Κενό (Άννα)

"Έζησα κοντά στον ήλιο", γράφει στο ημερολόγιό της. "Άγγιξα τις αχτίδες του μα δεν κάηκα, με βλέπεις;" Απευθύνεται σε κάποιο φανταστικό αναγνώστη, σ' εκείνον που ίσως διαβάσει αυτές τις γραμμές τυχαία, μια ώρα που η ίδια θα έχει πάψει να υπάρχει. Γράφει για τον εαυτό της, να διαβάσει μετά τις γραμμές υποδυόμενη την άγνωστη, αυτή που θα αντικρίσει τις γραμμές τυχαία, που θα μείνει έκπληκτη απ' το κατόρθωμα, την ώρα που θα πέφτει από τα σύννεφα.
"Πολύ ψηλά, έφτασα πολύ ψηλά". Λέξεις με κόκκινο στιλό, υπογραμμισμένες, ΜΕΓΑΛΑ τα  γράμματα, ατάκτως εριμμένα ανάμεσα στις σελίδες, λέξεις που την πέφτουν σαν άγαρμποι εραστές στις μικρότερες, σε όσες γράφτηκαν στρωμένα, ακολουθώντας ένα πυκνό λόγο έκφρασης και αποτύπωσης των γεγονότων. "Ναι μωρέ, έζησα!!!", τονίζει αλλού και συμπληρώνει σε παρένθεση, "για να φύγω την κατάλληλη στιγμή απ' όλα. Να τ' αφήσω πίσω, τα βαρίδια της καρδιάς μου, να αναδυθώ κι άλλο, πιο πολύ, όλο και πιο πολύ, κοντά στον ήλιο, να φτάσω εκεί να αγναντέψω τον κόσμο από πιο ψηλά. Πιο ψηλά και απ' τα αεροπλάνα. Και ζω, με βλέπεις; Ζω! Δεν κάηκα απ' τον ήλιο σου, εκείνον που έβαλες εκεί για να με τρομάζει, να με κρατάει στη γη, καρφώνοντάς με, με τις αχτίδες του. Τον τίναξα σου λέω, τον τίναξα από πάνω μου κι εσένα μαζί. Σας νίκησα και τους δύο".
Η Άννα ακολουθεί το ίδιο δρομολόγιο μήνες τώρα. Δουλειά, σπίτι, γυμναστήριο. Τη δουλειά τη σιχαινόταν. Το γυμναστήριο επίσης. Το σπίτι της πάλι δεν είναι το ίδιο πια. Δεν μένει μόνη όπως παλιά. Μια σκιά ήρθε και στρογγυλοκάθισε στον καναπέ της και την παρατηρεί σαν κάνει δουλειές. Ώρες, ώρες η Άννα θα έπαιρνε όρκο πως τη βλέπει να καπνίζει κιόλας. Πως την παρατηρεί μέσα από την ιεροτελεστία του τσιγάρου, δύο μάτια σιωπηλά που πνίγονται σε γαλάζιους καπνούς. Και εκείνη η μυρωδιά της γης απ' τον φρεσκοκομμένο καπνό. Πως γίνεται άραγε κάτι που καίγεται να μυρίζει τόσο όμορφα και όχι όπως η σάρκα ή η ψυχή; Μυρίζει άσχημα η σάρκα σαν καίγεται. Το ξέρει καλά αυτό η Άννα. Η ψυχή της γλίτωσε όμως. Έφτασε στον ήλιο, το δέρμα της φουσκάλιασε αλλά η ψυχή έμεινε ανέγγιχτη. Και σαν επέστρεψε από ψηλά, αδράνησε το σύμπαν της. Σαν τη νεκρή ταχύτητα που τσουλάει το αυτοκίνητο. Στη λακούβα μόνο μην πέσει.
Η Άννα γράφει στο ημερολόγιό της. Όχι το ίδιο συχνά όπως παλιά. Και τα κείμενά της πλέον, μοιάζουν να είναι γραμμένα από κάποιον άλλον. Μα εκείνη χαμογελά σαν τελειώνει κάθε πρόταση, γνωρίζοντας καλά το είναι της, το συνάντησε πλάι στον ήλιο, του μίλησε και το άκουσε να της μιλάει. Έσκυψε το κεφάλι ταπεινά και άκουγε για ώρες. Ήταν η φωνή μέσα της, ψίθυρος στην αρχή, γέννημα αμφιβολίας, φωνή δυνατή στη συνέχεια που την καλούσε να μη φοβάται, να κάνει το ταξίδι της, να φτάσει στον ήλιο και μετά να πηδήξει στο κενό.
Ποτέ δεν αξίζει να γυρίσεις πίσω από τον ίδιο δρόμο.

Και η Άννα πήδηξε. Στο κενό. Σε εκείνο που νόμιζε χάος στην αρχή μα που αποδείχθηκε η αγκαλιά, η πιο ζεστή αγκαλιά. Η δική της αγκαλιά. Έπεσε και σώθηκε από τις σκέψεις της. Εκείνες που νόμιζε σωστό και λάθος. Εκείνες που ανακάτεψε σαν παλιά, ξεφτισμένη τράπουλα που είναι όμως ικανή για πολλές παρτίδες ακόμα. Και σαν άρχισε να παίζει, το κουκούλι της υφάνθηκε πόντο, πόντο και τη σκέπασε από ήλιο και βροχή, από άνεμο και χιόνι.
Από σκοτάδι και φως.
Και αναρωτήθηκε, πως γίνεται να μένει ανοιχτή μόνο μια χαραμάδα και πως γαμώτο δεν δίνει μία με το πόδι της να κλωτσήσει το νοβοπάν, νοβοπάν είναι, δεν της το βγάζεις απ' το μυαλό, γιατί δεν κλωτσάει το νοβοπάν και η χαραμάδα να πάρει φως. "Μα αν πάρεις φως θα καείς", δικαιολογεί η φωνή τη στάση της. "Σαν τις φωτογραφίες είσαι, δεν το ξέρεις; Εύθραυστη στο πολύ φως, η ψυχή σου θα ξεθωριάσει και θα μαραθεί. Άσε τη χαραμάδα να φέγγει. Έχεις δρόμο ακόμα για το πολύ το φως".
Εδώ είναι το μοναδικό σημείο που η Άννα απορεί. Είναι το κομμάτι που λείπει από το παζλ που άρχισε να στήνει μήνες τώρα. Πέταξε στο ψηλότερο σημείο και έπεσε από εκεί δίχως αλεξίπτωτο. Και επιβίωσε. Και είναι ζωντανή!
Μα ζωντανός δεν είναι απαραίτητα αυτός που αναπνέει.

Το σιχαίνεται το γυμναστήριο και όμως εξακολουθεί να πηγαίνει κάθε μέρα. Και περνάει ώρες σε διαδρόμους και ποδήλατα, σε ασκήσεις για την πλάτη, τους μηρούς και την κοιλιά. Πέτρα το κορμί της έχει γίνει, ζηλευτό στα μάτια κάθε αρσενικού που την κοιτάζει λάγνα καθώς ιδρώνει, όταν λαχανιάζει αναψοκοκκινισμένη από την προσπάθεια. Τα στήθη της ολόστητα σαν λεμόνια τον Αύγουστο, ο πισινός της όρθιος, συμμετρικά αρμονικός για κάθε αρσενική χούφτα που θα' θελε να τον αγγίξει. Μα η ίδια αδιαφορεί για τον περίγυρό της. Αγνοεί τα βλέμματα του πόθου, τα χαρτάκια με τους τηλεφωνικούς αριθμούς που τυχαία πέφτουν στην τσάντα της, τις δυο, τρεις κουβέντες που ειπώθηκαν με σκοπό να προσκαλέσουν και άλλες. Μέχρι που κάποιος ψιθύρισε, "ανέραστη".
Η Άννα έσφιξε τα δόντια και επιστρέφοντας στο σπίτι, θυμήθηκε τις νύχτες και τις μέρες που προηγήθηκαν του ταξιδιού της στον ήλιο, τότε που σπάραζε κραυγάζοντας, σαν τέλειωνε στην αγκαλιά του, τότε που ράγιζε τη νύχτα χτυπώντας την με τις γροθιές της. Σήκωσε το χέρι της και κοίταξε τα νύχια της. Πόσος καιρός πάει που ξέσκιζαν το πέπλο της καύλας της και την υφή του δέρματος μαζί;
Επιστρέφοντας πήγε κατευθείαν στο λάπτοπ της και στον google. Άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί και άρχισε να πίνει δίχως ποτήρι. Ούτε μπάνιο έκανε, με τις φόρμες έμεινε και έστριψε τσιγάρο. Κάπνιζε και πληκτρολογούσε. Λέξεις κλειδιά, "αγάπη", έρωτας", "τι είναι έρωτας", "τι είναι αγάπη", "πόσο κρατάει ο έρωτας", "κρατάει ο έρωτας για πάντα; Πως;". Εκατοτομμύρια οι παραπομπές, η μία πίσω από την άλλη καθρεφτίζονταν στα μάτια της, λέξεις, σκέψεις, συναισθήματα άλλων ανθρώπων με τις ίδιες απορίες από την αρχή έως το διηνεκές του χρόνου και του κόσμου.
Η σκιά είχε λιγοστέψει τις επισκέψεις της πια.
Σχεδόν δεν φαινόταν.
Η Άννα άρχισε να αισθάνεται μόνη.
Επιτέλους.
"Αλλά είμαι καλά", ψιθύρισε. "Ξέρω ότι είμαι καλά".

Εκείνο το βράδυ η Άννα μέθυσε. Και το σπίτι γέμισε σκιές. Στα τριαντά τρία της χρόνια αντίκρισε σκιές που νόμιζε ξεχασμένες, θαμμένες σε υποσυνείδητους κόσμους αμφίβολης ύπαρξης. Τον πρώτο της έρωτα στα δεκαοκτώ της χρόνια. Κάποια φλερτ αργότερα - αλήθεια πως τα θυμήθηκε αυτά; - κι έναν έρωτα στο Πανεπιστήμιο μετά. Και άλλον έναν που έφτασε μαζί του δύο βήματα πριν την Εκκλησία. Τον χώρισε όμως, γιατί μόλις αποφάσισε να τον παντρευτεί συνειδητοποίησε πόσο ξένος της έμοιαζε.
Κι ο μεγάλος έρωτας στη συνέχεια. Εκείνος που τελικά την παράτησε, με τον πιο ήρεμο τρόπο που η Άννα αδυνατούσε να δεχθεί. Όταν ο άλλος σου εξομολογείται ήρεμα πως η κοινή πορεία έχει ένα τέλος και πως αυτό δίνεται τώρα ανάμεσά σας - πράγμα που εσύ αρνείσαι να πιστέψεις - τότε σε δαιμονίζουν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η ηρεμία του. Το δεύτερο είναι η πρωτοβουλία του.
Ενάμισι χρόνο η Άννα τσουλούσε πάλι με νεκρά. Και τις λακούβες πρόσεχε αν και έπεσε σε δυο, τρεις από δαύτες.
Και μετά ήρθε εκείνος και ο ήλιος του. Φωτίστηκε ο κόσμος της και η νεκρά έγινε τρίτη και τετάρτη και πέμπτη. Της είπε, "πάμε ακόμα παραπέρα. Στο ξέφωτο. Μαζί". Και έγιναν όλα τόσο εύκολα. Ακόμα κι ένα ταξίδι στον ήλιο.
Μα ποιος αναζητά το εύκολο στον έρωτα;

Η Άννα ταξίδεψε στον ήλιο. Άγγιξε τις αχτίδες του, έπαιξε μαζί τους, την τύλιξαν και τη ζέσταναν, της άφησαν χρυσαφένια στίγματα στο κορμί, την κράτησαν ψηλά. Και εκεί στο ψηλά, η Άννα συνειδητοποίησε πως πετούσε πολύ κοντά στον ήλιο. Τότε αποφάσισε να βουτήξει στο κενό.

Αύριο θα πάει στη δουλειά.
Και μετά στο γυμναστήριο.
Το σιχαίνεται.
Θα γυρίσει στο σπίτι.
Η σκιά μοιάζει με ανάμνηση πια.
Θα γράψει στο ημερολόγιό της.

"Είμαι καλά..."



       

Σχόλια

  1. Ok μισές δουλειές όπως πάντα η Αννα...
    Γιατί όταν πλησιάζεις τον ήλιο δεν καις μόνο τη σάρκα σου... καις και την ψυχή σου... και κείνη έφυγε πριν ακόμη ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία και προχωρήσει το κάψιμο ίσαμε τον πυρήνα της ύπαρξής της...
    Κρίμα!... Γιατί μόνο τότε θα βίωνε την αναγέννηση σαν τον φοίνικα που γεννιέται από τις στάχτες του...
    Κι έπειτα... κι άλλο λάθος... άφησε να την οδηγήσουν στο "ξέφωτο"... Δεν ξέρει εκεί ότι είναι ο βωμός που γίνονται όλες οι θυσίες?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. δεν υπάρχει κενό καλέ μου Ρεϊμόντ, ολόγυρα από τον Ήλιο μόνο ηλιαχτίδες έχει... αν δεν πιάσεις εσύ μία, κάποια θα βρεθεί να σε αρπάξει :)

    και όσο για την θυσία στο ξέφωτο που λέει η Λιακάδα..
    και η Ιφιγένεια πήγαινε οικιοθελώς να συναντήσει το κενό..
    μα και γι αυτήν βρέθηκε μια αχτιδα!

    επειδή μερικές ψυχές δεν καίγονται..
    -είναι ακριβώς αυτές που έχουν το θάρρος να καούνε-
    και ας κρατάει ό,τι ημερολόγιο θέλει ο νους και το σώμα..
    μόνο να φυλάγονται ξέρουν και τα δυο τους ;)

    μου έλειψες!

    όμορφο ξημέρωμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητές μου και σε μένα λείψατε. Θα φροντίσω να μην το "σκάω" για τόσες πολλές μέρες στο μέλλον... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ουφ ταυτίστηκα πάλι!
    όπου κατάθλιψη και μοναξιά, εγώ μέσα!
    αλλά ένιωσα ότι στιγμές στιγμές περιγράφεις εμένα
    (εκτός από το κορμί πέτρα!! that is! αλλά που θα πάει και εγώ σιγα σιγά εκεί θα καταλήξω!)

    υγ: πολύ μ'αρέσει η αλλαγή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χμ...
    Δυνατή ιστορία!
    Αυτή τη φορά το μόνο κοινό που βρήκα διαβάζοντάς την είναι το όνομα Άννα και ένα κομμάτι από το παζλ της ζωής μου που λείπει...

    ΥΓ. Αντικατέστησα το πετρόλ του βλογ μου με ένα μπλε και θεώρησα ότι έκανα αλλαγή στο λουκ! Σιγά τ' αυγά! Αυτές είναι αλλαγές, οι δικές σας! Ωραιότατο! Και πολύ μονδέρνο!
    Εύγε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...