει...

    Καλή Μεγάλη Εβδομάδα Ρεϊμόντ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Λυπημένη ιστορία, μα το καλεί ίσως και η Μ. Εβδομάδα...

    Αυλή ή κήπο δεν είχα ποτέ.
    Μια ζωή σε διαμερίσματα πολυκατοικιών ζω.
    Αλλά και μια ζωή έχω ένα σκυλάκι να μπερδεύεται στα πόδια μου. Και στου κ. Μήτσου τα πόδια, επίσης.
    Θα μπορούσα ώρες να σας μιλώ γι' αυτά.
    Από το πρώτο κουτάβι που βρήκα έξω από ένα συνεργείο αυτοκινήτων και ο μάστορας δεν το ήθελε και το πήρα και το μεγάλωσα και ζήσαμε παρέα μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
    Κι ύστερα μάζεψα κι άλλο και τώρα εδώ και 11 χρόνια το τελευταίο παρατημένο κουτάβι μπήκε στη ζωή μας και μας συντροφεύει.
    Ναι, θα μπορούσα ώρες να μιλάω για τα σκυλάκια μου!
    Μα δεν θα έπρεπε να καταχραστώ τον χώρο.
    Μόνο για το πρώτο κάτι θα πω.
    Για την Ηρώ, που μου την έδωσε ο μάστορας.
    Το παίρνω που λέτε το κουτάβι και γραμμή για τον κτηνίατρο.
    Το βλέπει ο Λάκης, καλή του ώρα, μοιάζει να είναι από γκριφόν κι από κανίς απεφάνθη. Και τι όμορφο γκρι χρώμα, μου λέει, όχι τόσο συνηθισμένο. Πήγαινε σπίτι να του κάνεις ένα μπανάκι, στέγνωσέ το και φέρε το να το εξετάσω.
    Πάω που λέτε στο σπίτι και στο πρώτο χέρι σαπουνάδας άρχισε να φεύγει το γκρι.
    Στο δεύτερο χέρι, ξέβαψε τελείως ο σκύλος!
    Έντρομη (ήμουν μικρή και ήταν ο πρώτος μου σκύλος, δεν ήξερα) πάω στον Λάκη. Κάτι του έκανα του σκυλιού και το ξέβαψα, του λέω.
    Γέλια ο Λάκης. Ησύχασε, μουτζούρα από το συνεργείο ήταν!
    Όπως καταλαβαίνετε, η Ηρώ ήταν ένα κάτασπρο κουτάβι!

    Άντε, καλή Μ. Εβδομάδα να έχετε!

    Τα σέβη μου τα έχετε έτσι κι αλλιώς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δάκρυσα αγαπημένε... εξαιρετικό για άλλη μια φορά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανιδιοτελείς αγάπες. Δεν απαντώνται στο ανθρώπινο είδος. Συγκινήθηκα...
    Καλή σας ημέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αυτό το κείμενο το σκέφτομαι εδώ και μέρες, από την πρώτη μέρα που το διάβασα, όταν αναρτήθηκε. Δεν το είχα σχολιάσει και με "έτρωγε"... Συγκινήθηκα...πολύ...ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις συγκινούμαι. Σκηνές και ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή που σου μένουν χαραγμένες βαθιά μέσα σου και ξυπνάνε με την πρώτη ευκαιρία, με την πρώτη αφορμή. Μετά ήρθε το Πάσχα και όλη η ένταση που αυτό φέρνει. Να΄σαι καλά, φίλε μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Χρόνια καλά σε όλους σας! Να είστε πάντα καλά και γεροί!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...