Από πέρα απ' το ποτάμι

    
     Φυσούσε νοτιάς από νωρίς. Εκείνος που θες μικρές ανάσες για να τον αντέξεις. Που μουλιάζει τα πνευμόνια σου στην υγρασία και σε ταΐζει άμμο στο στόμα. Με ρόγχο έμοιαζαν εκείνες οι μέρες του καλοκαιριού. Μια σιωπή θανάτου στο απομεσήμερο, τζιτζίκια τραγουδιστάδες που ειρωνεύονταν τη σιέστα μας, ένα φίδι που χάθηκε στα χορτάρια σαν αντιλήφθηκε τις δονήσεις μας. Ξυπνήσαμε κάθιδροι και μοιραστήκαμε ένα τσιγάρο. Άφιλτρο ήταν, το θυμάμαι καλά μιας και δεν ξανακάπνισα τσιγάρο δίχως φίλτρο ποτέ μου, η κιτρινίλα εκείνου του τσιγάρου έβαψε τη γλώσσα μου και την αρρώστησε απαλείφοντας το ροδαλό απ' την επιφάνειά της. Τσαρούχι το στόμα, που όρεξη για φιλιά μετά τον ύπνο.
     Είπες να πάμε για μπάνιο, δεν απάντησα, το ξανάπες, βαριόμουν μα δεν το' λεγα. Έψησα καφέ ελληνικό με δύο ζάχαρες μπας και κάνουν τίποτα αλλά μάταια. Άλλη γεύση αφήνει το φιλί κι άλλη η ζάχαρη. Αυτοί που τις παρομοιάζουν μάλλον δεν φίλησαν ποτέ τους. Φούσκωσε ο καφές κι έχυσε το καϊμάκι του στ' ολόλευκο φλιτζάνι. Προίκα απ' τη μάνα μου τούτα τα φλιτζάνια, ήπιε ο παππούς σ' αυτά, ο πατέρας, η μάνα και μυριάδες μουσαφίρηδες. Ανέγγιχτα μένανε τ' άτιμα. Ώρες, ώρες μου' ρχοταν να σπάσω ένα μόνο και μόνο για να' βλεπα αν θα σταματούσε να γυρίζει ο κόσμος. "Τι τα θες", έλεγε ο παππούς, "τούτα μένουνε αιώνια, ο άνθρωπος φεύγει μόνο". Το' λεγε για πολλά πράγματα αυτό ο παππούς. Ειδικά σαν βαριότανε να κάνει ένα μερεμέτι στο σπίτι και τον σταύρωνε η γυναίκα του. "Τι τα θες", της απαντούσε όταν έφτανε στο αμήν. "Τούτα θα μείνουνε ανέγγιχτα, εγώ και συ θα γίνουμε χώμα". Τζούρωνε η γιαγιά, μουρμούριζε κάτι που άκουγε μόνο η ίδια και χωνόταν στην κουζίνα της. Την άλλη μέρα είχαμε πάλι τα ίδια. 
     Ήπια τον καφέ κοιτάζοντάς σε να ποτίζεις ξυπόλητη τα λουλούδια. Ο νοτιάς σού σήκωνε το φόρεμα, σου' μπλεκε τα μαλλιά και τα φέρνε ριπές να σου χτυπάνε το πρόσωπο μα εσύ παρέμενες απερίσπαστη στο έργο σου, να γεμίσει η γλάστρα και μόνο τότε να πας παραπέρα, σειρά έχει τώρα η αρμπαρόριζα - πρόσεχε, τσιμπάνε τα κλαδιά της - δεν μ' ακούς όμως, ποτέ σου δεν μ' άκουσες. Ίσως να φταίει αυτό που αγκομαχάμε ακόμα. Που εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις κι εγώ επέμενα να θέλεις. Κι αγκομαχάμε λες και γεράσαμε απότομα. Λες να φταίει που είμαστε ένα ακόμα και μετράμε χρόνια μπόλικα στο σύνολό μας. Κι αν χωρίζαμε; Κι αν απαλλασσόταν ο καθένας μας απ' τα χρόνια του άλλου; Μαζί να έφευγαν και οι έγνοιες, οι ανασφάλειες και πάνω απ' όλα οι ασάφειες που μας καταδίκασαν σε τούτο το επαναλαμβανόμενο αγκομαχητό; Θα ξανανιώναμε λες; Θα γινόμασταν πάλι νέοι, απερίσκεπτοι, ακέραια μοιραίοι να επαναλάβουμε την καταστροφή μας; Να μην αφήσουμε τίποτε όρθιο αυτή τη φορά; Σου άφησα ένα πύργο κι εσύ λυπήθηκες τους προμαχώνες μου. Στο διάβολο όλα τούτη τη φορά. Λες; 
     "Καλή Παναγιά" φώναξε η γειτόνισσα απ' την περίφραξη. Το κεφάλι της φαινόταν μόνο πάνω απ' το γιασεμί. Το χαμόγελό της βεβιασμένο για τούτο το παράξενο ζευγάρι που αντίκριζε καλοκαίρια τώρα να' ρχεται και να τρώει τις σάρκες του για δεκαπέντε μέρες τη φορά. "Επίσης", φώναξες φορώντας το χαμόγελο της μεταμέλειας που φέρνει ο χρόνος και η κούραση. Έγνεψα κι εγώ το κεφάλι υπακούοντας σε μια παρόρμηση αβρότητας που ζύγισε τα δεδομένα και πήρε την πρωτοβουλία ν' ανταποκριθεί. Έκανε το σταυρό της η γυναίκα. Δεν της είχαμε αντευχηθεί ποτέ. 
     Έπεσε το σούρουπο και σώπασαν τα τζιτζίκια. Άπλωσε το σεντόνι της η νύχτα και μας σκέπασε μα εμείς μείναμε ξύπνιοι, να κοιτάμε τ' αστέρια και να μετράμε την Άρκτο ξανά και ξανά. Σε μιαν άλλη εποχή θα το κάναμε αγκαλιά με χαχανητά και χάδια. Πόσο μακρινά μοιάζουν όλα. Σαν τ' αστέρια που αντικρίζουμε τώρα δα, και που δεν προδιαγράφουν τίποτα για το κοινό μας μέλλον. Αναρωτιέμαι γιατί ήρθαμε φέτος. Αλλά το ίδιο αναρωτήθηκα και πέρυσι. Στη σκέψη πως αυτό μπορεί να γίνει και του χρόνου μια ξαφνική αίσθηση ασφυξίας θολώνει το μυαλό μου και φεύγει όπως ήλθε αφήνοντας την ανάσα μου βαριά να εξανεμίζεται στον αέρα. Αν έκανε κρύο, τώρα θα' στελνα σύννεφα στον ουρανό.

     Μας ξύπνησαν οι καμπάνες. Βγήκα για τσιγάρα στο περίπτερο και κάπνισα δύο πριν γυρίσω στο σπίτι, παρατηρώντας τα λουστρίνια να βαδίζουν βιαστικά πάνω στις λευκές πλάκες που οδηγούσαν την εκκλησία. Βεβιασμένα χαμόγελα, καλημέρες, μια ευωδιά από υάκινθο, κρυφές τσιμπιές ανάμεσα σ' αδέλφια που νύσταζαν ακόμα, μια μυρωδιά από γαρύφαλλο και κανέλα, το κοκκινιστό βράζει στη φωτιά.   

     Κάθομαι στο πεζούλι ταλαιπωρώντας την κούπα στα χέρια μου. Το χαίρομαι σαν ξυπνάω και δεν είσαι εδώ. Είναι αυτή η αίσθηση ελευθερίας που μου έχει λείψει τόσο πολύ, η απουσία σου να είναι ανάγκη που χρειάζεται να καλυφθεί. Μα δεν το κάνεις κάθε μέρα. Δεν βγαίνεις να πάρεις τσιγάρα και να μ' αφήσεις μόνη, προτιμάς να βγούμε μαζί και να ψωνίσεις τότε, δείχνοντας ακόμα και στον περιπτερά το μέγεθος της υποκρισίας που μας έχει ξεπεράσει καιρό τώρα. Χαμογελάς και γνέφεις στους προεστούς λες κι έχουν ανάγκη εσένα ή το χαμόγελό σου ή την αίσθηση που προσφέρεις, αυτή της επιτυχίας που δεν είναι τίποτε άλλο από μια μεγάλη απάτη. Αλίμονο, η περιέργειά τους εξαντλείται σαν στρίψουμε στη γωνία, ακόμα πιο γρήγορα αν η δηλωτή έχει ανάψει τα αίματα και τα χαρτιά πέφτουν με μανία στην τσόχα. Ποτέ δεν ξεπέρασες το χωριάτη που σε γέννησε και αποτελείς το θρέμα του.
     Θα’ θελα ένα λουκούμι τώρα. Κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Θα έβαζα το λουκούμι στο στόμα και θα το άφηνα να λιώσει αργά, να κολλήσει η μαστίχα στα δόντια μου, πλέξει καραμελένιους ιστούς στον ουρανίσκο μου ώστε σαν σε δω να μη χρειαστεί να σου πω ούτε καλημέρα. Θα’ χω μια πολύ καλή δικαιολογία δε νομίζεις; Ανάθεμα τη δειλία μου, αυτό λέω μόνο. Ούτε λουκούμι, ούτε νερό, ούτε σιωπή. Να σε βρίσω θέλω, να σε βρίσω τόσο που να εξαφανιστείς απ’ τη γη, να σε βλέπω να συρρικνώνεσαι και να γελάω υστερικά, να μικραίνεις κάθε δευτερόλεπτο κι από λίγο, να γίνεις ένας κοντορεβιθούλης στις πλάκες και μετά με μια κίνηση να σε πατήσω και να σε λιώσω.

     Έφυγα πριν γυρίσεις. Τράβηξα για τα κυπαρίσσια.

     Είπαμε να φάμε στην ταβέρνα του λιμανιού. Ίσα που άγγιξες τα καλαμαράκια, ταλαιπώρησες λίγο το χταπόδι πριν αποφασίσεις πως δεν αξίζει ν’ ασχοληθείς μαζί του και ήπιες κρασί. Τρία ποτήρια, μπορεί και τέσσερα. Σε ζάλισε μιας και ήσουν νηστική. Σαν φύγαμε παραπάτησες για λίγο, πήγα να σ’ αγγίξω, να σταθώ πλάι σου, να σου πιάσω το χέρι μα εσύ τραβήχτηκες μακριά λες και σ’ άγγιξε τσούχτρα θαλασσινή, απ’ εκείνες που αφήνουν σημάδια σαν δεν κατουρήσεις αμέσως το τσίμπημά τους.  Ξαναπροσπάθησα. Τότε με χαστούκισες. Δεν ξέρω τι με πόνεσε περισσότερο. Το άξαφνο της βίας ή ότι δεν συνέχισες να με χτυπάς. Το ξέρω πως θα’ θελες να μ’ εξαφανίσεις, να χαθώ από μπροστά σου στο λεπτό, να γίνω μικρός, απίστευτα μικρός, ένας τοσοδούλης σύζυγος. Και τότε να βρεις την ευκαιρία να με λιώσεις. Να κολλήσω στο παπούτσι σου και να με σέρνεις μαζί σου όπου κάθε βήμα θα σ’ αγαλλίαζε. Το ξέρω.
    Φύσηξε πάλι ο νοτιάς. Έπιασε απ’ τ’ απόγευμα και σήκωσε υγρασία. Τα φώτα στο λιμάνι θάμπωσαν, ένας ζωντανός πίνακας του Βαν Γκογκ με ηλεκτρικά ηλιοτρόπια στο σκοτάδι. Βγήκαμε να περπατήσουμε στην αμμουδιά χωρίς να πούμε κουβέντα, οι ανάσες μόνο ακούγονταν κι εκείνο το αγκομαχητό που συναγωνιζόταν το κύμα σαν τραβιόταν στα βαθιά. Η μυρωδιά ψητού καλαμποκιού κυριάρχησε στα ρουθούνια μας. Πιο κάτω, στο έρημο ναυπηγείο είχαν κατασκηνώσει τσιγγάνοι. Μια θεόρατη φωτιά έκαιγε στέλνοντας σπίθες στο στερέωμα εκεί που το μπλε ισορροπούσε με το κόκκινο λίγο πριν έρθει η νύχτα και τα κατασπαράξει. Οι τσιγγάνοι ένα γύρο, ικανοποιημένοι απ’ το μεροκάματο στο πανηγύρι. Μανάδες με τα παιδιά αγκιστρωμένα στο βυζί, γυναίκες με μαντήλες με φόντο το πέλαγος, άντρες να μιλάνε δυνατά, να χειρονομούν, να κουρδίζουν τα όργανά τους. Πλαστικές καρέκλες δεμένες στα ντάτσουν και τραπέζια και γλάστρες με βασιλικό και φίκους και λογιών, λογιών λουλούδια.
     Αχνοφάνηκε το μισοφέγγαρο ανάμεσα στα νερά που σχημάτιζε ένα σύννεφο.
     Και ξαφνικά ακούστηκε ένας καημός, μπόλικος καημός που μπλεκότανε με τις χάντρες κι ένα μοιρολόι ανάμεσα, αχ αυτό το μοιρολόι!

Από πέρα απ’ το ποτάμι,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Κι από ‘δώθε απ’ το πλατάνι,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Κάθονταν Ρωμιός και Τούρκος,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
Τον Ρωμιό το λένε Γιάννο,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Και τον Τούρκο Σουλεϊμάνο,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίναγεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Είχε ο Γιάννος μια κοπέλα,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
Που τη λέγανε Ζαχάρω,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Του λέει ο Σουλεϊμάνος,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
Θα στη πάρω τη Ζαχάρω,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Δεν στη δίνω Σουλεϊμάνο,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.
------
Δε τη δίνω τη Ζαχάρω,
μωρ' Μάρω και Μαρίγια ‘μάραντος και ντερτελίνα
γεια σου Μάρω και Μαρίγια.

     Είχες καθίσει στην άμμο και κοιτούσες. Σε’ βλεπα να τους πασπατεύεις με τα μάτια, αδύναμη να κλάψεις γι’ άλλη μια φορά, εκτός και αν κλαις κρυφά από μένα. Μα ναι, αυτό είναι, πόσο ανόητος είμαι να μην το καταλάβω τόσα χρόνια που σε παρατηρώ να περιφέρεσαι σαν κέρινη κούκλα στη ζωή μου;
     Κλαις κρυφά από μένα.
     Μαζεύεις τον πόνο σου όλο το χρόνο και σαν επιστρέφουμε δω – δεκαπέντε μέρες κάθε καλοκαίρι – ποτίζεις τα κυπαρίσσια πάνω απ' το κεφάλι της.
     Λες εγώ να μην πονάω; Λες;  

     Άκουσα τον ήχο του ποτίσματος και πριν προλάβω να σε τραβήξω απ’ το δρόμο για το ποτάμι, μας κατάβρεξε το μπεκ απ’ την άλλη πλευρά, στον κήπο με το γκαζόν, μόλις τριάντα βήματα απ’ εκεί που οι τσιγγάνοι μοιρολογούσαν τη μέρα και τη νύχτα αντάμα, με μια τηλεόραση να παίζει βουβά στο βάθος. Για τους ενοίκους του ήταν ένα ήσυχο βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Για μας, δεν είχε νόημα πια.





    
     


Σχόλια

  1. ωραιότατο σιωπηλό ζευγάρι!
    ο καλύτερος συνδυασμός για Καλοκαίρι!
    το Χειμώνα μάλλον πρέπει να μιλήσουν....
    καλή συνέχεια !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...