Ο Σίσυφος το απομεσήμερο

Είναι ένα από εκείνα τα κολασμένα μεσημέρια του καλοκαιριού. Η άσφαλτος κοχλάζει και ξαμολάει την πίσσα της σε υγρά ρυάκια, ρευστοποιεί την ύλη της και ζωγραφίζει παράξενα σχέδια σε δρόμους που χιλιοπατιώνται σε άλλες ώρες μα που τώρα είναι έρημοι ακόμα και για τα μυρμήγκια του κόσμου. Ο αέρας βαρύς και ασήκωτος, σαν μεθυσμένος άντρας που παλεύει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του, μα που πέφτει ξανά πίσω, ζαλισμένος και απηυδισμένος από την ανημποριά του. Που και που, ένα αυτοκίνητο που περνά γοργά με κατεβασμένα τζάμια, σπάει τη μονοτονία της κάψας και αφήνει το λίβα να το κυνηγάει για να το λιώσει, να αφήσει το αποτύπωμα της μάρκας του στο δρόμο.
Ο άνδρας κάθεται γυμνός στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Ο ιδρώτας είναι ρούχο πάνω του και πάλλεται, ένα ρούχο ολοζώντανο που ανανεώνει τη μορφή του κάθε λεπτό που περνάει. Ανασαίνει βαριά, παλεύοντας να βρει λίγο καθαρό οξυγόνο απ΄ αυτό που ο λίβας κρατάει όμηρο στην αγκαλιά του. Η πόλη απ' τον τέταρτο όροφο, είναι το ίδιο σκατά από οποιοδήποτε όροφο ή ισόγειο. Μια νεκρική σιγή καλύπτει τον κόσμο, οι τέντες των διαμερισμάτων απελπιστικά ακίνητες, τα δάση των κεραιών δεν πρασίνισαν ούτε φέτος, τα τζάμια κρατάνε την άπνοια και το συνεφόκαμα μακριά, ο κόσμος είναι άρρωστος, άρρωστος βαριά.
Το αιρ κοντίσιον του διπλανού διαμερίσματος αγκομαχάει. Μοιάζει με κουρασμένη μηχανή που καλείται να ανέβει μια δύσκολη ανηφόρα. Ο άνδρας τη βάφτισε Σίσυφο. Σπρώχνει το λίβα μακριά, εκεί που ανήκει, σε έρημες και άνυδρες στέπες, στο μακρινό νότο, μα η κάψα για λίγο μόνο οπισθοχωρεί, επανέρχεται και λιώνει τους τοίχους, σιγοκαίει το Σίσυφο που αγκομαχά στο πεδίο της μάχης.
Η πόρτα ανοίγει και ο άνδρας αντικρίζει τη γυναίκα να μπαίνει, φορώντας ένα τιρκουάζ φόρεμα που κατά τόπους είναι σκούρο μπλε απ' τον ιδρώτα. Ψελλίζουν ένα γεια, βγάζει τα παπούτσια της και περπατάει ξυπόλητη στις ζεστές πλάκες του δαπέδου, ανοίγει το ψυγείο και κοντοστέκεται για λίγο ανασαίνοντας ικανοποιημένη. Ανοίγει ένα μπουκάλι νερό, πίνει από το στόμιο, ξεδιψάει, το κλείνει, μαζί και την πόρτα του ψυγείου, φεύγει από το δωμάτιο.
Ο άνδρας ακούει το νερό να τρέχει στο ντους και θυμάται μια μέρα, όχι πολύ παλιά, όταν εκείνη σιγομουρμούριζε ένα σκοπό, που αυτός δεν θυμάται καν τώρα. Δεν θυμάται το σκοπό, αυτό είναι σίγουρο, θυμάται όμως πως η μέρα ήταν ανοιξιάτικη, από τις πρώτες ανοιξιάτικες ευωδιαστές μέρες και πως εκείνη γελούσε και τραγουδούσε. Όχι δεν τραγουδούσε, σιγομουρμούριζε.
Βγαίνει από το μπάνιο τυλιγμένη με μια πετσέτα και με τα μαύρα της μαλλιά λυμένα, ελεύθερα να της ζεσταίνουν την πλάτη μια ήδη πολύ ζεστή μέρα. Έρχεται στην κουζίνα και ψάχνει για φαγώσιμα.
- Ομελέτα έχει. Στο φούρνο.
Ανοίγει το φούρνο και βγάζει ένα πιάτο με ομελέτα, με κομμάτια πράσινης πιπεριάς και ροδέλες λουκάνικου.
- Λουκάνικα; Με τέτοια ζέστη;
- Δεν είχαμε κάτι άλλο στο ψυγείο. Δεν είχαμε κάτι άλλο γενικά.
Παίρνει ένα πιρούνι από το συρτάρι και κάθεται στο τραπέζι. Με επιδέξιες κινήσεις, αποσπά τις ροδέλες του λουκάνικου από την ομελέτα και τρώει με γοργές μπουκιές την υπόλοιπη. Ο άνδρας την παρατηρεί, το κορμί του τη ζηλεύει. Στεγνή και δροσερή σαν κάθεται, διάφανη απ' το φως του μεσημεριού που φέγγει απ' τη μισοκλεισμένη μπαλκονόπορτα, λαχταριστή και μυρωδάτη, θέλει να ξεσπάσει πάνω της την κάψα του. Να σκουπίσει τον ιδρώτα του με τους πόρους της, να του σβήσει τη φωτιά που τον καίει.
- Τι έκανες σήμερα;
- Τίποτα ιδιαίτερο. Εδώ ήμουν όλη μέρα. Κάτι μέιλ τσέκαρα για εκείνη τη δουλειά. Θα δούμε.
- Πλήρωσες το τηλέφωνο;
- Όχι δεν βγήκα. Είχε ζέστη.
- Το ξέρω. Έξω ήμουν. Σε αντίθεση με σένα.
Ένα γενναίο αγκομαχητό από τον Σίσυφο τους αποσπά για λίγο την προσοχή. Το μηχάνημα μοιάζει να αργοπεθαίνει τώρα. Αφήνει μικρούς, διακεκομμένους ήχους σαν το αυτοκίνητο που ξεμένει από βενζίνη μα σε λίγο επανέρχεται στο ασθμικό γουργουρητό του.
Ξαπλώνουν στον καναπέ. Εκείνος σκουπίζεται πάνω στο ύφασμα που φλέγεται, εκείνη αρχίζει να ιδρώνει και να χάνει τη πρόσφατα αποκτημένη δροσιά της. Πρέπει να την αγκαλιάσει τώρα. Για ένα δευτερόλεπτο μόνο κλείνει τα μάτια και νοιώθει τη φρεσκάδα να τον τυλίγει. Τον διώχνει απαλά πριν καν το δευτερόλεπτο περάσει.
Το χέρι του αποτολμά μια δεύτερη προσπάθεια και προσπαθεί να βυθιστεί ανάμεσα στα πόδια της, χώνεται στην πετσέτα και ψηλαφίζει το κορμί της.
- Δεν πας καλά! Με τέτοια ζέστη!
 Η ζέστη ακούγεται περισσότερο από τις ανάσες τους. Σαν μια αδιόρατη απειλή που στέκεται απ' έξω, που είναι ήδη μέσα μα εκείνοι δεν το ξέρουν ή προσποιούνται έτσι. Η ζέστη κουβαλάει τη σιωπή του απομεσήμερου, την ώρα που ο ήλιος από ζωοδότης μεταμορφώνεται σε δολοφόνο, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα του.
- Συναντήθηκα με την Έφη σήμερα. Πάλι έχει προβλήματα με το Σπύρο.
Ο άνδρας κλείνει τα μάτια και αναπολεί ένα άλλο απομεσήμερο, πολύ μακριά μοιάζει να είναι πια, σε άλλο χρόνο, σε άλλη εποχή, απροσδιόριστα όλα, με τη γεύση του καρπουζιού αστράγγιστη ακόμα στο στόμα...
- Μάλλον την απατά. Με μια απ' το γραφείο.
...και το γυμνό κορμί ερωτοτροπεί θαρρείς με τα ολόφρεσκα μυρωδάτα σεντόνια και από τη γρίλια του κουφωμένου πατζουριού φυσάει ένα αγέρι, ένα γλυκό αγέρι απομεσήμερου...
- Εγώ της τα είχα πει. Είναι μαλάκας ο Σπύρος. Και δεν είναι η πρώτη φορά, είμαι σίγουρη.
... και ο ύπνος γλυκός, σαν ζαχαρωμένο φρούτο κουταλιού έρχεται και σε παίρνει και το τζιτζίκι τραγουδάει έξω, υμνεί το καλοκαίρι σε ένα άλλο κάποτε, σε ένα ξεχασμένο κάπου.
- Θα του μιλήσεις; Πρέπει να του μιλήσεις. Να κόψει τις μαλακίες.
Πάει το αγέρι, το καρπούζι, ο ύπνος...
- Ναι.
- Δηλαδή δεν κατάλαβα! Ποιος νομίζει πως είναι;
- Πρέπει να βρούμε λεφτά. Χρωστάμε ήδη δύο νοίκια.
- Εκμεταλλεύεται την κρίση το καθίκι. Ξέρει πως η Έφη δεν θα τον παρατήσει τώρα. Δεν έχει που να πάει. Και με δύο παιδιά...
- Στο ψυγείο έχουμε μόνο νερό, λεμόνια και μουστάρδα.
- Γιατί τα έκανες ρε μαλάκα; Γιατί παντρεύτηκες; Αφού δεν το' χεις. Αφού γουστάρεις να ξενοπηδάς! Τι στο διάλο πήγες και παντρεύτηκες και έκανες και παιδιά; Για να μη χαθεί το σόι;
- Δεν ξέρω τι θα γίνει με τη δουλειά. Αν δεν κάτσει ούτε αυτή, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
- Αλλά φταίει και εκείνη η μαλάκω. Τον ήξερε από πριν. Από το καλοκαίρι στη Σίφνο, το τέσσερα. Ή το πέντε; Τέλος πάντων. Τότε με την τουρίστρια στις τουαλέτες του κάμπινγκ.
- Πήρε η μάνα σου τηλέφωνο. Ο πατέρας σου θα ξαναμπεί στο νοσοκομείο.
- Αλλά όχι! Εκεί, να τον παντρευτεί! Μη χάσει η Βενετιά βελόνι! Και της τα' λεγα τότε. Ο Σπύρος δεν είναι για σπίτι.
- Ειλικρινά σου λέω, δεν ξέρω τι θα γίνει αν δεν κάτσει η δουλειά....
- Α στο διάλο μαλάκες άντρες!
Εκείνος κλείνει τα μάτια.
Εκείνη πνίγεται στα αναφιλητά.
Ο Σίσυφος μουγκρίζει στο απομεσήμερο...



Σχόλια

  1. Και ποτέ δεν μίλησαν για εκείνους έτσι; Ίσως επειδή είχε ζέστη. ίσως επειδή δεν είχαν τίποτα να πουν.

    Καλησπέρα λατρεμένε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Για τους ίδιους ΜΌΝΟ μίλησαν, σε απόλυτο συντονισμό σκέψης και συναισθήματος (ανασφάλειας, φόβου κ.λπ.).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ένας έρωτας φτηνός, τρομαγμένος, λιγοστός
    Και ύστερα δυο λέξεις ήρεμα, και ένας γκρεμός
    Ένας έρωτας φτηνός, λίγο πάθος λίγο φως
    Και ύστερα δυο λέξεις ήρεμα και ο χωρισμός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. παντού υπάρχουν Έφες και Σπύροι να 'σώζουν' την ευθεία αντιπαράθεση τελικά...
    η επικοινωνία όμως δεν αποφεύγεται ακόμα και έτσι..
    απλά παίρνει την πιο θλιβερή της μορφή..
    εδώ, δύο παράλληλοι μονόλογοι...
    πιο αποπνικτικό και από το μαρτύριο της ζέστης!

    Ζήλεψα περιγραφή και αφήγηση..
    ένα από τα καλύτερα σου κείμενα!

    Καλό μήνα Ρεϊμόντ :)
    ένα Χαρούμενο και Δροσερό Καλοκαίρι!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δεν χρειάζεται να κάθεσαι στο ίδιο μέρος με κάποιον...πρέπει και να κοιτάς στην ίδια κατεύθυνση... Με φοβίζουν οι παράλληλοι δρόμοι που δεν συναντιούνται ποτέ...
    Kαλό βράδυ σου εύχομαι!

    Υ.Γ Αλλελούϊα! Επιτέλους σήμερα αποφάσισε να με ενημερώσει ο blogger και μου ήλθαν ΟΛΕΣΣΣΣΣ (ναι όλες) οι ενημερωσεις των αναρτήσεων που μέχρι τώρα έχεις κάνει! :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. πόση μοναξιά μπορεί να κρύβει ένα "κάποτε"... πόση αποξένωση...
    αναρωτιέμαι, που χανόμαστε, πως χανόμαστε... κι' όμως είναι το μόνο που δεν θελήσαμε ποτέ!

    κρύο να γίνεται το κορμί που κάποτε μας ζέσταινε. κρύα η ψυχή που κάποτε μας είχε εμπνεύσει. παγωνιά μέσα στο κατακαλόκαιρο και ο λόγος, η σκέψη να αγκυλώνει... άλλα να θέλει και άλλα να πράττει τελικά...
    σκιές του εαυτού μας να περιφερόμαστε σε μια πραγματικότητα που κυριάρχησε τα όνειρά μας και το έγχρωμο το μετέτρεψε σε ασπρόμαυρο...
    κι' αυτή η μουσική σου...!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αυτή η συνομιλία "άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε" είναι εξαιρετική!
    Κατά τα άλλα είναι τόσο ζωντανή η εικόνα που μετά δυσκολίας αναπνέω από τη ζέστη. Βλέπετε, έχετε δίκιο. Όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει σε όλους του ορόφους είναι η ίδια κόλαση!

    Τα σέβη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...