Η Πόλη των Ξένων

Κρατά ένα άνθος νεραντζιάς στο χέρι. Στάθηκε να το κόψει από ένα δέντρο στο δρόμο της και τα πόδια της έτρεμαν σαν το χέρι της άγγιξε τα δροσερά από το ξημέρωμα φυλλαράκια, ανίκανα να κρατήσουν το κορμί που έμοιαζε να υποκύπτει και να προσκυνάει την ευωδιά. Το έφερε απαλά στη μύτη της και ρούφηξε με μανία τις αναμνήσεις της. Η κάθε εισπνοή συνοδευόταν και από μιαν ανάμνηση των ημερών που δεν είναι τίποτε άλλο πια παρά σκιές στα παράθυρα του χρόνου. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως το άνθος θα έχανε τη δύναμή του, την μοναδική ικανότητα που είχε να την πλημμυρίζει με λησμονημένα συναισθήματα κάθε φορά που το μύριζε. Μα εκείνο, σε πείσμα της πόλης των ξένων που ξυπνούσε με μυρωδιά πετρελαίου και βενζίνης από τις εξατμίσεις, με οσμή ούρων στις γωνιές των δρόμων και μια σαπίλα που τη γευόσουν στο στόμα από έναν κόσμο που παρήκμαζε, συνέχισε να ευωδιάζει και να της ποτίζει με δάκρυα τα μάτια.
Κάθε βήμα της ήταν ένα ίχνος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ίχνη από αίμα, σταγόνες στο δρόμο, ένα άλλο παραμύθι που ακολουθεί τα βότσαλα που έπεσαν πίσω, σηματοδότες στο δρόμο της επιστροφής.  Μα το αίμα ξεθωριάζει, η πληγή του μένει μονάχα ανοιχτή και η γεύση του στο στόμα. Μεταλλική σαν την κάνη ενός όπλου που ξύνει το λάρυγγά σου. Στην πόλη των ξένων τα όπλα είναι ελεύθερα, το αίμα σε αφθονία να χύνεται σε κάθε υπόνομο και να ταξιδεύει μέσα από σκοτεινές υπόγειες διαδρομές στη θάλασσα, μακριά.
Η αλμύρα του νερού τής ήρθε στο στόμα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και έκλεισε τα μάτια, αποκόπηκε από το δρόμο που περπατούσε και άκουσε τα κύμματα να σκάνε στο βράχο κάπου παλιά. Χαμογέλασε σαν ένοιωσε τα σταγονίδια του νερού να της βρέχουν το πρόσωπο, έβγαλε τη γλώσσα της έξω και προσπάθησε να μαζέψει με αυτήν όσα μπορούσε, το αλάτι της θάλασσας και εκείνο της γης, το καρύκευμα που θα την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη, που θα την προσκαλούσε να γδυθεί και να τρέξει να πέσει στο νερό, να χαθεί στα βάθη του.
Άνοιξε τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο και η εικόνα του απορημένου σκουπιδιάρη που την παρατηρούσε σιωπηλός (ως και η σκούπα του είχε μείνει ακίνητη), έπλυνε το αλάτι από το στόμα της, στέγνωσε το νερό από τα μάγουλά της και την ανάγκασε να του απευθύνει το λόγο με μια αίσθηση εκδίκησης στην άκρη των χειλιών της.
- Παντού στον κόσμο, οι σκούπες είναι για να τις καβαλάμε και να πετάμε μακριά. Εδώ, σ' αυτή την πόλη, σου είναι άχρηστη!
Άφησε εμβρόντητο τον σκουπιδιάρη, ο οποίος ίσως και να μη μιλούσε τη γλώσσα της και συνέχισε το δρόμο της, ανηφορικό, ω ναι είχε δρόμο ακόμα μέχρι τη φωλιά της. 

Καρφιτσωμένες σε ένα περβάζι, αντίκρισε δύο δεκαοχτούρες να ερωτοτροπούν. Με το θηλυκό να σκερτσιάζει και το αρσενικό να της κόβει το δρόμο, τσιμπώντας την τρυφερά και διεκδικητικά στο λαιμό. Στάθηκε και εκεί μα όχι για πολύ, το παράθυρο στο περβάζι άνοιξε, αποκαλύπτοντας ένα ξεπλυμένο πρόσωπο, βιασμένο από τον ύπνο, με κίτρινους λεκέδες στη νυχτικιά και κόκκινα μπικουτί στα μαλλιά. Ένα πρόσωπο έτοιμο να ξεράσει τη ζωή του από το στόμα. Οι δεκαοχτούρες πέταξαν μακριά. Ο έρωτας έμεινε ανεκπλήρωτος.
Το άνθος της νεραντζιάς την αποζημίωσε ξανά. Αν και το λευκό του είχε μαυρίσει στις άκρες από την επαφή με την παλάμη της τόση ώρα, διατηρούσε την ευωδιά του, είχε ποτίσει με αυτή το δέρμα της, κάτι τόσο μικρό και όμως ικανό να διαλύσει την ασχήμια γύρω της.
Γύρισε πίσω στο περβάζι. Περίμενε για λίγο, ώσπου είδε το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο ξεπλυμμένο να την κοιτάζει με μίσος. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.
- Παντού στον κόσμο, οι ζωές είναι ίδιες. Αν δεν σε αντέχεις, άλλαξε. Αλλιώς, πήγαινε και πέθανε κάπου. Κάν'το όμως γρήγορα. Θα νοιώσεις καλύτερα!
Δεν πήρε απάντηση, ένα μπικουτί μόνο σαν να συγκινήθηκε, λύθηκε από τα μαλλιά και αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ώμο και μετά στο πάτωμα.

Στο παγκάκι συνάντησε το μελλοθάνατο. Μισός πάνω, μισός κάτω, με τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα να συγκρατούν να έντερα μέσα στην κοιλιά του, μα εκείνα ατίθασα να γλιστράνε και να κρέμονται τώρα που βρήκαν χώρο να ξεδιπλωθούν. Η ανάσα του βαριά, σφυριχτή, η ματιά του θολή και γαλάζια, σαν εκείνη του ψαριού που πεθαίνει με ανοιχτά τα μάτια. Κανείς τριγύρω. Πλησίασε και πάτησε πάνω το αίμα του που έρεε στη γη, δίνοντας ζωή στο χώμα, στον αέναο αποδέκτη κάθε θυσίας.
- Ησύχασε τώρα, του ψιθύρισε γαλήνια. Τελειώνει...
Εκείνος κάτι πήγε να πει μα το μόνο που κατάφερε ήταν να μην συγκρατήσει τα ματωμένα σάλια του που άρχισαν να κυλάνε στο αξύριστο πρόσωπο και μετά στο λαιμό του.
- Δεν...θα.... πεθάνω... μόνος....
Στην πόλη των ξένων οι άνθρωποι συνηθίζουν να ψοφάνε μόνοι.
Ο μελλοθάνατος έκλεισε τα μάτια και η ανάσα του έγινε γοργή, το στήθος ανεβοκατέβαινε σαν αντλία που αγωνίζεται να τραβήξει από το σώμα και την τελευταία ικμάδα ζωής, να το παραδώσει στεγνό στο χώμα ή όπου αλλού καταλήξει (στο χώμα όμως είναι το σωστό) να γίνει λίπασμα, τροφή για τη γη και τον κόσμο, γρανάζι στον τροχό του χρόνου, κόκκος άμμου στην παραλία που θα πατιέται αιώνια από ανήσυχα πόδια.
Τον κοιτούσε σιωπηλά. Και ήταν σα να είδε την τελευταία ανάσα να αφήνει το κορμί του και να μοιράζεται τον ίδιο αέρα με την οσμή των ούρων στη γωνία, με την εξάτμιση από το ταξί που μόλις έστριψε στην κεντρική λεωφόρο,  με την ευωδιά από το άνθος νεραντζιάς στο χέρι της.
Έσκυψε και του έκλεισε τα μάτια. Στον κόρφο του απίθωσε το μαραμένο πια άνθος της νεραντζιάς.

Έφυγε πριν έρθει η Αστυνομία. Μια φωνή την πρόσταξε να σταματήσει. Κάποιος περαστικός ίσως που την είδε να στέκεται στο κουφάρι και να το αποχαιρετά. Μα εκείνη χάθηκε στα δρομάκια της πόλης των ξένων. Μιας πόλης που είχε πάψει να την αναγνωρίζει για δική της καιρό τώρα.
Χωρίς το άνθος στο χέρι, δεν είχε πια τίποτα να θυμάται...


  




Σχόλια

  1. αγαπητέ Αρμάντ... διάβασα ένα εξαιρετικό κείμενο από εσάς !!! ξεκινώντας να υλοποιήσω την ευχή σας προς ένα όμορφο ΣΚ, και γνωρίζοντας ότι θα επιστρέψω πάλι εδώ αργότερα... θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τις λέξεις, τις εικόνες και τα συναισθήματα που γεύτηκα πριν λίγο, εδώ...
    φυσικά και η μουσική...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σείριε χαίρομαι πολύ που σας άρεσε. Το τραγούδι είναι εξαιρετικά αγαπημένο.

      Διαγραφή
  2. Σκληρό. Ωραίο. Ταιριαστή και η μουσική. Καλό ΣΚ και σε σας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο. Και πανέμορφη μουσική :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Eξαιρετικό!
    Με τρελλαίνει ό τρόπος που μεταλλάσεσαι...
    Το πως αλλάζει η γραφή σου...
    Είναι χάρισμα αυτό το ξέρεις?
    Το ίδιο και οι μουσικές επιλογές σου...
    Καλό Σ/κο!

    Υ.Γ Επειδή δε με διαβάζεις δες αυτό... ίσως σε ενδιαφέρει... http://the-red-thin-line.blogspot.com/2012/04/blog-post_23.html?zx=adb671e724878fba

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σφίζει από Έμπνευση.... η Ευωδιά της Μούσας
    αναδύεται από κάθε πόρο των γραμμών του...

    Μπράβο Ρεϊμόντ! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ...και μας μεθά...
    'σφύζει' λοιπόν :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καθώς το διάβαζα καθισμένη στο γραφείο και έχοντας ανοιχτό το παράθυρο, η ευωδιά από τις ανθισμένες πορτοκαλιές του Άργους έσμιξε με εκείνη της νεραντζιάς της πόλης των ξένων και το αποτέλεσμα ήταν, πιστέψτε με, εξαιρετικό!

    Τα σέβη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. αγαπητέ Αρμάντ σου εύχομαι καλό μήνα !!!
    την έμπνευση... την θεωρώ δεδομένη :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...