Αποβροχάρης


  Ένα σύννεφο τους έφερε. Μια σκόνη απ' την ευθεία του ορίζοντα καθώς κατηφόριζε προς την αμμουδιά με τ' αλμυρίκια. Στην αρχή η μηχανή τους δεν ακουγόταν καν, η ζέστη ήταν μπόλικη, απόδειξη τα κατακίτρινα καλαμποκοχώραφα που έγερναν στον ήλιο. Εκείνος περπατούσε στο πλάι του δρόμου στο γυρισμό για το σπίτι. Κάποια στιγμή άκουσε τις φωνές και τον ήχο που έκαναν τα λάστιχα στα χαλίκια. Ένας γουργουριστός ήχος ηρεμίας που έμοιαζε με φαί που κοχλάζει στην κατσαρόλα. Σήκωσε το χέρι να κάνει αντηλιά, απ’ τη μια μεριά τα νερά της θάλασσας και απ’ την άλλη εκείνα του δρόμου. Τότε τους αντίκρισε για πρώτη φορά.
     Το αυτοκίνητο ήταν ένα ξεβαμμένο Φολκσβάγκεν, παλιό, σαν το ασθενοφόρο του Κέντρου Υγείας του χωριού. Όταν υπήρχε ακόμα δηλαδή γιατί πάλιωσε, χάλασε ή κάτι τέλος πάντων και δεν είχε αντικατασταθεί. Το γνώριζε από πρώτο χέρι σαν πέρσι τουμπάνιασε ο ίδιος από τσίμπημα σφήκας – αλλεργία διαπίστωσαν οι γιατροί – και ευτυχώς που βρέθηκε ο Βαρδάκας με τ’ αγροτικό, τον βούτηξαν και κατηφόρισαν τα έξι χιλιόμετρα ως το χωριό διαφορετικά σήμερα δεν θα ζούσε. Στην ανάμνηση της σφήκας κοίταξε γύρω του μπας και καμιά αδέσποτη τον γυρόφερνε καταμεσής του μεσημεριού.
     Τρεις άντρες και δυο γυναίκες του έγνεψαν χαμογελαστά. Απ’ ότι μπόρεσε να δει το αυτοκίνητο ήταν ως απάνω γεμάτο πράγματα. Έγνεψε κι εκείνος, με μια ένδεια στο βλέμμα, πάντα έτσι φερόταν στους αλλοφερμένους, μάθημα απ’ τον πατέρα και τη μάνα του που είχε μάθει καλά.
-          Είναι μακριά οι σπηλιές; Τον ρώτησε ο ψηλός ψαρομάλλης συνοδηγός αφού του πρότεινε το χέρι απ’ το παράθυρο. Έμεινε μετέωρο και τραβήχτηκε μόνο του.
Δεν απάντησε. Τους κοίταζε μόνο. Τον ψηλό που κάτι τον είχε ρωτήσει, το χοντρό οδηγό που έσταζε ο ιδρώτας ποτάμι στο πρόσωπό του, τη μία γυναίκα που τον παρατηρούσε απ’ το παράθυρο που ήτανε και πόρτα, πλεγμένα τα μαλλιά της πίσω, ξανθά, γαλάζια μάτια. Δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφη γυναίκα στο χωριό. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια γυναίκα ποτέ του. Οι υπόλοιποι δεν τον ενδιέφεραν πια.
-          Δεν μιλάς; τον ξαναρώτησε ο ψηλός.
Αυτόματα του βγήκε η απάντηση, με μιαν ανάσα. Λες και ξύπνησε από λήθαργο και το μυαλό λειτούργησε με γνώμονα τη μνήμη. – Πιο κάτω, στα δύο χιλιόμετρα δεξιά. Χαλάει ο δρόμος… είπε.
-          Χαλάει κι άλλο ο δρόμος; γκρίνιαξε ο οδηγός σκουπίζοντας μ’ ένα μαντήλι το πρόσωπό του.
-          Όχι για πολύ, ανταπάντησε κοιτάζοντας τη γυναίκα. Δυο στροφές είναι και βγήκατε στο Πέρα. Θα τις δείτε. Ήτανε και κάτι ξένοι εκεί, όχι από δω, απ’ αλλού, ίσως είναι ακόμα. (Πάρε τα μάτια σου ζαγάρι. Παρ’ τα από πάνω της, θα σε περάσουνε για λιγούρη). Το σκέφτηκε αλλά δεν το’ κανε.
Το ευχαριστώ τους έμοιαζε να το πήρε ο αέρας σαν κουρέλι, μακριά…

     Έφτασε στο σπίτι, δεν έφαγε, ξάπλωσε στο στρώμα μ’ ένα αγριόχορτο στο στόμα, ένα αυτοσχέδιο τσιμπούκι που το δάγκωνε και το φυσούσε περιμένοντας να καπνίσει. Έμπαινε ο ήλιος απ’ τη γρίλια, η ζέστη τον δαιμόνιζε σήμερα, σκέφτηκε να βγει να βουτήξει, το μετάνιωσε, γύρισε να κοιμηθεί, δεν τα κατάφερε, τη σκεφτόταν. Χάλασε ο ύπνος μια και καλή όταν λίγο μετά άκουσε τον πατέρα του να βρίζει τη μάνα του. Η ίδια ιστορία. – Στα τσακίδια, είπε, άνοιξε τη γρίλια και πήδηξε έξω απ’ το παράθυρο.
     Πήρε το δρόμο στ΄ απόνερα του μεσημεριού. Ανέβα, κατέβα τους λόφους της παραλίας, σχεδόν γυμνοί, μόνο αλμυρίκια πάνω τους και κάτι μικρά θαμνάκια που τα προστάτευαν είχε ακούσει. Από τι; σκεφτόταν πάντα σαν τ’ αντίκριζε. Σε τούτα τα μέρη δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ κανείς εκτός από ξένους, καμιά φορά, Γερμαναράδες τους έλεγε ο πατέρας του. Που στο διάολο το ήξεραν το μέρος και φτάνανε με τα τροχόσπιτα; Σταματούσανε στις σπηλιές και μένανε εκεί για μέρες. Άγρια πράγματα και παράξενα. Σαν τι μπορείς να κάνεις στην ερημιά; αναρωτιόταν σαν τους έβλεπε  να πλατσουρίζουν στα γαλάζια νερά, να κάθονται έξω απ’ τα οχήματά τους με λάμπες στη νύχτα. Εκείνος βαριόταν τη ζωή του στο τέρμα του Θεού που έμενε. Να’ φευγε, να’ φευγε, αυτό του’ ρχοταν όλο και πιο πολύ στο μυαλό κάθε μέρα που περνούσε, μια ανάγκη που είχε γίνει δηλητήριο πια, είχε αφορμίσει το μυαλό του και τον έκανε να παραμελεί τις δουλειές, να χάνεται με τις μέρες και να προκαλεί την οργή του πατέρα του.
-          Η κόρη της Ιουλίας ξεπετάχτηκε, του είπε μια δόση ένα μεσημέρι σαν είχαν αποφάει. Θα κάνω κουβέντα, μια γυναίκα σου πέφτει. Ας είναι η Ρηνιώ.

     Η μάνα που έπλενε τα πιάτα στον πέτρινο νεροχύτη κοντοστάθηκε. Είπε να μιλήσει μα το μετάνιωσε και ξανάνοιξε τη βρύση. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Προτίμησε να βλέπει μια μύγα να μπαίνει στην αυτοσχέδια παγίδα που είχαν κρεμασμένη στο δοκάρι – ένα μπουκάλι τρυπημένο σε μια του άκρη κι ως τη μέση γιομάτο πορτοκαλάδα, έμπαινε η μύγα για τη γλύκα και θαβόταν εκεί για πάντα. Ανέβηκε στον τελευταίο λόφο, απ’ εκεί πια στην άλλη άκρη φαίνονταν οι σπηλιές. Η γη σχημάτιζε έναν κόλπο που τραβιούνταν τα νερά και δροσίζανε τους ξένους. Έπεσε στην άμμο και σύρθηκε στα τελευταία μέτρα ως την κορυφή. Ήταν καυτή μα δεν τον ένοιαζε, είχε συνηθίσει πια τόσα χρόνια να κυλιέται πάνω της. Μια σαύρα ξεπήδησε απ’ τα θαμνάκια και με δυο στροφές έφυγε μακριά.
     Το αυτοκίνητο το’ χαν αφήσει πλάι στο κύμα. Είχαν στήσει ένα μικρό τραπέζι και είχαν τραβήξει μια τέντα να το προστατεύει, δεμένη στο όχημα και στερεωμένη καλά. Από κοντά και δυο, τρεις πλαστικές καρέκλες. Οι γυναίκες κολυμπούσαν ήδη, τις έβλεπε και τις άκουγε, γελούσαν και πετούσαν νερά η μία στην άλλη. Ο χοντρός οδηγός ήταν σκυμμένος στην άμμο πάνω από κάτι κουτιά. Οι άλλοι δύο δεν φαίνονταν πουθενά. Έμεινε εκεί να τους παρατηρεί, με τα πύρινα βέλη του ήλιου να τον τρυπάνε και να τον ιδρώνουν, μα δεν τον ένοιαζε, αρκεί που έβλεπε εκείνη. Χαμηλά στην κοιλιά του ένοιωσε μια άγουρη μάζα ν’ αναδεύεται και να ξυπνάει. Κάτι τα δεκάξι του χρόνια, κάτι η κάψα της άμμου, κάτι οι γυναίκες που έκαναν μπάνιο… Πίεσε τη λεκάνη του πιο πολύ στην άμμο μπας και το απέτρεπε αλλά ήταν μάταιο και το’ ξερε.

     Ένα βράδυ ξεμονάχιασε τη Ρηνιώ πίσω απ’ τους καλαμιώνες. Είχαν προηγηθεί τ’ αρραβωνιάσματα, το κρασί έτρεξε σε στόματα και πεζούλια, μια σπονδή στο αθάνατο και το θνητό ταυτόχρονα, ευχές που ειπώθηκαν και χάθηκαν στη νύχτα, τ’ αστέρια είχαν στήσει τρελό χορό εκείνο το βράδυ. Μα ήταν το κρασί, η πρώτη φορά που έπινε νόμιμα, ήτανε άντρας, η νύχτα που πέρασε τον Ρουβικώνα της παιδικής ηλικίας. Πήγε να τη φιλήσει, εκείνη τραβήχτηκε, την έπιασε απ’ το μπράτσο και την τράβηξε όπως έκανε ο πατέρας στη δική του γυναίκα, της δάγκωσε τα χείλη, μέτρησε τη νυχιά της στο πρόσωπό του. Την αλμύρα του αίματος γεύτηκε εκείνη τη νύχτα ανακατεμένη με θαλασσινό νερό.
     Στην ανάμνηση της Ρηνιώς, στο σημάδι της νυχιάς που είχε αφήσει αχνό σημάδι σαν το χνούδι της εφηβείας του, στη γούβα της άμμου, ζαλίστηκε. Ονειρεύτηκε πως κολυμπούσε παρέα με τη γυναίκα με τα γαλάζια μάτια και τα ξανθά μαλλιά, και ήταν οι δύο τους μόνο, ολόγυμνοι και μπλέκονταν τα κορμιά τους στο βυθό και η άνωση ήταν η κόλα που έλειπε απ’ τούτο το ανθρώπινο γλυπτό, κορμιά δεμένα αιώνια σαν κάτι αρχαία που’ χανε βρει παλιά πιο πάνω στο Λημέρι του Δράκου, εκείνοι που σκάβανε πριν χρόνια. Ονειρεύτηκε τη Ρηνιώ με το άγουρο κορμί, δυο σπυριά βυζιά, κλαδάκι ολάνθιστο στην αμυγδαλιά, να τον κοιτάζει στα μάτια και με μια κίνηση ν’ αφήνει το μισοφόρι της και να πέφτει στο νερό, να τους πλησιάζει μ΄ απλωτές – ω, τι ευτυχία – μα να πηγαίνει κατευθείαν στη γυναίκα με τα γαλάζια μάτια και τα ξανθά μαλλιά κι εκείνη να την περιμένει χαμογελώντας λες και ήξερε πως θα’ ρχοταν, λες κι εκείνη ήθελε απ’ την αρχή λες κι εκείνος ήταν μόνο η λεπίδα και όχι το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι.
     Τον τράνταξαν και τον ξύπνησαν απ’ το όνειρο. Ο ψαρομάλλης συνοδηγός κι ο άλλος που δεν είχε δει νωρίτερα, μια γενειάδα πατριαρχική και δυο μάτια γκρίζα που τον έκοβαν από πάνω ως κάτω όπως καθόταν ανακούρκουδα, αγουροξυπνημένος και με τα αχαμνά του πρησμένα ακόμα στη χούφτα του.
     Τον πήραν σχεδόν με τη βία στον μικρό καταυλισμό τους. Είχε σκυμμένο το κεφάλι κι ήθελε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί, άσε που τον πονούσε εκεί κάτω χαμηλά, τόσο παίδεμα που έληξε άδοξα, ο σπόρος δεν έπεσε, ο σπόρος δεν κάρπισε, έμεινε να σαπίζει στο κορμί του κι αυτό του’ φερνε αναγούλα και κλάμα μαζί. Κρατήθηκε κι ας βούρκωσε σε μια δόση. Ο ήλιος έγερνε σιγά, σιγά στη θάλασσα. Οι γυναίκες βγήκαν απ’ το νερό μα δεν τολμούσε να κοιτάξει, τις άκουγε μόνο, κάτι ψιθύρισαν με τους άλλους, μετά τίποτα.
     Μύρισε κάτι όμορφο, πρωτόγνωρο σαν το χέρι της τού χάιδεψε τα μαλλιά. – Θες μια κόκα κόλα; τον ρώτησε. – Είναι παγωμένη, θα σε δροσίσει.
     Έγνεψε κάτι απροσδιόριστο, ούτε ναι, ούτε όχι ήταν, μα σε λίγο κρατούσε το παγωμένο γυάλινο μπουκάλι στο χέρι και το έφερνε στα χείλη ψελλίζοντας «ευχαριστώ». Το ανθρακικό τον δρόσισε και τον έκαψε ταυτόχρονα. Απέφυγε να ρευτεί, ήταν το τελευταίο που του΄ λειπε τώρα αλλά είχε πλέον και μια τέλεια δικαιολογία για να’ ναι βουρκωμένος. – Την ήπιες απότομα, γέλασε εκείνη και κάθισε σε μια καρέκλα πλάι του. – Βούρκωσες!
     Έγνεψε ξανά κι απέφυγε γι’ άλλη μια φορά να την κοιτάξει στα μάτια. Οι άντρες που τον βρήκαν είχαν πάρει τη θέση των γυναικών στη θάλασσα. Μόνο ο χοντρός δεν φαινόταν πουθενά. Μαζί του και η άλλη γυναίκα.
-          Πως σε λένε αγόρι;
-          ….Μά… Μάνθο.
-          Ωραίο όνομα.
Η άλλη γυναίκα φάνηκε πίσω απ’ το αυτοκίνητο. Σκούπιζε τα χείλη της.
- Έχεις κορίτσι Μάνθο;
- Έχω. Δηλαδή… (να το βάλω στα πόδια, τώρα είναι η ευκαιρία που οι άντρες είναι στη θάλασσα και κολυμπάνε. Τώρα! Σε δυο λεπτά θα είμαι μακριά κι άντε να με βρούνε).
- Δηλαδή; του χαμογέλασε.
- Είμαστε αρραβωνιασμένοι, της απάντησε σοβαρά, αντίβαρο σε μια καταδικασμένη προσπάθεια διαφυγής που δεν έγινε ποτέ.
- Αχά! επιδοκίμασε εκείνη. – Νωρίς, νωρίς στα βάσανα ε;
Δεν είχε να της απαντήσει κάτι. Δεν ήξερε τι του’ λεγε.
-          Κι εκείνη πόσο είναι; Εσένα σε κάνω δεκαεφτά, δεκαοχτώ. Άντε δεκαεννιά το πολύ.
Φούντωσε η περηφάνια του για τα χρόνια. Δεν της είπε την αλήθεια. – Δεκατέσσερα, είπε μόνο, προσθέτοντας ένα χρόνο στη Ρηνιώ. 
-          Μμμμ… ωραία, είπε εκείνη αλλά δεν φαινόταν πως το πίστευε.


     Έπεσε το σούρουπο κι ο καιρός άλλαξε. Την πύρα της ημέρας τη διαδέχθηκε ένας δροσερός αέρας που έφερνε στα ρουθούνια τη μυρωδιά της θάλασσας. Καθόταν ακόμα εκεί, με το άδειο μπουκάλι του αναψυκτικού στο χέρι και τους παρατηρούσε. Πλύθηκαν με νερό από δύο μεγάλα μπιτόνια, άνοιξαν κάτι χάρτες και τους κοίταζαν συζητώντας γι’ άγνωστα μέρη, κάπνιζαν και χασκογελούσαν. Που και που του έριχναν καμιά ματιά ή κάνα χαμόγελο. Ήθελε να φύγει μα δεν μπορούσε. Ένοιωθε παρείσακτος ανάμεσα στους ξένους κι όμως κάτι τον κρατούσε εκεί, μια επιθυμία να μείνει κοντά τους και ας μην του’ διναν σημασία, ας μην έλεγαν κουβέντα. Σε κάποια στιγμή ο χοντρός και η γενειάδα χάθηκαν, επέστρεψαν μετά από λίγο με ξερόχορτα στα χέρια. Έσκαψαν μια γούβα στην άμμο κι άναψαν φωτιά. Ένα σακί με κάρβουνα εμφανίστηκε ως δια μαγείας και λίγο αργότερα πάνω στην θράκα στήθηκε μια σχάρα. Πάνω της απιθώθηκαν τρυφερά λουκάνικα. Μύρισε ο τόπος τσίκνα. Τότε ήταν που έκανε να φύγει. «Ποτέ δεν θα μένεις όταν οι άλλοι τρώνε». Η συμβουλή της μάνας του από παλιά, τον χτύπησε στο δόξα πατρί της μνήμης και είπε να την ακολουθήσει. Σηκώθηκε.
-          Μην φύγεις Μάνθο. Μείνε μαζί μας. Έχει για όλους.
     Ήταν η πρώτη κουβέντα της μετά από ώρα. Έμεινε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Μάγισσα ήταν, νεράιδα της θάλασσας, το είχε καταλάβει πια.
     Απ’ το τραπέζι ξεπήδησαν πλαστικά πιάτα και πιρούνια και ποτήρια. Ψωμί αγοραστό – απ’ το φούρνο του χωριού, το αναγνώρισε κι ας μην ψώνιζαν απ’ εκεί – ντομάτες άγουρες, κίτρινο τυρί – που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ του – μια νταμιτζάνα. Πλάι στα λουκάνικα βρέθηκαν και πέντε – έξι καλαμπόκια. Η γενειάδα τα ράντισε με χοντρό αλάτι. Κάπως έτσι στήθηκε το τσιμπούσι. Πασπάλισαν τις ντομάτες με χοντρό αλάτι αφού τις έκοψαν στα τέσσερα, κόψανε το τυρί σε κομμάτια – ήταν γλυκό και πικάντικο συνάμα – ήρθαν και τα ψημένα λουκάνικα που ακόμα τσιτσίριζαν κι άφησαν μια ικμάδα λίπους στο τραπέζι. Με τα χέρια τρώγανε, δείλιασε ξανά ο Μάνθος, τον τράβηξαν με το ζόρι και η ξανθιά με τα γαλάζια μάτια του’ χωσε ένα κομμάτι τυρί στο στόμα. Από κοντά και μια ψίχα ψωμιού. Άνοιξαν τη νταμιτζάνα, τσίπουρο αγρινιώτικο είπανε, δώσανε συγχαρητήρια στον ψαρομάλλη που ήταν απόκτημα και συνεισφορά του. Πλατάγισαν τα χείλη απ’ το σπίρτο, άναψαν οι γλώσσες απ’ τα πικάντικα καλούδια, ξέπλεναν το στόμα με τους χυμούς της ντομάτας. Έπιναν κι έτρωγαν. Ο χοντρός γέμισε ένα ποτήρι και το’ δωσε στον Μάνθο. Για να μην προσβάλει και δίχως να φανεί αμάθητος το πήρε και το’ πιε με δυο γουλιές. Πνίγηκε και πετάχτηκαν τα μάτια του έξω. Άρχισε να βήχει, οι άλλοι γέλασαν, ο χοντρός αποδοκίμασε το νιάτο με το χέρι και κατέβασε ένα ποτήρι ακόμα μονορούφι, εκείνη… Εκείνη μόνο, η μάγισσά του τον αγκάλιασε και μπροστά σε όλους τον φίλησε στο στόμα.
     Κρύωσε κι άλλο ο καιρός.
        Κάπου βρέχει, ακούστηκε η φωνή της άλλης γυναίκας. – Αποβροχάρης είναι ο καιρός, συμπλήρωσε.
     Έπεσε η νύχτα και η θράκα λιγόστεψε. Κάρβουνα που αργοπέθαιναν στην άμμο. Το αφρισμένο λευκό ξεχώριζε καθώς σερνόταν στην ακτή και ξανά πάλι τραβιόταν μέσα. Η γενειάδα έγειρε κι αποκοιμήθηκε στη νοτισμένη ακρογιαλιά. Ο χοντρός ήδη ροχάλιζε στην καρέκλα του. Το ποτήρι κύλισε απ’ το χέρι του κι έπεσε. Ο ψαρομάλλης είπε:
-          Θέλω να κάνω μια βόλτα.
Η άλλη γυναίκα είπε:
- Έρχομαι κι εγώ.
Έμεινε μόνος με τη μάγισσα.

     Σκουντουφλώντας στην άμμο και μ’ έναν άνεμο που του’ ρχοτανε κόντρα σαν να ήθελε να τον κάνει να μη γυρίσει στο σπίτι, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μια γλυκιά αποχαύνωση τύλιγε κάθε εκατοστό του κορμιού του και λίγο ήθελε να πέσει κατάχαμα και να κοιμηθεί ως το πρωί με μαξιλάρι τ’ αλμυρίκια. Ο φόβος της μνήμης όμως παρέμενε δυνατός, η σκιά του πατέρα που ήταν σαν να την έβλεπε να τον περιμένει έξω απ’ την πόρτα, μια καύτρα τσιγάρου στο σκοτάδι που θα’ σβηνε στον ώμο ή στο πόδι του όπως κι άλλοτε. Για να μάθει. 
     Μα δεν τον ένοιαζε τίποτα πια. Απόψε ο ουρανός είχε γίνει ένα με τη γη που πάταγε και τώρα ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα, η γη γέμισε αστέρια και ο ουρανός με χώμα. Έγλειψε τα δαγκωμένα χείλη του κι αναπόλησε τη γεύση της μάγισσας. Θα’ φευγε μαζί της αύριο, το είχε αποφασίσει, της το’ πε, δεν του απάντησε αμέσως. «Είσαι σίγουρος;» του είπε μετά από ώρα, «τι θα κάνεις μαζί μας; Φύγαμε απ’ την πόλη γιατί δεν είχαμε τίποτα πια, ούτε δουλειές, ούτε υποχρεώσεις. Ξαναζούμε την εφηβεία μας. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό… αλλά δε γαμιέται. Για όσο κρατήσει είσαι ευπρόσδεκτος». Μιλούσε το τσίπουρο, η θάλασσα, η νύχτα, η αίσθηση της σφιχτής σάρκας της νιότης όπως τριβόταν πάνω της. Εκείνη θα το αντιλαμβανόταν την άλλη μέρα, εκείνος το ήξερε ήδη μιας και ποτέ του δεν έμαθε να’ χει εμπιστοσύνη στους μεγάλους. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Να’ φευγε μόνο, να’ φευγε.
     Έφτασε στο σπίτι.

     Τον ξύπνησε ο ήλιος που έμπαινε απ’ το παράθυρό του. Ή μήπως ήταν  πυρετός; Ολόκληρο το σώμα του ήταν μια θράκα που αργόκαιγε. Πήγε να σηκωθεί κι εκατομμύρια βελόνες τον κράτησαν στο στρώμα κόβοντας την ανάσα σου. Πονούσε παντού. Στο θολωμένο του μυαλό διέκρινε έναν ψίθυρο, ένα τραγούδι που του τραγουδούσε η μάνα του στις φασκιές…

«Από ξένο τόπο κι απ’ αλλαργινό,
Από ξένο τόπο κι απ’ αλλαργινό,
Ήρθε ένα κορίτσι φως μου,
δεκαοχτώ χρονώ…»

     Το μολυβόνερο του’ τσουξε τα μάτια και τα’ κανε να τρέχουν. Και πάλι όμως, καθάρισε το κεφάλι του και μπόρεσε να δει το γεμάτο έγνοια βλέμμα της μάνας του καθώς του άλλαζε την κομπρέσα. Και τα θυμήθηκε όλα. Τον πατέρα και το τρέκλισμά του απ’ το μεθύσι. Το χέρι που υψώθηκε και μια και δυο και τρεις κι αμέτρητες φορές σαν τον έβριζε με τα χειρότερα λόγια. Κι εκείνον πεσμένο στο σανιδένιο πάτωμα ν’ αντέχει και να μη βογκάει, ακόμα κι όταν η γεύση της μάγισσας χάθηκε απ’ τα χείλη του που γέμισαν αίμα. Τη φωνή της μάνας του σαν εκλιπαρούσε για έλεος, τις κλωτσιές του πατέρα του για το «χαμένο κορμάδι που κοπροσκυλιάζει με τους ξετσίπωτους», τα «μη, σώνει, όχι άλλο» της έρμης μάνας που μοιράστηκε το ξύλο μαζί του. Και μετά… σκοτάδι.
     Αποκοιμήθηκε ξανά.
     Τρεις μέρες χόρευε με τον πυρετό. Κοιμόταν και ξυπνούσε, φώναζε στον ύπνο του, φώναζε στον ξύπνιο του, είχε χάσει το λογαριασμό της μέρας και της νύχτας, κάθε φωνή και μια βελόνα που μπηγόταν όλο και πιο βαθιά στη σάρκα του. Ξεράθηκαν τα χείλη του, έσκασαν, μπλάβισε το κορμί του. Τα οράματα έδιναν κι έπαιρναν με τη Ρηνιώ να τον καταριέται που την απάτησε με μιαν ξενόφερτη, τη μάγισσα να του γελάει και ν’ αγκαλιάζει τη Ρηνιώ και να φεύγουν μακριά, το χοντρό να του προσφέρει τσίπουρο και ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε κι άρχισε να πέφτει μια βροχή που ένωσε γη και ουρανό στον ίδιο γκριζόμαυρο καμβά.
     Την τέταρτη μέρα έπεσε ο πυρετός κι έφαγε λίγο. Ο πατέρας μπήκε και τον είδε για λίγο δίχως να πει τίποτα, έκλεισε την πόρτα κι έφυγε. Πέρασαν οι μέρες. Το καλοκαίρι τελείωνε.

     Χρειάστηκαν δέκα μέρες για να σηκωθεί και να περπατήσει. Η παραλία μπροστά στο σπίτι τού φάνηκε απαράλλαχτη όπως εκείνο το βράδυ. Έκανε ψύχρα. Ο Σεπτέμβρης είχε μπει με κρύο. Έβαλε κάτι πάνω του και βγήκε στην ακρογιαλιά περπατώντας στους λόφους, πάνω, κάτω, με προορισμό του τις σπηλιές, εκεί που αναζητούσε μιαν αλήθεια την οποία γνώριζε μα ήθελε να επιβεβαιώσει.
     Σαν έφτασε αντίκρισε την ερημιά.
     Ένας αέρας αποβροχάρης φυσούσε μόνο.


















Σχόλια

  1. Μου άρεσε πολύ!

    Καλό υπόλοιπο Καλοκαιριού :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εμένα μου αρέσουν πάντα οι ''αόριστες'' καταλήξεις των ιστοριών σου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Χρειάστηκαν δέκα μέρες για να σηκωθεί και να περπατήσει. Η παραλία μπροστά στο σπίτι τού φάνηκε απαράλλαχτη όπως εκείνο το βράδυ. Έκανε ψύχρα. Ο Σεπτέμβρης είχε μπει με κρύο. Έβαλε κάτι πάνω του και βγήκε στην ακρογιαλιά περπατώντας στους λόφους, πάνω, κάτω, με προορισμό του τις σπηλιές, εκεί που αναζητούσε μιαν αλήθεια την οποία γνώριζε μα ήθελε να επιβεβαιώσει.
    Σαν έφτασε αντίκρισε την ερημιά.
    Ένας αέρας αποβροχάρης φυσούσε μόνο."

    εξαιρετικά γεμάτη συναίσθημα η εικόνα του κλεισίματος...
    στο πετσί μου το ένιωσα... την απέλπιδα ελπίδα...
    και ήταν δέκα μέρες μόνο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ευχαριστώ για τα σχόλια και συγγνώμη για την καθυστέρηση :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...