Αμμόκαστρο

Τον είδα για πρώτη φορά την ώρα που αγόραζα τον καπνό μου απ' το περίπτερο της γωνίας. Κι όταν λίγο αργότερα, έχοντας την εφημερίδα παραμάσχαλα και το ζεστό καφέ στο χέρι, πήγαινα προς το παγκάκι της μικρής πλατείας που με φιλοξενούσε κάποια πρωινά της εβδομάδας, εκείνος ήταν ακόμα εκεί. Δεν φυσούσε εκείνη τη μέρα, το θυμάμαι καλά αυτό μα ο πιτσιρικάς ήταν αέρας. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από οκτώ ετών, άντε το πολύ να ήταν εννέα και όση ώρα τον παρατηρούσα ισορροπούσε ανάμεσα στην ανεμελιά της παιδικής ηλικίας - όπου όλα φαίνονται αδιάφορα μέχρι να αποδειχθούν σημαντικά - και σε μια πρωτόγνωρη σοβαρότητα σαν άφηνε το σουλάτσο πάνω, κάτω στο πεζοδρόμιο και στηνόταν σε μια συγκεκριμένη θέση, κοιτάζοντας το δρόμο. Και περίμενε.
Τον είδα ξανά την επόμενη μέρα, να κάνει ακριβώς τις ίδιες κινήσεις όπως και δύο μέρες μετά. Τη μέρα που μεσολάβησε και απουσίαζα είμαι σίγουρος πως ήταν επίσης εκεί. Η παρουσία του έμοιαζε μ' ένα φεστιβάλ, μια έκθεση ίσως που θα κρατούσε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Επισκεπτόμουν καιρό την μικρή πλατεία που η σχετική ησυχία της σου επέτρεπε να απολαμβάνεις τον καφέ μ' ένα τσιγάρο, όντας χωμένος στις σελίδες μιας εφημερίδας ή απλά τη στωικότητα της παρατήρησης. Χελιδόνια την άνοιξη, σπουργίτια το καλοκαίρι - πιτσιβιά τα έλεγε η ανιψιά μου - και κάθε ζωντανό, πετούμενο ή μη που απολάμβανε τη φιλοξενία τα λιγοστών δέντρων της πλατείας. Ε λοιπόν όλο αυτό τον καιρό ο πιτσιρικάς δεν υπήρχε στο τοπίο. Εμφανίστηκε ξαφνικά εκείνη τη μέρα και δήλωνε την παρουσία του τις μέρες που ακολούθησαν (πρέπει να είχε φτάσει τις πέντε μέρες ήδη).
Δεν συνοδευόταν από κάποιον ενήλικα, μια γιαγιά ή παππού έστω (αν μπορούσε να υποθέσει κανείς πως οι γονείς του εργάζονταν και δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται εκεί). Τουλάχιστον για όση ώρα τον παρατηρούσα δεν είχα διαπιστώσει κάτι τέτοιο. Ήταν απλά εκεί και βολτάριζε με τα χέρια στις τσέπες ανοιγοκλείνοντας τα χείλη, μιλώντας ίσως σε κάποιο φανταστικό φίλο. Υπήρχαν πάλι στιγμές που στεκόταν ακίνητος και κοίταζε το δρόμο.
Πρέπει να ήταν μια εβδομάδα εκεί - πλέον πήγαινα καθημερινά στην πλατεία ακόμα και να δεν το είχα προγραμματίσει - για να παρατηρήσω το μικρό. Μου πέρασε μια δυο φορές απ' το μυαλό η ιδέα να του μιλήσω, να τον ρωτήσω τι κάνει και που είναι οι γονείς του αλλά αυτή η πόλη δεν επιτρέπει παρά μόνο σπάνια τέτοια αίσθηση ευθύνης. Εκείνη τη μέρα έπαιζε στο μοναδικό παρτέρι της πλατείας, σκάβοντας χώμα με τις χούφτες του πλάι σε μια απεριποίητη περικοκλάδα η οποία περιελάμβανε ορισμένα αξιολύπητα τριαντάφυλλα και κάποια άλλα άνθη αμφιβόλου προέλευσης και το κυριότερο, προοπτικής.
- Θες βοήθεια μ' αυτό; τον ρώτησα.
Γύρισε το κεφάλι και με μισόκλειστα μάτια λόγω αντηλιάς μου απάντησε: - Δε νομίζω.
Τα παιδιά μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι αλλά και συνάμα οι πιο δύσκολοι συνομιλητές.
- Τι θα το κάνεις τόσο χώμα; Καλή ερώτηση αν και θα μπορούσε να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι στην περίπτωση που η παιδική μυστικοπάθεια αποδεικνυόταν πιο ισχυρή από τον ενθουσιασμό.
- Θα το πάω στη θάλασσα.
- Στη θάλασσα; Πως σου' ρθε αυτό;
Σηκώθηκε και σκούπισε μια μύτη που έτρεχε με λερωμένα χέρια. Για μένα ήταν αστείος, για μια μητέρα θα ήταν υστερικά βρώμικος.
- Τα κάστρα στην άμμο πέφτουν άμα τα φτιάξεις μόνο με άμμο. Αν βάλεις όμως και λίγο χώμα γίνονται πιο στέρεα και κρατάνε, είπε με περισπούδαστο ύφος ενήλικα.
- Α ναι; Δεν το ήξερα αυτό.
- Μου το έμαθε ο μπαμπάς μου.
- Μμμμ, ενδιαφέρον. Δεν τον βλέπω όμως εδώ γύρω. Θα έρθει να σε πάρει; Πως θα πάτε στη θάλασσα;
Με κοίταξε αυτή τη φορά κατευθείαν μέσα στα μάτια και αντίκρισα εκεί την αλήθεια του.
- Ναι θα έρθει. Τον περιμένω. Και θα πάμε στη θάλασσα.
Έσκυψε ξανά στη δουλειά του και μέσα από την μπλεγμένη περικοκλάδα έβγαλε ένα μεγάλο κουτί που δεν είχα αντιληφθεί πριν και άρχισε να το γεμίζει με χώμα.
- Έχετε συγκεκριμένη ώρα που θα πάτε;
Συνέχισε να γεμίζει τις χούφτες του με το χώμα που είχε σκάψει και το έριχνε στο κουτί.
- Τι ώρα είναι; ρώτησε.
- Δεν ξέρω. Δεν έχω ρολόι. Αλλά φαντάζομαι πως είναι μια καλή ώρα για να πάει κανείς στη θάλασσα. Ο ήλιος είναι ψηλά, απάντησα χαμογελώντας.
Σιωπή.
- Πάμε να ρωτήσουμε τον περιπτερά στη γωνία; Ίσως να πιεις και λίγο νερό. Φαντάζομαι πως αυτή η δουλειά είναι κουραστική για σένα.
Παραδόξως με ακολούθησε. Το γιατί το αντιλήφθηκα μόλις φτάσαμε στο περίπτερο.
- Αστέριε, τι κάνεις μάγκα; Ο περιπτεράς τον γνώριζε.
- Αστέριος ε; Όμορφο όνομα! Του χαμογέλασα αλλά εκείνος παρέμενε σοβαρός.
- Είναι αστέρι ο Αστέριος! συμπλήρωσε ο περιπτεράς. - Έλα από δω, μόλις έφερα το γάλα που σ' αρέσει. Με τη σοκολάτα! Έλα να σε κεράσω!
- Ο μπαμπάς λέει να μην παίρνω πράγματα από ξένους.
- Ξένος εγώ βρε Αστέριε; Τι είναι αυτά που λες; Δεν είμαστε φίλοι εμείς; Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις;
Ο μικρός πήρε δειλά το μπουκάλι, το άνοιξε και ήπιε διψασμένα. Η σοκολάτα στάθηκε στα χείλη του, την έγλειψε με μια αναστροφή της γλώσσας και μας παράτησε σύξυλους επιστρέφοντας στην εργασία του.
- Ευχαριστώ! φώναξε τρέχοντας.
Μείναμε να τον κοιτάζουμε.
- Ο πατέρας του αυτοκτόνησε. Έχει σχεδόν ένα χρόνο. Χρέη. Άστα να πάνε, μονολόγησε.
- Τι πράγμα;
- Άστα σου λέω. Δράμα. Η μάνα του τρέχει δεξιά, αριστερά για δουλειά.
- Και ο μικρός είναι μόνος εδώ; Εννοώ ολομόναχος; Και πως δεν τον είχα δει τόσο καιρό;
- Τον είχαν οι παππούδες στο χωριό. Έλειπε. Η μάνα του ήταν ράκος, ξέρεις τώρα. Να μην καταλάβει τίποτα το παιδί. Το διώξανε... Να ξεχάσει.
- Να ξεχάσει τι πράγμα;
- Ε, όλο αυτό. Τον πατέρα του. Ο μικρός ήταν ο τελευταίος που τον είδε. Για να μην τον δει να πέφτει απ' το μπαλκόνι του' πε να πάει να ετοιμαστεί γιατί θα πήγαιναν στη θάλασσα. Κι έπεσε.

Ο μικρός παράτησε τα χώματα, τίναξε τα χέρια του και στάθηκε ξανά στην άκρη του δρόμου σοβαρός. Και περίμενε.


   

Σχόλια

  1. Να ξεχάσει;

    Για φανταστείτε!
    Έχω έναν ανιψιό που το όνομά του είναι Αστέρης.
    Ο πατέρας του τρέλανε αργά και μεθοδικά τη μάνα του. Έμεινε έγκλειστη μερικά χρόνια. Τώρα είναι στο σπίτι, στον κόσμο της. Δεν πηγαίνω να την δω. Δεν αντέχω το βλέμμα της. Δεν έχω να της απαντήσω.

    Να ξεχάσει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. και δεν θα σταματήσει να περιμένει ποτέ :(

    αν θυμάται;
    δεν ξέρω..
    αν θυμόταν ίσως υπήρχε ελπίδα να ξεχάσει..
    μα ο μικρός δεν θα σταματήσει να περιμένει ποτέ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πληγή που ολοένα αιμορραγεί ΚΑΙ το τραγουδι :(

    τώρα το άκουσα
    είμαι συγκλονισμένη
    καταρχήν νιώθω οργή γι αυτόν τον πατέρα

    πολύ παράξενο για μένα
    πάντα έχω δικαιολογίες και ελαφρυντικά
    σε αυτές τις περιπτώσεις
    αλλά όχι έτσι! όχι δηλαδή με ένα ψέμα.

    και για εσένα ευγνωμοσύνη
    για όλα αυτά που μας μεταφέρεις

    Καλή δύναμη, καλή συνέχεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δεν ξεχνάμε. Γιατί αλλιώς δεν υπάρχουμε. Ευχαριστώ για τα σχόλια :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...