Ραστώνη

Την είδα ν' ανεβαίνει στο μονοπάτι για το σπίτι. Κρατούσε μια χούφτα κεράσια πορφυρά με τα κοτσάνια τους να τρέμουν ακόμα απ' το κόψιμο του δέντρου που τα γέννησε. Σήκωσε το κεφάλι της προς το μέρος μου, βάζοντας το άλλο χέρι μπροστά στα μάτια της για να διώξει την αντηλιά που την παίδευε και μαζί της όλο το νησί.
- Ξύπνησες; Δεν μιλούσε, έκραζε.
Δεν απάντησα αλλά σήκωσα το χέρι και της έγνεψα. Οι φουσκάλες του καφέ στο τραπεζάκι πλάι μου έσκαγαν η μία μετά από την άλλη, δεν ήταν πολλές, τρεις μόνο. Καφέ δεν είχα πιει ακόμα. Το τσιγάρο μισόκαιγε στο τασάκι και λίγο μετά, είδε και απόειδε και έσβησε και εκείνο. Ήταν λες και όλα γύρω μου αργοπέθαιναν περιμένοντας κάτι να συμβεί. Το σίγουρο ήταν πως δεν επρόκειτο να πεθάνουν οριστικά αν αυτό το κάτι δεν συνέβαινε.
Βρέθηκε στο πεζούλι του κήπου, πέρασε το πορτόνι και μου έδειξε από κοντά το θησαυρό της.
- Να σου πλύνω να φας;
- Ποιος θα πρωτοφάει από δαύτα; Είναι τόσα πολλά!
Δεν αντιλήφθηκε την ειρωνία. Τα κοίταξε για μια στιγμή και τα ζύγισε στο χέρι της ξανά, ένα γλίστρησε κι έπεσε στο πλακόστρωτο. Έσκυψε να το μαζέψει επιτρέποντας στη μέση της να τη βασανίσει.
- Φτάνουν. Εγώ δεν θέλω. Μην το πεις στους άλλους.
Μπήκε στο κουζινάκι δίχως να περιμένει απάντηση. Με άφησε μόνο με τη θέα που κείνη την ώρα γινότανε καθρέφτης, αντανακλώντας τον ήλιο, τυφλώνοντάς με. Το αεράκι που ξαφνικά φύσηξε με χάιδεψε κι έκανε τις τρίχες του κορμιού μου να αναρριγήσουν απ΄ τη ραστώνη του Ιούλη. Άναψα ξανά το τσιγάρο και ρούφηξα μια γουλιά καφέ. Ήταν καλός μα παγωμένος. Τον ήπια σα σφηνάκι και απλώθηκα νωχελικά στην πολυθρόνα με μια υποψία νύστας να με κατακλύζει.
Βγήκε απ' την κουζίνα, κουβαλώντας ένα σκαμνάκι, κάθισε δίπλα μου και άρχισε να καθαρίζει μελιτζάνες που κάθε κομμάτι τους βυθιζόταν σε μια λεκάνη με νερό. - Δεν θα πας για μπάνιο; έκραξε δίχως να με κοιτάξει.
- Δεν ξέρω. Είναι μια από εκείνες τις μέρες που ο χρόνος θέλεις να σταματήσει, εσύ να κατέβεις και αυτός να συνεχίσει. Να μείνεις σ' ένα μέρος που ξέρεις εκ των προτέρων πως θα μείνει ίδιο και απαράλλαχτο, πως δεν θα το πειράξει κανείς, ένα μέρος όπου κανείς δεν έρχεται και σίγουρα κανείς δεν φεύγει. Οπότε, με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου όπως αντιλαμβάνεσαι το τελευταίο πράγμα που με νοιάζει αυτή τη στιγμή είναι να πάω για μπάνιο.
- Σαλέψατε, το ξες; Έτσι και η κόρη μου. Σαν και σένα.
- Η κόρη σου εξελίχθηκε σε μεγάλη πουτάνα στα χρόνια.
- .... Το ξέρω. Λες να μη το ξέρω; Από μικρή φαινόταν.
- Κι όμως, δεν έκανες τίποτα για να το αποτρέψεις.
Σηκώθηκε φουριόζα και έφυγε για το κοτέτσι με τις φλούδες απ' τις μελιτζάνες ανά χείρας.
- Οι κότες δεν τα τρώνε αυτά, φώναξα.
- Δεν θα μου μάθεις εσύ τι τρώνε οι κότες μου και τι δεν τρώνε, φώναξε. Έκραξε.
Γύρισε μουρμουρίζοντας κάτι που δεν ήθελα να ξέρω τι είναι, δεν ήθελα ν' ακούσω και ήταν πολύ αργά για ν' αντιδράσω πλέον σαν την ένιωσα να με γραπώνει από τ' αχαμνά, να μου τα χαιδεύει με μανία, πριν ανοίξω καν τα μάτια με είχε πάρει στο στόμα της και με ρουφούσε ολόκληρο.
- Πουτάνες, μάνα και κόρη, ψιθύρισα και με τα χέρια έσπρωξα το κεφάλι της ακόμα πιο κάτω με βία, λες και περίμενα να βγω απ' το πίσω μέρος του κρανίου της. Δεν κράτησε πολύ. Τελείωσα με μια κραυγή που ακούστηκε σαν πληγωμένος γλάρος και έπεσα ξέπνοος στην ραστώνη του Ιούλη.

Το μεσημέρι φάγαμε μελιτζάνες ψητές με σάλτσα από ντομάτα και φέτα. Το τσιγαρισμένο κρεμμύδι γαργαλούσε τη μύτη, ο άνεμος φυσούσε φέρνοντας το αλάτι της ακτής στο τραπέζι μας, εγώ, εκείνη, η μάνα της κι ο γκόμενος της μάνας που πηδούσε την κόρη της. Και εγώ πηδούσα τη μάνα. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως μια παρτούζα θα αποτελούσε τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων αλλά το μετάνοιωσα σχεδόν αμέσως. Δεν υπήρχε λόγος να μπλέξουμε τις ιστορίες.
Ήπιαμε κεχριμπαρένιο κρασί και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια. Γελάσαμε κιόλας, δώσαμε συγχαρητήρια στη μαγείρισα για την εξαίσια γεύση. Με κοίταξε και έγλειψε τα χείλη της. Άναψα τσιγάρο.
Η κόρη βρέθηκε στην κουζίνα και γύρισε πίσω με μια χούφτα κεράσια στα χέρια. Μας πρότεινε μα κανείς δεν ήθελε. Άρχισε να τρώει, σταμάτησε και γελώντας είπε.
- Το ξέρετε πως θα πάμε όλοι στην κόλαση, έτσι δεν είναι;


 

Σχόλια

  1. Ω!
    Τι ωραίο!
    Σαν διήγηση φαντασίωσης μοιάζει όλο αυτό!
    Εν τω μεταξύ να σημειώσω ότι η σύνθεση των συνδαιτυμόνων είναι εκπληκτική!
    Αυτό το "οικογένεια γαμιόμαστε" (με το συμπάθιο κιόλας)με εντυπωσίασε!
    Και να φανταστείτε ότι την ύπαιθρο χώρα δεν την είχα να ασπάζεται τόσο τον Μπέργκμαν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αχ, πόσα μυστικά κρύβει η ύπαιθρος χώρα αγαπητή. Για δέκα βιβλία!

      Διαγραφή
  2. Η κόλαση είναι όντως θέμα χρόνου ...
    Συμφωνώ και προσυπογράφω!
    Μ'αυτά που μας κάνεις και μεις σε λίγο θα κολαστούμε :-p

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Λιακάδα κατά μια σατανική σύμπτωση πέφτεις πάντα στις πιπεράτες ιστορίες!! :) Καλημέρα και καλή Κυριακή!

      Διαγραφή
    2. Ορίστε????
      Γιατί εγώ νομίζω ότι πάντα σε τιμώ με τα σχόλιά μου ανεξαρτήτως "πιπεριού"?
      Τελικά καλά λένε καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα... :(

      Διαγραφή
    3. Λιακάδα μην μουτρώνετε αγαπητή. Το ανέφερα για τις δύο τελευταίες ιστορίες που έτυχε να είναι πιπεράτες. Εννοείται πως είστε τακτική αναγνώστρια και με τιμάτε με τα σχόλιά σας... :)

      Διαγραφή
  3. A! οι ομορφιές της ελληνικής υπαίθρου εν μέσω καλοκαιριού αγαπητέ Αρμάντ!!!
    με τις μυρωδιές της, με τις γεύσεις της... για να μη πω και για την σύσφιξη των οικογενειακών σχέσεων :)))))
    Κρίμα, κρίμα που οι παραδόσεις μας χάνονται μέσα στο τσουνάμι της παγκοσμιοποίησης.... αυτές οι όμορφες, συνδετικός κρίκος της κοινωνίας μας :))))

    Ραστώνη λοιπόν !!! Όμορφα ακούγεται... Αν δεν κάνω λάθος σημαίνει η τάση αδράνειας και παθητικής αποδοχής των πραγμάτων, η νωθρότητα, η ραθυμία, η έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος, η χαλαρότητα...

    καλημέρα σας :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος να αλλάξουν τα πράγματα. Όπως το είπατε. Ακόμα και η παρτούζα στον ήρωα φαντάζει περιττή! Την καλημέρα μου!

      Διαγραφή
  4. μμμ...αυτή η ζέστη εμπνέει βλέπω...
    μύρισαν ως εδώ οι μελιτζάνες...
    χαίρομαι που εκτιμούν και άλλοι το καλό φαγητό μετά τις "ακολασίες"...
    Σάμπως την εναλλακτική κόλαση ή τον παραδείσο (εν. το φαγητό) που ακόμη απολαμβάνουν οι αναμάρτητοι και αμαρτωλοί μαζί :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αναμάρτητοι και αμαρτωλοί μαζί.... πολύ ωραία το έθεσες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Βαρώνη Έρρικα φον Στούφελ9 Ιουλίου 2012 στις 10:47 μ.μ.

    Mελιτζάνες και σεξ. Χμμ.... μήπως πέσει βαρύ το σεξ πριν από τις μελιτζάνες, αγαπητέ μου;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Bye, Bye Miss Orange Pie!

Οι κυρίες στην ακτή

Ήταν μια τέλεια μέρα...