Είδα να Φτάνει Ένας Γέρος, του Ντανιέλ Τσαβαρία

Ο συγγραφέας: Απ' τους σημαντικότερους της Λατινικής Αμερικής, ο Ουρουγουανός Ντανιέλ Τσαβαρία, καθαρόαιμος εκπρόσωπος της βιωματικής λογοτεχνίας. Ζει απ' το 1969 στην Κούβα, μιλάει 6-7 γλώσσες, είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά. Είναι γνήσιος Αριστερός και όχι υβρίδιο απ' αυτά που μας προέκυψαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

Το βιβλίο: Ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Y El Mundo Sigue Andando (memorias)» - «Και ο κόσμος προχωράει (αναμνήσεις)» και προέρχεται από ένα ιδιαίτερα γνωστό τραγούδι της Λατινικής Αμερικής. Τον ελληνικό τίτλο πρότεινε ο ίδιος ο συγγραφέας στον εκδότη. Πρόκειται για μια ατάκα που συναντάμε στο βιβλίο.

Το περιεχόμενο: Αρχίζω με απόσπασμα που λάτρεψα για τη ζωντάνια του:
«...Ερχόταν τότε η ώρα του τελευταίου τελετουργικού που σήμερα θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία. Ήταν η στιγμή που η γιαγιά χτυπούσε παλαμάκια καλώντας τους άνδρες ν' αφήσουν τα ποτά και τα παιχνίδια και να βάλουν ένα χεράκι να μεταφερθεί το ασήκωτο μαονένιο τραπέζι στο συνηθισμένο σημείο, κάτω απ' την κληματαριά.
Πρώτα όμως -κι αυτό ήταν αντρική δουλειά- έπλεναν με καυτό νερό το τραπέζι όπου οι γυναίκες είχαν ζυμώσει και το ασπριδερό πηχτό υγρό σχημάτιζε λίμνη κάτω απ' την ιτιά. Ύστερα έξυναν καλά το ξύλο του τραπεζιού και το βούρτσιζαν ώσπου δεν έμενε ίχνος ζύμης. Μόνο όταν το νερό έτρεχε πεντακάθαρο, το σκουπίζαμε και το κουβαλούσαμε όλοι κάτω απ' την κληματαριά.
Τότε η γιαγιά μου και μόνο αυτή, με την ιδιότητα της πρωθιέρειας της πανάρχαιας τελετής, έπαιρνε κάμποσα ματσάκια βασιλικό, δεντρολίβανο, μαντζουράνα, άνηθο κι έτριβε με αυτά το αχνιστό ξύλο του τραπεζιού.
Σ' αυτά τα γεύματα δεν χρησιμοποιούσαμε πιάτα. Πάνω στο ξύλο του τραπεζιού, χωρίς τραπεζομάντιλο έριχναν τα πράσινα ταγιαρίνια*. Τα σερβίριζαν στραγγισμένα καλά, στεγνά, με μια τρύπα στο κέντρο για να ρίξουμε τη σάλτσα, που ήταν πολύ πηχτή, κόκκινη, μαζί με το άσπρο τυρί. Αλλά όμως, το άρωμα που έβγαζε εκείνο το τραπέζι σε συνέπαιρνε. Προτού καλά, καλά τυλίξεις την πρώτη πηρουνιά, σου ερχόταν να μπήξεις τα δόντια στο ξύλο...»

Στην Ιταλία ρώτησα γι' αυτήν την τελετουργία με τη μακαρονάδα χωρίς πιάτο, σερβιρισμένη πάνω σ' ένα ζεστό τραπέζι, τριμμένο με αρωματικά φυτά, αλλά κανένας δεν ήξερε να μου πει κάτι παρόμοιο. Μήπως δεν είναι κάποια πανάρχαια παράδοση της Σάντα Ντομένικα Ταλάο στην Καλαβρία, η οποία προέρχεται απ' τους Έλληνες της αρχαίας Μολοσσίας και της Ηπείρου, που εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία;
Όπως και να είναι πάντως, με αναπόφευκτη θλίψη σήμερα, φυλάω αυτήν την ανάμνηση. Ποτέ δεν θα χάσω την ελπίδα, να εγκατασταθώ κάποια μέρα σ' ένα σπίτι με κληματαριά και χωματένια αυλή, να βρω καταφύγιο εκεί για την υπόλοιπη ζωή μου και να στήσω οδοφράγματα ενάντια στα πλαστικά λουλούδια, τα τραπέζια από φορμάϊκα και τα φαστ φουντ».


Στις 750 σελίδες ο Τσαβαρία μας εξιστορεί τη ζωή του. Μια ζωή σαν μυθιστόρημα, μια ζωή πλούσια σε περιπέτειες και εμπειρίες, μια ζωή γεμάτη ταξίδια απ' τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. 
Είναι 18 χρονών όταν μπαρκάρει για την Ευρώπη, να γνωρίσει την Γαλλία που έως τότε ήξερε μόνο μέσα απ' τους συγγραφείς της. Στις σελίδες που προηγήθηκαν και που περιγράφει την παιδική του ηλικία αναφέρει πως η αγάπη του για τη λογοτεχνία ξεκίνησε, όταν ένας φοιτητής που νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι τους, του έδωσε να διαβάσει τον «Χακλμπέρι Φιν» του Μαρκ Τουέιν. Στις σελίδες που θ' ακολουθήσουν θα εξομολογηθεί ότι έγινε Αριστερός επειδή διάβασε τους «Αθλίους» του Ουγκό.

Διαδήλωση στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης στη δεκαετία του 50. Ο Τσαβαρία υπήρξε ένθερμο και δραστήριο στέλεχος της Αριστεράς άμα τη επιστροφή του απ' την Ευρώπη, ως υπεύθυνος συντονισμού των εργατών στο λιμάνι της πόλης.

Είναι λοιπόν 18 χρονών σαν πατάει το πόδι του στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ισπανία, όπου τον παρασύρει ο πρώτος σοβαρός έρωτας της νιότης, τον οποίο θα γνωρίσει μέσα στο πλοίο. Στην τσέπη του έχει όλα κι όλα 700 δολάρια, δάνειο απ' τη μητέρα του, η οποία σεβάστηκε και πριμοδότησε (!) το όνειρό του να ταξιδέψει στον κόσμο.

Ο έρωτας θα τον κρατήσει στην Ισπανία για κάποιο καιρό και στη συνέχεια θα πάρει το δρόμο για την Αφρική, θα χαθεί στην Καζαμπλάνκα και στους δρόμους της Ταγγέρης. Από εκεί θα περάσει στην Ιταλία και αμέσως μετά στη Γερμανία, όπου θα δουλέψει σε χυτήρια, σε μια χώρα που αναζητά την ταυτότητά της μετά το πέρας του πολέμου. Είναι η δεκαετία του 1950. 

Η συνταγή του ήταν απλή. Διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα στον ελεύθερο χρόνο και πρακτική εκμάθηση γλωσσών. Παράλληλα έβρισκε μια δουλειά για να ανανεώνει το περιεχόμενο του πορτοφολιού του (όχι πάντα νόμιμη) κι έμενε στα πιο φτηνά μέρη προκειμένου να κάνει οικονομία. Μόλις το πορτοφόλι φούσκωνε ξανά, συνέχιζε το ταξίδι του γι' άλλη γη, άλλα μέρη.
Κάπως έτσι θα βρεθεί και στο αγαπημένο του Παρίσι για το οποίο γράφει:
Το Παρίσι του 50. Το Παρίσι του Τσαβαρία.
«Εντούτοις, το Παρίσι και μόνο το Παρίσι μου προκαλεί μερικές φορές μια θλίψη, της οποίας την αιτία ποτέ δεν κατάφερα να προσδιορίσω. Έπειτα από αρκετές πόλεις του κόσμου όπου έζησα και απ' τις οποίες διατηρώ συγκινητικές αναμνήσεις, το Παρίσι είναι η μοναδική πόλη, η οποία, όποτε την επισκέπτομαι, μου φέρνει μια έντονη νοσταλγία. Όταν βλέπω πάλι τα παλιά νεοκλασικά κτίρια, τις γοτθικές εκκλησίες, τις γέφυρες του Σηκουάνα, το λατρευτό σκηνικό της ζωής μου εκείνο το έτος 1954, άτρωτο απ' το πέρασμα του χρόνου, ολόιδιο όπως το γνώρισα πριν από 50 χρόνια, με πλημμυρίζει μια έντονη θλίψη. Δεν μ' ενδιαφέρει πια να μάθω την αιτία της. Ίσως να μου θυμίζει το εφήμερο της ζωής, και το ότι σήμερα είμαι μισό αιώνα πιο γέρος.

Ότι το Παρίσι μένει κι εγώ φεύγω...»

Απ' το Παρίσι θα βρεθεί στο Λονδίνο όπου θ' ανακαλύψει τη μαγεία του θεάτρου. Θα επιστρέψει στη Γερμανία και από εκεί λόγω ενός σοβαρού προβλήματος υγείας που προκύπτει στην πορεία, θ' αναζητήσει τρόπους να επιστρέψει στην πατρίδα του. Λεφτά όμως δεν έχει και λόγω του προβλήματος δεν μπορεί να εργαστεί. Η λύση είναι μία: Η λαθρεπιβίβαση σε κάποιο απ' τα πλοία που φεύγει απ' το λιμάνι του Αμβούργου στο οποίο βρίσκεται, με προορισμό την Αμερική.  

Θα μπορούσα να συνεχίσω αυτό το γαϊτανάκι προορισμών μέχρι το τέλος, αλλά δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή. Ίσως έγραψα και πολλά για τα μέρη στα οποία βρέθηκε τούτος εδώ ο σπάνιος άνθρωπος, σπάνιος σε μένα, τον αναγνώστη, για το κουράγιο του, το θάρρος του, την αίσθηση ελευθερίας που αποπνέει κάθε σελίδα του. 
Ίσως είναι χαρακτηριστικό των σπουδαίων συγγραφέων η μποέμικη ζωή που προηγήθηκε ή λειτούργησε παράλληλα με τη γραφή τους. Η πληθώρα των εμπειριών που φιλτράρονται απ' το ταλέντο και προσφέρουν τελικά στους αναγνώστες αυτό το μοναδικό ταξίδι διαφυγής μέσα απ' τις σελίδες που δεν θέλουμε να τελειώσει. 

Κάπως έτσι λειτούργησε και η δική μου σχέση με την αυτοβιογραφία του Τσαβαρία, τον οποίο για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα διαβάσει πριν. Ωστόσο, η γραφή του μου φάνηκε εξαιρετικά οικεία και γνώριμη. Ώρες, ώρες ξεχνιέσαι πως διαβάζεις για την πραγματική ζωή ενός ανθρώπου και νομίζεις ότι έχεις χαθεί μέσα σ' ένα χορταστικό μυθιστόρημα όπου ήρωας είναι ο συγγραφέας. Αν ζήλεψα; Πολλές φορές. Αν φοβήθηκα; Επίσης. Κυρίως όμως, το συναίσθημα που λειτούργησε περισσότερο ήταν αυτό της μελαγχολίας, ειδικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Ίσως να είχε και κάτι από ζήλια μέσα, για όσα διάβασα για κάποιον άλλον, για τη ζωή που φαίνεται ότι δεν χαράμισε -με τα όποια λάθη και αστοχίες στην πορεία που συχνά παραδέχεται και ο ίδιος- για τη ζωή που ρούφηξε ως το μεδούλι της. Για κάποιον, που μετουσίωσε όσα έζησε σε Λογοτεχνία.



ΕΙΔΑ ΝΑ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ
του Ντανιέλ Τσαβαρία
σελ. 751-εκδ. Opera
μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος

*Πριν από λίγα χρόνια, ο συγχωρεμένος Ανταίος Χρυσοστομίδης και η συνάδελφος στην «Εφημερίδα των Συντακτών» Μικέλα Χαρτουλάρη, βρήκαν τον Ντανιέλ Τσαβαρία στην Κούβα και μίλησαν μαζί του. Αξίζει τον κόπο να δείτε την εκπομπή...


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...