Μπελ Αιρ

Κατέβηκαν Ιούλιο στο κτήμα διώχνοντας τις αράχνες απ' τα δοκάρια και τις γωνίες με τα χέρια. Η θάλασσα άφριζε στα πόδια τους και σαν έμειναν γυμνοί απ' τη μέση και πάνω πετώντας ό,τι άχρηστο υπήρχε στην περίφραξη - και υπήρχαν πολλά άχρηστα πράγματα - είχαν τον ήλιο σύντροφο να τους καίει και αδέποστα σταγονίδια απ' τα κύματα να τους δροσίζουν. Μετά ερχόταν το μεσημέρι και στέκονταν κάτω από την αιωνόβια μουριά - στην αρχή ο Κ προτιμούσε τη συκιά -  έως ότου αντιληφθεί πως ήταν αλλεργικός στα φύλλα της και ήρθε και κοκκίνισε και ξυνόταν ανελέητα.  Η γυναίκα του Μ τους είχε εφοδιάσει με όλα τα απαραίτητα για τέτοιες περιπτώσεις, τοποθετημένα με στρατιωτική ακρίβεια σε ένα γαλάζιο νεσεσέρ. Στο εσωτερικό του θα έβρισκαν αλοιφή για τα τσιμπήματα, αμωνία, αντισταμινικά χάπια, γάζες, λογιών, λογιών επιδέσμους, αντικουνουπικό υγρό, οινόπνευμα, βαμβάκι και δύο κουτιά με προφυλακτικά. Ένα με ραβδώσεις κι ένα με γεύσεις.
- Τι θέλει να πει η γυναίκα σου με αυτά; τον ρώτησε ο Κ έχοντας ένα από τα κουτιά στο χέρι, περιεργαζόμενος τη συσκευασία.
- Ή ό,τι πηδιόμαστε μεταξύ μας ή νομίζει πως έχουμε τίποτα Ρωσίδες μαζί μας και πηδιόμαστε μ' αυτές, απάντησε ο Μ χωρίς να τον κοιτάξει.
- Μαλακίες, είπε απλά ο Κ.
Το σπίτι, που δεν ήταν σπίτι πια αλλά κάτι στοιχειωμένο, είχε να ανοιχτεί πολλά χρόνια. Χτισμένο στην άκρη της ακτής, λίγα μέτρα από εκεί που έσκαγε το κύμα, ήταν απορίας άξιον πως κρατιόταν όρθιο ακόμα. Οι αέρηδες του Χειμώνα σε εκείνη την απλωμένη σαν σεντόνι ακτή, ήταν εξαιρετικά ισχυροί, η θάλασσα φουσκονέριαζε και έφτανε ψηλά, απόδειξη τα φύκια που μάζεψαν απ' την αυλή και που τα είχα βάλειν στο σωρό μαζί με όλα τα άλλα άχρηστα πράγματα για να τα κάψουν.
 Δεν είχαν ψυγείο και έσκαψαν μια γούβα βαθιά στη γη, γεμίζοντάς την κάθε πρωί με μπουκάλια νερού που τ' αφήναν την προηγούμενη νύχτα βυθισμένα στην ακτή να τα γλύφει το κύμα. Το φαγητό δεν ήταν πρόβλημα. Σχεδόν κάθε βράδυ οδηγούσαν πέντε χιλιόμετρα ως το γειτονικό χωριό και επισκέπτονταν τις ταβέρνες του. Για τη μέρα είχαν φρέσκα σύκα, ψωμί, σταφύλι μοσχάτο και ξηροκάρπια.
Εκείνη τη μέρα - ήταν η τέταρτη μέρα από την άφιξή τους στην ακτή - ο Κ βρέθηκε στο πίσω μέρος της περίφραξης, εκεί που ένας θεόρατος καλαμιώνας είχε θεριέψει απ' τ' αλάτι της γης και που το αγριόχορτα πάλευαν να τον συναγωνιστούν στο ύψος. Στη μέση στεκόταν ταλαιπωρημένη και ξέπνοη από το αφυκτικό αγκάλλιασμα των ζιζάνιων άλλη μια μουριά, καχεκτική και έρημη. Και ανάμεσα στο θολό πράσινο των φυτών, το κίτρινο των φύλλων, ο Κ είδε τη σκουριά και το ασήμι να αναδύονται ταυτόχρονα.
Ο Κ πλησίασε και κάθε βήμα του έμοιαζε να είναι και ένα παράθυρο που άνοιγε στο χρόνο. Ο καλαμιώνας και τα αγριόχορτα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας, στη θέση τους βρέθηκε άμμος θαλασσινή, άμμος από την ακτή, ζεστή και βελουδένια στο πόδι. Και η μουριά πιο πέρα στεκόταν περήφανη, με τον κορμό περιφραγμένο και με χώμα ζωντανό, σκούρο καφέ από εκείνο που φτύνεις και φυτρώνει. Αλλά τίποτε απ' όλα αυτά δεν άξιζε όσο η ασημένα Μπελ Αιρ που νωχελικά καθόταν στη σκιά του δέντρου.
- Έλα να δεις, φώναξε.
Ο Μ ήρθε μετά από λίγο, μ' ένα στρώμα σκόνης και άμμου να καλύπτει το γυμνό του δέρμα κάνοντάς να μοιάζει με εργάτη στα έγκατα της γης.
- Τι;
- Το αμάξι του παππού σου δεν είναι;
Ο Μ πλησίασε λίγο, έβαλε το χέρι του στο κούτελο να κόψει την αντηλιά και μονολόγησε. - Έχεις δίκιο! Πω, πω...
Λες και είχαν υπογράψει κάποια νέα συμφωνία, τις επόμενες δύο μέρες ασχολήθηκαν με την περίφραξη και παράτησαν το σπίτι. Τους κόστισε το τσίμπημα μιας σφίγγας αλλά το δεύτερο βράδυ ήπιαν παγωμένη μπύρα μπροστά σε μια γιγαντιαία φωτιά που άναψαν με τα απομεινάρια από τα καλάμια και τα αγριόχορτα. Ήταν κουρασμένοι μα και νικητές. Φώναξαν, θυμήθηκαν τα παιδικά χρόνια, μπήκαν στη θάλασσα ολόγυμνοι και ξέπλυναν την κούραση και τη στάχτη. Αποκοιμήθηκαν στην ακτή.
Το πρωί τους βρήκε να κάθονται στα γόνατα σιωπηλοί, δυο μέτρα μακριά απ' το κουφάρι με τα τσακισμένα λάστιχα, αναπνέοντας την αμερικάνικη σκουριά που ο άνεμος έφερνε στα ρουθούνια τους.
- Κάποια πράγματα, ακόμα και αν πεθάνουν, διατηρούν την ομορφιά τους, ψιθύρισε ο Κ.
Ο Μ δεν απάντησε. Απλά σηκώθηκε, πλησίασε και σκαρφάλωσε στη μουριά. Καβάλησε το μεγάλο κλαδί, πάνω από τον κάποτε ασημένιο όγκο και έμεινε εκεί να κοιτάζει την ομορφιά από ψηλά.
- Όταν ήμουν μικρός, ανέβαινα στη μουριά για να βλέπω το αμάξι του παππού πιο μικρό απ' ότι ήταν. Πίστευα πως σαν μεγάλωνα λίγο ακόμα, θα μπορούσα να το πιάσω με το χέρι και να το βάλω στη συλλογή με τα υπόλοιπα αυτοκινητάκια μου.
- Λες να φτιάχνεται;
- Δεν ξέρω. Πιθανόν. Αλλά θα κοστίσει πολλά. Λογικό είναι βέβαια. Αξίζει και πολλά!
Πήδηξε απ' το δέντρο και τίναξε τα χέρια του. - Πάμε, έχουμε δουλειά!
Το βράδυ τους βρήκε στη βεράντα του σπιτιού που έμοιαζε λιγότερο στοιχειωμένο πια, μ' ένα φαναράκι να τους κρατάει συντροφιά και με το φεγγάρι στη χάση του.
- Φαντάσου. Αυτό το αυτοκίνητο έχει απίστευτη ιστορία. Το έφερε ο παππούς μου από την Αμερική το '59 αν θυμάμαι καλά. Απ' ότι μου είχε πει ο πατέρας μου δηλαδή. Έριξε πολλές γκόμενες με αυτό ο παππούς. Ήταν μπερμπάντης!
- Χα!
- Γιατί γελάς;
- Για το μπερμπάντης! Και ο πατέρας μου μια από τα ίδια ήταν αν θυμάμαι καλά.
- Ναι απλά ήταν σκληρός άνθρωπος. Ο παππούς μου ποτέ δεν πίκρανε τη γιαγιά μου. Ποτέ δεν της έδειξε πως δεν την είχε ψηλά.
- Ενώ ο πατέρας σου...
- Άλλη ιστορία.
- Ναι, άλλη ιστορία!
- Τι σημαίνει αυτό;
- Σημαίνει πως θα περίμενε αυτή η Μπελ Αιρ να αποτελέσει την ίδια καλή μουνοπαγίδα και για το γιο. Αλλά φευ.
- Είσαι μαλάκας.
- Δηλαδή αν το δεις σαν πατέρας που έχει γιο, είχε τα δίκια του. Ο πατέρας του γάμησε εκεί, ο ίδιος γάμησε εκεί, λογικό είναι να περίμενε να γαμήσει και ο γιος. Αλλά ο γιος του προτιμά να γαμιέται. Αλλά αυτό ο πατέρας δεν το ξέρει. Ή το ξέρει;;;
- Γιατί το κάνεις αυτό; Προσπαθείς ν' αποδείξεις κάτι;
- Εγώ; Τίποτα. Απλά αυτό το αμάξι μου ξύπνησε μνήμες. Θυμάσαι; Στο πάρκινγκ του σπιτιού σας; Εκείνα τα βράδια; Που διαβάζαμε μαζί ντε...
- Έχει τελειώσει αυτό. Χρόνια τώρα. Και νόμιζα πως το είχαμε ξεκαθαρίσει.
- Ναι, τελείωσε μεταξύ μας. Αλλά εσύ συνέχισες. Με άλλους.
- Και τι θες τώρα ρε μαλάκα; Τι μου λες μετά από τόσα χρόνια. Καλά δεν είμασταν;
- Αχ... η μνήμη... η μνήμη. Είδα το αμάξι και θυμήθηκα. Και ερεθίστηκα μπορώ να σου πω.
- Άντε παίξτον.
- Δεν θες να μου το κάνεις εσύ; Όπως τότε;
Τον παράτησε και με γοργά βήματα έφτασε στην ακτή. Άκουσε τη φωνή του να αντιπαλεύει τον ήχο απ' τα κύματα.
- Αναρωτιέμαι στην οικογένειά σου ποιος κάνει τις καλύτερες πίπες! Εσύ ή η γυναίκα σου;
 Γύρισε τρέχοντας σαν βολίδα, έπεσε πάνω του και μαζί στο εσωτερικό του σπιτιού. Άρχισε να τον χτυπά χωρίς να βλέπει, νοιώθοντας μόνο σάρκα και κόκκαλα κάτω από τα χέρια του και τις γροθιές του να βυθίζονται στο ζυμάρι του κορμιού που είχε από κάτω του ή να πονάνε καθώς χτυπούσαν τα οστά. Ήταν τόσο τυφλωμένος που δεν άκουγε τις διαμαρτυρίες, τόσο θυμωμένος με εκείνον που χρόνια τώρα κρατούσε  τα κρυφά κρυμμένα - όπως έλεγε το τραγούδι - ένα τραγούδι που άκουσαν μαζί ένα βράδυ στην Αλόνησο, στο κάμπινγκ, όταν έκαναν έρωτα μετά από νυχτερινό μπάνιο. Αυτή η αφαιρετική σκέψη τον σταμάτησε και τραβήχτηκε πίσω. Το κορμί δεν κουνήθηκε. Του μίλησε. Δεν απάντησε.
Μετά είδε τα δόντια της τσουγκράνας με την οποία καθάριζαν τα αγριόχορτα, βαμμένα σε άλικο χρώμα να εξέχουν από τη σάρκα σαν καρφιτσωμένα σε λευκό φόντο αστέρια.

Ο γερανός ήρθε και πήρε την Μπελ Αιρ το επόμενο απόγευμα. Στη γειτονική πόλη, μια πρέσσα θα φρόντιζε για τη μετατροπή της σε κύβο σιδερικών.
- Κρίμα, είπε ο οδηγός του γερανού. Αν θέλεις, μπορώ να σου βρω αγοραστή γι' αυτήν. Είναι κούκλα! Μπορεί να γίνει σταρ Ελλάς, στο λέω αλήθεια! Έφτυσε λίγο καπνό που μασούσε και χαμογέλασε δείχνοντας μια σειρά από κίτρινα δόντια. Έξυσε το κεφάλι του. - Κρίμα φίλε, κρίμα!
- Είμαι σίγουρος πως μπορείς να βρεις αγοραστή. Αλλά δεν θέλω. Έχω άσχημες αναμνήσεις απ' αυτήν.
- Ε αυτό λέω. Έξι, εφτά χιλιάρικα δεν θα σε κάνουν να τις ξεχάσεις;
- Όχι. Πάμε.
Βρέθηκε στο χώρο συμπίεσης και άκουσε τη λαμαρίνα να τσακίζει, να συνθλίβεται, τα φανάρια να πετάγονται έξω απ' την πίεση, την οροφή να γίνεται ένα με το σασί. Και ταυτόχρονα ο όγκος να μικραίνει, το ασημένιο να γίνεται πιο σκούρο, σκούρο κόκκινο...
Μπήκε στο αμάξι του και κάλεσε έναν αριθμό με το κινητό του.
- Έλα. Εγώ είμαι. Τι νέα; Τα παιδιά; Οκ.... Ναι έρχομαι σήμερα.... Σε λίγο φεύγω. Τι;
Έριξε μια τελευταία ματιά στον όγκο που ο γερανός μετέφερε ήδη σ' ένα σημείο, στο πλευρό άλλων άμορφων όγκων που κάποια στιγμή θα έπαιρναν το δρόμο για τη χαλυβουργία.





 


Σχόλια

  1. Πάντως κάτι ήξερε η σύζυγος και είχε βάλει και προφυλακτικά μαζί με τα αντισταμινικά!

    Ωραία ιστορία. Σχεδόν το τέλειο έγκλημα!

    Και μια και είπα την λέξη "ιστορία", έχω να σας πω ιστορίες με μια Buick του '60 που θα έκαναν ακόμα και την Λία Καραμανδάνη να κοκκινίσει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Με κρασί και τσιγάρο αγαπητή Αθηνά. Και μπορώ να σας ακούω για ώρες...

      Διαγραφή
  2. Συγγνώμη, τον δολοφόνησε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. αναρωτιέμαι τι τελικά φόνευσε ο ήρωάς σας αγαπητέ Αρμάντ...
    σκοτώνεται άραγε το παρελθόν?
    ή προσπάθησε να σκοτώσει ένα κομμάτι του εαυτού του που ποτέ δεν κατάφερε να αποδεχθεί? κι αν όποια ενοχή τον οδήγησε σε αυτή την πράξη με μια άλλη τώρα καλείται να ζήσει, χειρότερη και ουσιωδέστερη...

    η θάλασσα σήμερα ήταν υπέροχη !!! (άσχετο :)))))
    το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είναι υπέροχο !!!! (άσχετο και αυτό :))))
    μη σταθείτε στα άσχετα παρακαλώ... (σχετικό :))))

    καληνύχτα !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Tον Αινστάιν τον είχαμε κάτι;;; Τις καλησπέρες μου!

      Διαγραφή
    2. χαχαχαχαχαχαχαχα αφίσα :P
      μετά τον είχαμε κούπα αλλά έσπασε :)))
      μετά... δεν σας λέω γιατί είναι μυστικό :))))

      και τις δικές μου!

      Διαγραφή
  4. Εκείνος βέβαια έπαιρνε καλύτερες πίπες!

    Σας παρακαλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπημένε σας τάραξε και σας ε; Ε τέτοια έκανε και κάνει παρέα στα σίδερα τώρα...

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...