Ψυχολογία Συριανού Επισκέπτη (3 μέρες στην Σύρο)

Απ' το μπλακόνι κρέμεται η πλαγιά του λόφου. Μπορεί βέβαια να συμβαίνει και το ανάποδο, το μπαλκόνι να κρέμεται στην πλαγιά. Όπου κι κοιτάξω πέτρα και νερό, χώμα και νερό, το κυκλαδικό τοπίο. Πέρα, στο βάθος, η Κύθνος μοιάζει με ακίνητο καράβι που ξέμεινε καταμεσής του πελάγου. 
Είναι Κυριακή πρωί, ο ελληνικός καφές κρυώνει στο φλυτζάνι, το τσιγάρο αργοσβήνει στο τασάκι, τα τζιτζίκια τραγουδάνε από νωρίς. Οι καμπάνες της εκκλησίας αντιλαλούν στην μικρή κοιλάδα. Τόπους, τόπους στο τοπίο ξεχωρίζουν καλαμιές και ελιές. Ο δρόμος ως κάτω στο χωριό, πικρίζει απ' τις δάφνες. 


Χώμα, νερό και πέτρα. Με μικρές παραλλαγές σε κάθε κομμάτι γης. Κάθε νησί μοιάζει το ίδιο αλλά δεν είναι το ίδιο. Η ρίγανη γαργαλάει τα ρουθούνια. Η ρίγανη αγαπάει τις Κυκλάδες. Κάτω απ' το μπαλκόνι είναι φυτεμένη μια ροδακινιά. Στον κορμό της χουζουρεύουν δύο γάτες. 
Δε νομίζω πως υπάρχει πουθενά νησί στον κόσμο που να το αγαπούν τόσο πολύ οι γάτες και το νησί ν' ανταποδίδει αυτή την αγάπη. Κάποτε είχα διαβάσει για ένα νησί, στην Ιαπωνία νομίζω, το νησί των γατιών, όπου οι γάτες είναι χιλιάδες όταν τις αμόλησαν για να γλιτώσουν απ' τα ποντίκια και τις ασθένειες που αυτά κουβαλούσαν.
Στη Σύρα η γάτα είναι κάτι σαν την ιερή αγελάδα της Ινδίας. Υπάρχουν παντού, ξεπηδάνε από παντού, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις πέντε βήματα και να μην συναντήσεις κάποια. Οι περισσότερες είναι τρομερά κοινωνικές, στέκονται να τις χαιδέψεις ή αναζητούν οι ίδιες το χάδι σου - και κανέναν μεζέ.




Γράφω όσα περισσότερα μπορώ για να κρατήσω φυλαγμένη τη μνήμη μου απ' το νησί. Ένα καράβι, τώρα δα, διασχίσει σιωπηλά το πέρασμα ανάμεσα στη Σύρα και την Κύθνο. Μια λευκή γραμμή το χνάρι του πάνω στο μπλε, αυτό το βαθύ μπλε του Αιγαίου. Καμία φωνή, η απόλυτη σιωπή, ο άνεμος μόνο. 


Παλιά μου άρεσε η άνεση της ξαπλώστρας στην παραλία. Μεγαλώνοντας διαπιστώνω πως αφήνω πίσω μου αυτή την υπερεκτιμημένη πολυτέλεια που σε πολλές παραλίες συνοδεύεται από πολυκοσμία, μπιτσόμπαρα με αναίτια δυνατή μουσική και εξωφρενικές τιμές. Χώρια οι ρακέτες και οι μπόμπιρες με τις ανεκδιήγητες μαμάδες. Βρήκα λοιπόν μια παραλία που δεν την έπιανε το μάτι σου, ακριβώς επειδή δεν συγκέντρωνε τίποτε απ' τα ανωτέρω. Τα αλμυρίκια έφταναν πάνω στο κύμα, τα νερά χρυσοπράσινα, μια γλυκιά, βασανιστική ησυχία που σε ναρκώνει σαν κλείνεις τα μάτια κάτω απ' την σκεπή των λεπτών πευκοβελόνων. 
Το νερό, δροσερό, όσο πρέπει, όσο χρειάζεται για να σε ζωντανέψει και να ξεπλύνει από πάνω σου την αλλοτρίωση της καθημερινότητας και της νέας ζωής όπου πρωταρχικός στόχος είναι να ζεις για να δουλεύεις. Τέλος πάντων.

«Τούτη την ώρα που το νησί ξεκόβει σα γαλέρα απ' την καταχνιά με λατίνια μύλους και τρούλους, μοιάζει να ταξιδεύει σε καιρούς του Αιγαίου παλιούς, όταν οι κρινοδάχτυλες πριγκιπέσες της Παροναξίας το' παιρναν προίκα μαζί μ' ένα ρόδι για γούρι». 
Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη, «Η Αίθουσα του Θρόνου», που διαδραματίζεται σ' ένα φανταστικό νησί των Κυκλάδων. Υποθέτουμε πως όταν το' γραφε είχε στο μυαλό του τη Σύρα, την οποία εξάλλου αναφέρει ουκ ολίγες φορές στις σελίδες. 
Η ιστορία μάλλον υπάρχει πια στα ντουβάρια των παλαιών ημερών. Ανηφορίσαμε τις σκάλες ως το παλιό μοναστήρι των Καπουτσίνων που ήταν ερμητικά κλειστό. Μια κατάλευκη γάτα με κόκκινο λουράκι στο λαιμό στεκόταν εκεί, αμίλητη και χαδιάρα. Το βλέμμα που έχει συνηθίσει να σκάβει τη φαντασία του μυαλού, αναζητά στον κόλπο κάποιο παλιό πειρατικό με διψασμένο πλήρωμα για κούρσο. Μπα. Είναι τόσο έντονη η αντανάκλαση απ' τα ιστία, τα γιοτ, τα μικρά και μεγάλα ταχύπλοα που ο αμφισβληστροειδής αδυνατεί να βραχυκυκλώσει την οπτική πληροφορία, να την μετατρέψει σε γαλέρα με αγαρηνούς πειρατές, με αφρικανούς πρωτοσπαθάριους, αδυνατεί ακόμα και να συλλάβει την εικόνα ενός τρομαγμένου καπουτσίνου που χωμένος στο ράσο του, περιδιαβαίνει γοργά τα καλντερίμια. 

Το πρώτο μας δείπνο ήταν μια απογοήτευση. Ανάθεμα την ώρα, τα χιλιόμετρα, την κούραση και κυρίως την πείνα μας. Άντε να μπεις στο αυτοκίνητο να βγεις απ' το χωριό, να πας αλλού να φας. Το μαγαζί πλάι στο κύμα με ορίζοντα τη Δύση, εκεί που πέφτει ο ήλιος. Ένα χωριό στην άλλη άκρη της Ερμούπολης. Ανοίγω τον κατάλογο και πέφτω πάνω σε φιλέτο Black Angus. Σοβαρά τώρα; Δεν είναι μόνο η τιμή που είναι εξωφρενική, αλλά σοβαρά, εσύ ο επαγγελματίας πιστεύεις ότι ήρθα στο χωριουδάκι σου, στο νησί σου να φάω Black Angus; Πιστεύεις πως θα προκόψεις όταν η τιμή στην χωριάτικη σαλάτα φτάνει τα 8 ευρώ; Έτσι προστατεύεις το νησί σου; Έτσι διατηρείς τη φήμη του; Είσαι σίγουρα Κυκλαδίτης; 
Εδώ συνάντησα τον Ε. Ροίδη και τα «Συριανά Διηγήματα» του.
Τις επόμενες δύο μέρες βρήκαμε ένα πολύχρωμο μαγαζάκι, όχι δίπλα στη θάλασσα αλλά κάτω από έναν τεράστιο ευκάλυπτο. Πολύχρωμο, οικείο, αγαπησιάρικο, που το είχαν δύο νέα παιδιά, ένα ζευγάρι που αποφάσισε να μείνει εκεί και να παλέψει με την εποχή μας. Χαμογελαστοί, φιλόξενοι με ντόπια πράγματα, δίχως ξετσιπωσιές και δηθενιές. Ωραιά -και φτηνή- η χωριάτικη με το συριανό ξυνοτύρι, λουκούμι το αρνί στο φούρνο με μάραθο και κάπαρη, έλιωναν στο στόμα οι γεμιστές οι πιπεριές. Άξιοι παιδιά, συνεχίστε έτσι. Και στο φευγιό μας, να και το απρόσμενο πεσκέσι, ένα μπουκάλι φρέσκια κάπαρη, χοντρή, η σάρκα της γης στο στόμα. 



Την προτελευταία μέρα μάθαμε τα χαμπέρια για την Ηριάννα και τον Περικλή. Όχι πως δεν τα περιμέναμε, δύο συνεχόμενες νίκες νέων ανθρώπων κόντρα στο σύστημα και δη το δικαστικό, είναι πάρα πολλές και πολύ καλές για να' ναι αληθινές. Ό,τι δόθηκε, δόθηκε με τον Τάσο Θεοφίλου. Για τους υπόλοιπους υπάρχει και η...Βαρκελώνη. Λίγη χαρά μας έδωσε η εικόνα της Ερμούπολης το βράδυ της Κυριακής, όπου τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά, αδιαφορώντας για τους τουρίστες. Αλλά και αυτό το πανό που κανένας καταστηματάρχης δεν θέληξε να ξηλώσει...



Υπάρχει αντίδοτο στην τρέλα της εποχής; Στην κακοήθεια και την μισανθρωπία; Ίσως μόνο εκείνο το ζευγάρι να μπορεί να δώσει μιαν απάντηση. Ποιο ζευγάρι; Εκείνο που αφού πήρε το μπάνιο του στην γνωστή την παραλία με τα αλμυρίκια, στάθηκε πάνω στο κύμα, η γυναίκα με ένα βιολί και ο άνδρας μ' ένα φλάουτο και άρχισαν να παίζουν, μια ωδή για τον Ποσειδώνα ίσως, μια συμφωνία για την ασχήμια αυτού του κόσμου, μια άμυνα διαρκείας κάτω απ' τα αρχαία τείχη της καστροπολιτείας. Δεν ξέρω και δεν θα μάθω ποτέ. Το βρήκα όμως, πολύ όμορφο. 

Το πολύχρωμο μαγαζάκι των παιδιών πάνω στο δρόμο του Φοίνικα, λίγο πριν τον Κόμιτο 


Μαϊντανοσαλάτα (πατάτα, σκόρδο, λάδι, μαϊντανός στο μπλέντερ) και χωριάτικο ψωμί

Καταφεύγω στον Συριανό, Ε. Ροίδη. Στα «Συριανά Διηγήματα» αφιερώνει λίγες σελίδες στην «Ιστορία μιας Γάτας».




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...