Οι στάχτες (Στάθαινα)

Τη φωνάζουν Στάθαινα. Το κανονικό της όνομα είναι Ευφροσύνη και το λέει με μια συγκινητική ευλάβεια. Αισθάνεται περήφανη που το θυμάται ακόμα, στο τέλος της ζωής της και ας ήταν ελάχιστες οι φορές που κάποιος τη φώναξε με αυτό. Άπαξ και παντρεύτηκε, τότε, λίγο πριν το μεγάλο πόλεμο, το όνομά της έπαψε να της ανήκει μαζί με μια σειρά από άλλα υπάρχοντα τα οποία έγιναν κτήμα του άντρα της. Τον έλεγαν Στάθη. Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν να πάρει το όνομά του μιας και ήταν περιουσία του;
Κάθεται σε ένα μικρό σκαμνάκι και σγαρλίζει τη φωτιά στο τζάκι. Μια ιδέα φωτιάς είναι μόνο, ένα μικρό κούτσουρο που έχει καρβουνιάσει και που και που πετάει καμιά σπίθα σαν έρχεται σε επαφή με τη μαντεμένια βέργα που κρατάει στο χέρι της η γυναίκα. Τα υπόλοιπα υπάρχοντα του τζακιού, δεν είναι άλλα από τη ζεστή στάχτη από τη φωτιά της νύχτας που κράτησε έξω το κρύο του Δεκέμβρη.
Σηκώνεται αργά, μια μικροσκοπική φιγούρα ντυμένη στα μαύρα, με μάτια που διατηρούν μια σπίθα που ξεχωρίζει στη μουντάδα του δωματίου. Πλησιάζει τη μικρή κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο μα πριν κοντοστέκεται να αντικρίσει άλλη μια φορά τις φωτογραφίες που είναι κολλημένες στην πόρτα του. Δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι χαμογελούν και την κάνουν να χαμογελάει και εκείνη. Όχι για πολύ όμως. "Ψυχούλες μου", μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια της και επιστρέφει στο τζάκι με ένα κατσαρολάκι που το απιθώνει δίπλα στη ζεστή στάχτη.
- Βλίτα έχω. Κοκκινιστά. Θα φας;
- Μα είναι δέκα το πρωί!
Κοιτάζει το ρολόι πάνω στο γείσο του τζακιού αναζητώντας την επιβεβαίωση της ώρας.
- Έντεκα είναι. Το έχω με την παλιά ώρα. Δεν την αλλάζω.
- Γιατί;
- Γιατί όχι;
Σηκώνει τους ώμους δίχως να πει κάτι άλλο. Είναι σίγουρη πως η ώρα - συγχρονισμένη ή όχι δεν έχει σημασία. Ο δικός της χρόνος μετριέται με το πρώτο φως του πρωινού, με το μεσάριασμα του ήλιου στον ουρανό ή με το πόσο γρήγορα σκοτεινιάζει, αν έχει συννεφιά.
- Σε λιγούλι θα βγάλω τη γαλόπιτα απ' το φούρνο. Να δοκιμάσεις!
Ο φούρνος είναι έξω. Τον γέμισε με κλαδιά από το πρωί, τον άναψε, τον φούντωσε και σαν κατακάθισε η Φλόγα, έριξε μέσα ένα ταψί με το παραδοσιακό γλυκό. Γάλα με κανέλα. Ούτε φύλλα, ούτε τίποτα. Απλό γλυκό που τρως και κρατιέσαι.
Ανοίγει το καπάκι από το κατσαρολάκι και μ' ένα κουτάλι που έβγαλε από τη μπροστέλα της αρχίζει να ανακατεύει τα βλίτα για να ζεσταθούν.
- Σ' άρεζε ο καφές;
- Καλός ήταν.
- Χμ. Ώχου.
- .....
- Και τι λένε τώρα; Ποιος θα κυβερνήσει;
- Μακάρι να' ξεραν.
- Χα! Γέλιο αυθόρμητο, σαρκαστικό για την ανικανότητα εκείνων που έχουν τα φόντα να κυβερνήσουν.
Το πρόσωπο της Στάθαινας είναι χαρακωμένο από το χρόνο. Βαθιά χαντάκια ξεκινάνε από το κούτελό της και καταλήγουν στο πηγούνι της. Και κει που αναρωτιέσαι για την ηλικία της, τραβάει το τσεμπέρι απ' τα μαλλιά και μένεις με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο σκούρο καφέ των μαλλιών της που ανάθεμα και αν έχουν μία άσπρη τρίχα ανάμεσά τους.
- Να δω πότε θα' ρθουν τα παιδιά για τις ελιές...
Η Στάθαινα ζει μόνη. Τα παιδιά είναι ο γιος της και η γυναίκα του. Μένουν στην πόλη. Η Στάθαινα απέμεινε στο χωριό, φρουρός της περιουσίας και των κόπων πολλών ζωών και άλλων τόσων γενεών. Ήταν αρκετές οι φορές που της είπαν να τους ακολουθήσει. Δεν το έκανε ποτέ. Η ρίζα της είναι εκεί, στο χωριό, στην πλαγιά του βουνού που μια ζωή πέφτει και την πλακώνει κατάστηθα αλλά είναι το δικό της βουνό και εκείνη είναι είναι με τη σειρά της ρίζα του. Κομμάτι του αναπόσπαστο που σαν φύγει θα συντελέσει στην κατολίσθησή του. Εξάλλου, πρέπει να κρατάει το σπίτι καθαρό για εκείνες τις λίγες μέρες του καλοκαιριού που θα δει τα εγγόνια της να τρέχουν στην αυλή, να την ακολουθούν στο αμπέλι ή στη βρύση της Χήρας για νερό, τρέχοντας και τραγουδώντας ανάμεσα στα πλατάνια.
- Ώχου....
- Τι έχεις θεια; Γιατί αναστενάζεις;
- Αναστενάζω. Τι έχω; Πως τα κάνετε μωρέ έτσι; Γι' αυτό μάθατε γράμματα; Για να τα κάνετε χειρότερα από ότι ήτανε;
- Ποιοι; Για ποιους λες;
- Για όλους εσάς που βγήκατε στις πόλεις. Βλέπω και το γιο μου. Κουβέντα δεν του παίρνεις πια. Έρχεται εδώ και αντί να ανοίξει η ψυχή του, ανοίγει εκιό του διαβόλου το κουτί και κάθεται και πατάει τα κουμπιά. Γράφει λέει! Τι γράφει μου λες;  Παλιά έκανε και μια βόλτα στις ελιές του. Έγλεπε την περιουσία του. Ανέβαινε στο Μαύρο Λιθάρι, ίσα πάνου, στον Προφήτη Ηλία και περπάταγε στο δάσος, στη γη του. Η γη που τον έθρεψε και που δεν μας ζήτησε ποτέ της τίποτα. Το αμπέλι πάει το ξέρεις; Δεν μπορώ να κορφοκόψω πια, πονάνε τα χέρια μου. Ποιος θα το κάνει;
- Σιγά τ' αμπέλι ρε θεια.
- Χα! Αυτό λέει και εκείνος.
Ένα δυνατό χτύπημα στο κούτσουρο από μεριάς της και δυο τρία κάρβουνα αποκολλήθηκαν και έπεσαν στις στάχτες. Έφερε το κατσαρολάκι εμπρός της, πήρε ένα πηρούνι (ξανά μέσα από τη μπροστέλα της), άρπαξε μια πηρουνιά, τη φύσηξε και άρχισε να τρώει.
- Ψωμί δεν έχεις;
- Δεν ζύμωσα.
- Εσύ και δεν ζύμωσες; Πως και αυτό;
- Μόνο σαν έρχονται τα παιδιά ζυμώνω πια. Τι να το κάνω; Μια ψυχή ζει και χωρίς ψωμί.
- Και η γαλόπιτα;
- Για το καλό του μήνα. Για κέρασμα. Μου δωσε η Γρίβαινα λιγούλι γάλα απ' τις κατσίκες. Είπα να κάνω την πίτα.
Τρώει τρεις, τέσσερις πηρουνιές ακόμα και αφήνει το κατσαρόλι στην άκρη.
- Χόρτασα, μονολογεί.
- Τι λες ρε θεια; Γιατί δεν τρως; Τι να σου κάνουν δυο μπουκιές;
- Χόρτασα λέω!
Το "λέω" σαν το έλεγε, σήμαινε αυτόματα το τέλος της συζήτησης.
- Για πες εσύ. Τι κάνεις;
- Τι να κάνω;
- Πως τα περνάς. Έχεις καλή δουλειά; Είσαι τακτοποιημένος;
- Παλεύουμε θεια. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Πολύ δύσκολα.
- Άμα ήτανε δύσκολα γιατί δεν μένατε εδώ; Έχετε σπίτι. Και συ και ο γιος μου και όλοι.
- Δεν είναι έτσι θεια...
- Χα!
- Τι είναι πάλι;
- Ένα στομάχι έχεις και συ και γω. Μόνο που το δικό μου χορταίνει γρήγορα και με λίγο φαί ενώ το δικό σας όχι.
- Τι σχέση έχει αυτό ρε θεια;
- Έχει.
- Δηλαδή;
- Ο γιος μου θέλει να πουλήσει τις ελιές. Το ξέρεις; Για να πληρώσει δάνεια λέει. Τι δάνεια; Τι δανείστηκε; Από που; Γιατί;
- Δεν ξέρω θεια. Έχω καιρό να τον δω.
- Του διαβόλου πράματα!
Νέο χτύπημα, θυμωμένο, στο κούτσουρο που πνέει τα λοίσθια τώρα.
- Δεν θα βάλεις άλλο ξύλο στη φωτιά;
- Θα πας να μου φέρεις;
- Που τα έχεις;
- Απ' την ποταμιά τα μαζεύω.
- Την ποταμιά; Τι λες ρε θεια; Είναι τρία χιλιόμετρα ως το ποτάμι!
- Και τρία έξι!
Το τελευταίο το τόνισε με ένα ύφος αποδοκιμασίας για την ανημπόρια μου να κάνω έξι χιλιόμετρα για να κουβαλήσω ξύλα.
- Θα πάω με το αυτοκίνητο.
- Άστο. Μην χαλάς μπενζίνη! Θα πάω εγώ με το γαϊδούρι της Λιάκαινας.
Το ήξερα αυτό το γαϊδούρι. Το χρησιμοποιούσε όλη η γειτονιά για να μεταφέρει ξύλα, οι γριές και οι γέροι που είχαν απομείνει στο χωριό. Σε αντάλλαγμα για τη μεταφορά, η Λιάκαινα μάζευε αυγά, γάλα, χόρτα του βουνού, κρασί απ' όσα αμπέλια είχαν απομείνει, καμιά μποτίλια λάδι, λαχανικά απ' όσους διατηρούσαν κάποιο μικρό μποστάνι. Πολλές φορές η Λιάκαινα δεν δεχόταν και τίποτα ως αντάλλαγμα, παρά μόνο τα "μεταφορικά", σανό ή τριφύλλι φρεσκοκομμένο για το ζωντανό.
- Άμα ψοφήσει το γαϊδούρι τι θα κάνετε;
Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.
- Θα ζαλωθώ εγώ τα ξύλα, απάντησε ανακατεύοντας τα τελευταία κάρβουνα.
Βγήκε στην αυλή. Την ακολούθησα. Ήθελα να καπνίσω, να ζωγραφίσω δαχτυλίδια στον ουρανό του Δεκέμβρη. Όση ώρα κάπνιζα, άνοιξε τον πέτρινο φούρνο και έβγαλε το ταψί με το γλυκό. Μοσχοβόλησε ο τόπος...
- Ω μωρή Στάθαινα! Πίτα κάνεις;
Απ' τον δρόμο περνούσε μια άλλη χήρα, καβάλα στο δικό της γαιδούρι.
- Πίτα Βασίλω μ'. Τι φτιάνεις;
- Τι να φτιάνω; Για ξύλα πάω.
- Θα μου φέρεις λιγούλια;
- Να σου φέρω.
- Άιντε να' χεις καλό. Και γω θα σου δώσω πίτα, να φας να γλυκαθείς!
- Τα παιδιά θα ρθουνε για τις ελιές;
- Δεν ξέρω. Έτσι λένε. Τα δικά σου;
- Μπα, θα τις μαζέψω με τον Αλβανό και τη γυναίκα του. Με πήρε ο γιος μου τηλέφωνο χτες. Δεν προλαβαίνει λέει.
- ΄Έχει δουλειά ο Σίμος;
- Ε βέβαια. Και καλή δουλειά!
Το Σίμο τον ήξερα. Αστυνομικός σε κάποιο τμήμα, κολλητός ενός βουλευτή του νομού και επίδοξος νταβατζής σε κορίτσια από τη Βουλγαρία. Είχε βουίξει ο τόπος από τις μαλακίες του. Τον είχαν πιάσει μάλιστα κάποια στιγμή και αν δεν έμπαινε ο βουλευτής στη μέση να μετριάσει τα πράγματα, θα τον είχαν αποτάξει από το Σώμα.
Γυρίσαμε στο σπίτι και λίγο μετά δοκίμαζα το γλυκό της. Το γάλα ήταν γάλα και η κανέλα, κανέλα. Η γεύση απέμεινε στο μυαλό παρά στο στόμα, θύμηση γλυκιά, χωριάτικη, η θύμηση των παλαιών ημερών, εκείνη του αυθεντικού, του πρώτου των πρώτων, εκείνη που βγαίνει απ' τη γη και καταλήγει πάλι σε αυτήν, η γεύση των στοιχείων της φύσης και των εποχών που αλλάζουν. Η γεύση μιας μάνας.
Δύο μέρες μετά έφυγα. Η θεια με περίμενε έξω απ' την αυλή με γεροδεμένο μπόγο.
- Έχω λιγούλι τραχανά. Και χυλοπίτες από πέρσι. Και αυγά για τα παιδιά. Πρόσεχε, του διαβόλου το γκάζι, μην τρέχεις και τα σπάσεις! Και μυζήθρα. Α και λίγες ελιές ξιδάτες. Θα σου' δινα και λιγούλι κατσίκι αλλά δεν έσφαξε ο Μέρμηγκας. Είχε πει ότι θα σφάξει αλλά δεν έσφαξε. Την άλλη φορά!
- Ρε θεια, γιατί με φορτώνεις; Δεν θα έρθουν για τις ελιές; Ας τα πάρουν!
- Δεν θα' ρθει. Το ξέρω. Άντε, καλό δρόμο....
Με σταύρωσε και έμεινε στο δρόμο ώσπου χάθηκε σαν πήρα τη στροφή.

Σχόλια

  1. Πανέμορφη... Πανόστιμη ( :) και τρυφερή η ανάρτησή σου... Δε θα σχολιάσω τίποτε άλλο παρά μονο το πόσο υπέροχα την έδεσες με την μουσική...
    Να'σαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Tην μάνα του πατέρα μου την έλεγαν Ευφροσύνη, της μάνας μου Βασιλική… περιέλαβες και τα δυο ονόματα για να μη μείνει καμιά με το παράπονο…από χωριά της Ακαρνανίας και οι δυο
    Θυμάμαι ακόμα σαν ήμουν μικρό κοριτσάκι πόση εντύπωση μου έκανε πως με το που φτάναμε στο χωριό, για πότε στρώνανε την πίτα, όπως ακριβώς την περιγράφεις, στα γρήγορα δίχως ν΄ ανοίξουν φύλλο, για πότε έβραζε η κότα λες και την είχαν έτοιμη από πριν!
    Χάθηκαν αυτά πια … αλλά μου άρεσε που διάβασα ένα κομμάτι τους εδώ … αν και η προφορά ... στα μέρη του Βάλτου ήταν πιο βαριά όπως την έμαθα εγώ :)
    Kαλό Σαββατοκύριακο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τί να σου πω παιδάκι μου;;;
    Να γειάσουν τα χέρια σου!!!
    σαν τη γαλόπιτα της Στάθαινας γράφεις,
    Καλό να χεις! :)))

    και της θειάς να γειάσει το στοματάκι της!
    μωρέ θα γυρίσουμε όλοι στα χωριά
    και θα μας αρέσει!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. είπα την διάβασα, σχολίασα, φεύγω...
    αλλά ξαναγύρισα και θα γυρίσω πάλι!

    αυθεντική διήγηση, γεμάτη ζωντάνια, σαν να την βλεπεις μπροστά στα μάτια σου
    και να την βιώνεις.. ως και τον Δεκέμβρη ένιωσα :)

    μα με συγκίνησε πραγματικά!

    και η γαλόπιτα δεν είναι πλάκα.. κοίτα...

    έχουμε μια ιστορία-γαλόπιτα!!! χαχαχαχα

    θαλπωρή και νοσταλγία!
    ψημένη στο παράπονο... γλυκά γλυκά...
    δίχως υποκρισία!!! (τα φύλλα...) ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χάνονται αυτοί οι άνθρωποι. Χάνονται χωρίς αντικατάσταση.
    Ναι, την έχω κι εγώ τη γεύση της γαλόπιτας και το κρύο του Δεκέμβρη. Την έχω στη μύτη, τη μυρωδιά από τα ξύλα στο τζάκι.
    Την έχω την ανάμνηση της "θειας".
    Το "φυλάω" το κείμενό σου...στην άκρη του μυαλού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. αυτή η νοσταλγία του αυθεντικού... σ' ένα κόσμο που αναπνέει πίσω από μάσκες... είμαστε τυχεροί πιστεύω όσοι την νοιώθουμε γιατί λίγο ή πολύ γνωρίσαμε, γευτήκαμε, νοιώσαμε ΄την καθαρότητα πραγμάτων...
    και ίσως για κάποιους γίνεται οδηγός στην ζωή τους...

    η μουσική σου... υπέροχη !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Πολύ ωραία ιστορία!
    Δεν είχαμε ποτέ χωριό, αλλά ευτυχώς έχει ο Μήτσος (το στεφάνι μου).
    Βέβαια είναι κάπως αλλιώς και δεν έχει το κλίμα που περιγράφετε.
    Ούτε τέτοιες πίτες φτιάχνουν.
    Μόνο δίπλες. Ασχέτως Χριστουγέννων.
    Το μόνο που έχω ζήσει από την ιστορία είναι αυτό με το όνομα. Μια φορά, που λέτε, είχαμε πάει με τον κ. Μήτσο ένα πολύ μακρινό ταξίδι.
    Η πεθερά μου μου είχε ζητήσει μόλις φθάναμε να την πάρω τηλέφωνο ότι είμαστε καλά.
    Έτσι κι έγινε. Σχηματίζω τον αριθμό, περιμένω και απαντάει μια κυρία με πολύ βραχνή φωνή. Δεν έμοιαζε με αυτήν της πεθεράς μου.
    Ρωτώ ευγενικά: Με ποια κυρία μιλάω διότι μάλλον έχω πάρει λάθος νούμερο...
    Μου απαντάει: Με τη Νίκαινα.
    Ααααα, της λέω, έκανα λάθος τελικά και κλείνω το τηλέφωνο.
    Εξιστορώ το συμβάν στον κ. Μήτσο, ο οποίος, όπως ήταν φυσικό, είχε σκάσει στα γέλια και μου είπε: Η μαμά μου ήταν, απλά είναι λίγο κρυωμένη αυτές τις ημέρες!
    Που να φανταστώ ότι την αείμνηστη Ερασμία την φώναζαν οι περίοικοι Νίκαινα;

    Διατελώ μετά τιμής,
    Μήτσαινα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Χαίρομαι που άρεσε αυτή η ιστορία. Η θεία αυτή πέθανε πριν λίγα χρόνια, πλήρης ημερών...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...